|8| Οι φόβοι του

47 6 5
                                    

Καθόταν μόνος του πάνω στο διπλό κρεβάτι με τα σατέν κόκκινα σεντόνια.
"Τι πλουσιο παλάτι!", είπε κάνοντας ένα διάλειμμα απο τις σκέψεις. Βρισκόταν σε ένα συνεχές δίλημμα. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να την αποταταστησει. Αλλά την ήθελε και δικιά του. Ήθελε να βλέπει ξανά και ξανά τα μάτια της αλλά δεν μπορούσε. Ήθελε να μείνει για πάντα εκεί και να την βλέπει στα κλεφτα. Ο πόλεμος όμως δεν θα τον άφηνε. Έπρεπε να γυρίσει γρήγορα. Είχε επτά ημέρες μπροστά του. Σκέφτηκε τότε να την παντρέψει με τον ηνίοχό του, Κεβριονη. Ήταν ο πιο πιστός του φίλος. Θα μπορούσε να την βλέπει οπότε ηθελε. Θα γινόταν η ερωμένη του.

Δεν της άξιζε όμως να γίνει ερωμένη κάποιου. Ήταν αξία γυναίκα, θα γινόταν αξία σύζυγος, αξία μητέρα, αξία τρωαδιτισσα. Δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Η μορφή της τριγύριζε στο μυαλό του σαν να του ψιθυρίζει,"Μην σκέφτεσαι πολύ, διάλεξε εμένα". Και όντως άμα ήταν ελεύθερος θα την παντρευόταν εδώ και τώρα. Αν ήταν ανάγκη θα την έκλεβε κιόλας. Οι υποχρεώσεις και το καθήκον προς την πατρίδα τον έφερναν πίσω.

Φοβόταν τον πόλεμο. Φοβόταν μήπως κάνοντας την πριγκίπισσα της Τροίας, θα την έκανε ταυτόχρονα χήρα του. Φοβόταν τον θάνατο. Αν πέθαινε στην μάχη, οι Αχαιοί θα κατακτούσαν την Τροία πολύ γρήγορα. Τότε θα γινόταν σκλάβα. Δεν θα μπορούσε να την φανταστεί ποτέ έτσι. Το βελούδινο της πρόσωπο να καθρεπτιζεται στο γυαλισμένο πάτωμα που αυτή είχε καθαρίσει. Φοβόταν πως μέσα στον πόλεμο δεν θα ήταν ευτυχισμένη. Της άξιζε κάτι καλύτερο. Κάποιος που θα μπορούσε να γεμίσει τα μάτια της με δάκρυα χαράς, και όχι λύπης και πένθους.

Αυτό που παρέλειπε όμως ήταν πως η Ανδρομάχη θα ήταν ευτυχισμένη οπουδήποτε. Αρκεί να ήταν μαζί του.

Μέχρι Το Τέλος Where stories live. Discover now