|11| Η σπηλιά των Νηρηίδων

24 3 1
                                    

Από εκείνη την μέρα δεν σταμάτησαν να σκέφτονται ο ένας τον άλλο. Ακόμη και ένας πολεμιστής με περίσσια φήμη και δύναμη υπέκυψε κάτω από τα μάτια μιας γυναίκας. Προσπαθούσε να δικαιολόγησε τον εαυτό του αλλά μάταια. Κοιτάζοντας συνεχεια μέσα από το γυαλί του παραθύρου σκεπτόμενος το μελλον του.

Έλεγε πως εκείνη ήταν το μελλον του. Πως άμα δεν την έβλεπε κάτι θα γινόταν. Κάτι κακό. Κακό για εκείνον και για την πατρίδα του. Διότι αυτός ήταν ο υπερασπιστής της Τροίας. Είχε χάσει πολλούς στην μάχη. Φίλους, γνωστούς, οικογένεια. Πονούσε ψυχικά όλο και πιο πολύ. Μέρα με την μέρα ο πόνος του μεγάλωνε. Δεν ξεκουραζοταν στην Θήβη. Αντιθέτως. Είχε ελεύθερο χρόνο να σκεφτεί. Και οι σκέψεις του τον έτρωγαν. Όλο και πιο πολύ. Μέχρι να έμενε μόνο ένα άδειο κουφάρι χωρίς ψυχή. Μόνο με την μανία να σκοτώνει. Να σκοτώνει και να πολιορκεί σαν αγρίμι. Να μην νοιάζεται αν αυτός που βρίσκεται απέναντι του είναι κάποιας γυναίκας γιος ή άνδρας ή πατέρας ή αδερφός. Να βλέπει μόνο εχθρούς που θέλουν να πάρουν την πατρίδα του. Δεν το ήθελαν όμως. Οι περισσότεροι απλώς ακολουθούσαν εντολές. Και σκέφτονταν ο,τι και εκείνος. Γιατί πάνω από όλα ήταν άνθρωποι. Μπορεί να μην είχαν την ίδια πατρίδα είχαν όμως τον ίδιο θεό, την ίδια ψυχή. Ήταν όλοι ίδιοι. Αδέρφια με διαφορετικά συμφέροντα και πεποιθήσεις. Ήταν όμως ίδιοι.

Ο Έκτορας δεν ήταν εξωστρεφής άνθρωπος. Δεν ήθελε οι υπόλοιποι να ξέρουν τι κάνει, τι σκέφτεται. Αρεσκοταν στην μοναξιά του. Η ησυχία τον βοηθούσε. Τον ωθουσε να πάρει τις σωστές αποφάσεις. Έτσι πίστευε, έτσι έλεγε σε όποιον αναρωτιόταν. Όπου και αν πήγαινε ήθελε να μένει μόνος σε ένα μέρος και να σκέφτεται. Έτσι και εκεί είχε βρει το ιδανικό. Μις σπηλιά δίπλα στην θάλασσα. Μα κατάλευκα βότσαλα και πράσινα νερά. Λεγόταν ότι σε τέτοιες σπηλιές έκλαιγαν οι Νηρηιδες. Μαζεύονταν και έκλαιγαν όλες μαζί, σπαραζαν. Για κάποιον θάνατο, ή όταν κάποια Νηρηίδα έφευγε. Έτσι κάθε φορά που χτυπούσαν τα κύματα πάνω στα βότσαλα λέγεται πως ακούγονται οι φωνές τους. Η σπηλιά είχε δύο εισόδους μια από το νερό και μια από την στεριά. Από το νερό μπορούσε κάποιος να πάει μόνο από το ακρογιάλι που βρισκόταν πίσω από τους κήπους του παλατιού. Στο ακρογιάλι εκείνο δεν πατούσε κανείς. Μόνο η Ανδρομάχη. Εκεί είχε διαλέξει να παίρνει το μπάνιο της. Το μέρος το έκρυβαν κάτι πανύψηλοι θάμνοι με μούρα. Ήταν το τέλειο μέρος για μια πριγκίπισσα. Από την στεριά έπρεπε πρώτα να ανέβεις το βουνό και μετά να κατέβεις από ένα στενό δρομάκι γεμάτο λεύκες. Από εκεί πήγαινε ο Έκτορας. Δεν ήξερε για την άλλη μεριά όπου μπορούσε κάποιος να πάει. Ούτε για το ακρογιάλι. Πίστευε πως μόνο αυτός είχε βρει εκείνο το μέρος. Κακώς το πίστευε.

Βεβαίως η Ανδρομάχη παρακολουθούσε κάθε κίνηση του. Τον έβλεπε συχνά να πηγαίνει στο βουνό. Όταν ανέβαινε στο βουνό , τάχα να μαζέψει χαμομηλια, δεν τον έβλεπε. Αυτό το έκανε περίπου τρεις φορές την μέρα. Έτσι κατάλαβε ότι πήγαινε από το βουνό σε κάποιο άλλο μέρος. Το μόνο μέρος που ήξερε ήταν εκείνη η σπηλιά. Την ήξερε απο πολύ παλιά εκείνη την σπηλιά. Βασικά σε εκείνη την σπηλιά γεννήθηκε. Το συνήθιζε να πηγαίνει η μητέρα της όσο την κυοφορουσε εκεί και να παρακαλεί της νύμφες για μια κόρη. Ώσπου ήρθε η ώρα της γέννας όσο ήταν εκεί. Δεν γέννησε μόνη όμως. Οι πρώτες γυναίκες που είδαν την Ανδρομάχη ήταν οι Νηρηιδες. Έτσι η μητέρα της γύρισε εκείνη την μέρα μαζί με την νεογέννητη κόρη της πίσω στο παλάτι. Εκεί πήγαινε και η Ανδρομάχη για να μιλήσει με της Νηρηιδες, που την άκουγαν και την βοηθούσαν Ότο και αν συναιθμβαινε στην ζωή της.

Όσο ήταν εκεί ο Έκτορας δεν πήγαινε. Φοβόταν. Όχι για κάτι σημαντικό. Απλά είχε κακό προαίσθημα. Σωστό προαίσθημα θα έλεγα. Νηρηίδα ήταν και η Θετις. Η μητέρα του Αχιλλέα. Έτσι χωρίς να το ξέρει προστατευόταν. Δεν είχε όμως τόσες ςσχεσεις με την Θετις όσο με τις άλλες νεότερες Νηρηιδες. Εκείνες την προστάτευαν. Όταν η Ανδρομάχη ανακάλυψε πως ο Έκτορας για να σκεφτεί πηγαινε σε εκείνη την σπηλιά πηγε αμέσως να το πει σε εκείνες. Θα την βοηθούσαν σίγουρα.

Της έδωσαν τότε ένα σχέδιο, όχι και τόσο σεμνό και πρέπον. Θα πήγαινε να κολυμπήσει, όπως ήξερε καλύτερα από τον καθένα, και θα βρισκόταν στην σπηλιά εκείνη για να τον αποπλανήσει. Ήταν τόσο ερωτευμένη που δεν ήθελε να τον χάσει. Έτσι δέχθηκε. Αν γινόταν δικιά του αυτός θα ήταν υποχρεωμένος να την νυμφευτει και θα ζούσαν για πάντα μαζί.

Μέχρι Το Τέλος Where stories live. Discover now