ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟ...

By RitsaKal5

112K 10.6K 2.3K

Ο Κάρλος τη διέκοψε απότομα, σηκώνοντας το χέρι του κι η Κριστίν νόμισε προς στιγμή ότι θα τη χτυπούσε και πι... More

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Kεφάλαιο 4
Kεφάλαιο 5
Kεφάλαιο 6
Kεφάλαιο 7
Kεφάλαιο 8
Kεφάλαιο 9
Kεφάλαιο 10
Kεφάλαιο 11
Kεφάλαιο 12
Kεφάλαιο 13
Kεφάλαιο 14
Kεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 36
Κεφάλαιο 37
Κεφάλαιο 38
Κεφάλαιο 39
Κεφάλαιο 40
Κεφάλαιο 41
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κεφάλαιο 30

2K 209 79
By RitsaKal5

Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε δίπλα στην Κριστίν. Μπήκε στο δωμάτιό τους για λίγο, κι αφού βεβαιώθηκε ότι εκείνη κοιμόταν βαθιά, επέστρεψε στο δωμάτιο των ξένων. Το πρωί, ξαφνιάστηκε με την απόφαση της Κριστίν να πάει στην γκαλερί, παρόλο που η Κλαιρ της είχε πει μετά την κηδεία ότι μπορούσε να πάρει άδεια.

- Θέλω να πάω, του δήλωσε αποφασιστικά, όταν εμφανίστηκε μπροστά του την ώρα του πρωινού, φορώντας ένα μαύρο ταγέρ, με τα μαλλιά πιασμένα και ελαφριά μακιγιαρισμένη.

- Περιμένουμε έναν σημαντικό πελάτη και εκτός αυτού, δε θέλω να μείνω κλεισμένη στο σπίτι, δε θα με βοηθήσει σε τίποτα. Επίσης έχω δρομολογήσει κάποια ραντεβού με υποψήφιους αντικαταστάτες μου και δε θέλω να τα αναβάλλω. Όσο πιο γρήγορα καταλήξω, τόσο το καλύτερο για σένα και τα σχέδιά σου, έτσι δεν είναι;

Αυτή η τελευταία της φράση, ντυμένη με μια πικρόχολη νότα, έκανε τον Κάρλος να την κοιτάξει απορημένος, ανασηκώνοντας το φρύδι κι έπειτα μισοκλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να διαβάσει στα δικά της την αιτία αυτής της δεικτικής της διάθεσης. Σηκώθηκε απ΄το τραπέζι, κι αφού έβαλε σ΄ένα φλυτζάνι καφέ, την πλησίασε και της το έτεινε. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη.

- Χαίρομαι που το καταλαβαίνεις, της απάντησε ελαφρά ειρωνικά. Η Κριστίν αρνήθηκε τον καφέ και τον περίμενε όρθια να τελειώσει τον δικό του. Στη διαδρομή προς τη γκαλερί, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ο Κάρλος την παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του να κοιτά ανέκφραστη από το παράθυρό της και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που την έκανε να σηκωθεί εκείνο το πρωί μ΄αυτή την τόσο περίεργη διάθεση. Τις προηγούμενες μέρες είχε νιώσει ότι η στήριξή του στο πένθος της ήταν ανακουφιστική για εκείνη, ότι η αγκαλιά του της είχε προσφέρει την παρηγοριά που χρειαζόταν και τον είχε ευχαριστήσει γεμάτη ευγνωμοσύνη γι΄αυτό επανειλημμένα. Όσο για εκείνη τη φευγαλέα στιγμή πάθους που μοιράστηκαν στον καναπέ το προηγούμενο βράδυ, προτιμούσε να την ξεχάσει. Είχε παρασυρθεί στιγμιαία κι αυτό δεν έπρεπε να ξαναγίνει. Ο πόθος του για την Κριστίν απειλούσε να τον απομακρύνει από τον στόχο του, τον έκανε να φαίνεται αδύναμος μπροστά της κι αυτό ήταν λάθος. Ήταν άλλο πράγμα το να την στηρίξει σε μια δύσκολη ώρα, όπως ο θάνατος του πατέρα της, κι άλλο να την αφήνει να πιστεύει ότι ξαφνικά όλα είχαν γίνει όπως πριν. Γιατί τίποτα δεν ήταν όπως πριν, ούτε ήξερε να πει αν θα ήταν ποτέ ξανά.

Όμως όσο κι αν προσπαθούσε, δε μπορούσε να αντιληφθεί τι συνέβαινε στο μυαλό της Κριστίν εκείνο το πρωινό. Δεν ήξερε ότι την προηγούμενη νύχτα, ένα όνειρο είχε κάνει την Κριστίν να πεταχτεί κλαίγοντας κι ότι από κείνη τη στιγμή είχε μείνει ξάγρυπνη ως το πρωί, βυθισμένη σε σκέψεις. Είχε κλείσει τα μάτια της, μπερδεμένη όσο ποτέ μετά απ΄το παθιασμένο φιλί του Κάρλος και με την εικόνα του πατέρα της να πλανάται θλιμμένα στο δωμάτιο. Κι όταν πια βυθίστηκε στον ύπνο, η παλιά έπαυλη ήρθε να στοιχειώσει πάλι τα όνειρά της. Κάτι βασανιστικό τραβούσε το υποσυνείδητό της σ΄εκείνο το σκοτεινό σπίτι, εκεί όπου η ζωή της είχε ανατραπεί, εκεί όπου είχε αφήσει τον εαυτό της να κατρακυλήσει σ΄ένα δρόμο χωρίς γυρισμό, εκεί όπου αυτή η ζωή που κουβαλούσε μέσα της είχε πάρει σάρκα και οστά. Τριγυρνούσε και πάλι μόνη σ΄εκείνο το θλιβερό κουφάρι που κάποτε ήταν σπιτικό, περικυκλωμένη από σκιές, ψάχνοντας την απάντηση στο πρόβλημά της. Κάτι έψαχνε, κάποιον ίσως, δεν ήξερε να πει, όμως η αγωνία της ήταν τόση που ένιωσε να πνίγεται στον ύπνο της και ξύπνησε κλαίγοντας με λυγμούς. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνη στο δωμάτιο. Ο Κάρλος δεν ήταν εκεί, δεν ήταν πια δεδομένος στη ζωή της όσο κι αν ένιωθε μέσα της ότι το πάθος του γι΄αυτήν δεν είχε σβήσει. Και τότε αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πού ήταν αυτή μέσα σ΄όλο αυτό. Ένιωθε όλο αυτό το τελευταίο διάστημα ότι δεν ήταν πια κυρία του εαυτού της, είχε αφεθεί έρμαιο στις αποφάσεις των δύο αντρών που είχε παραδεχτεί πια ότι αγαπούσε. Από τη μια ο Στέφανο που στην προσπάθειά του να την κερδίσει ξανά, είχε μετατρέψει την καθημερινότητά της σε εφιάλτη, με το να εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της και δηλώνοντας ότι δεν θα έκανε πίσω, όσο κι αν εκείνη του είχε ξεκαθαρίσει ότι αυτό που είχαν μοιραστεί, εκείνος ο μεγάλος έρωτας, ανήκε πια στο παρελθόν. Από την άλλη ο Κάρλος, που ήξερε ότι τον είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα και που οι τύψεις της γι΄αυτό, την είχαν κάνει να δέχεται παθητικά τις αποφάσεις του και τα τρελά σχέδιά του. Αν ζούσε ο πατέρας της, θα ήταν αναγκασμένη να του πει αυτό το τερατώδες ψέμα που απαιτούσε ο Κάρλος, ότι είχαν υιοθετήσει ένα παιδί που στην πραγματικότητα ήταν δικό της...και του Στέφανο. Βέβαια δε θα είχε μπορέσει να του πει την αλήθεια, ούτε και στη μητέρα της θα την έλεγε εξάλλου. Όμως δεν ήξερε πια τι ήταν αλήθεια και τι όχι. Τι ήταν σωστό και τι λάθος. Ούτε πού θα έβρισκε τη δύναμη να παίξει όλο αυτό το θέατρο. Πώς θα ήταν η ζωή της από δω και πέρα; Η ασφάλεια που ένιωθε δίπλα στον Κάρλος είχε γυρίσει μπούμερανγκ. Τώρα πια μόνο εκείνος έβαζε τους κανόνες κι αφού εκείνη ήταν που είχε κάνει το μεγάλο λάθος, ήταν υποχρεωμένη να παίξει πια σύμφωνα μ΄αυτούς.

Είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα σε δυο μεγάλους έρωτες, τώρα το έβλεπε καθαρά. Το ότι δεν τα είχε παρατήσει όλα για να τρέξει πίσω στον Στέφανο, μήπως τελικά ήταν σημάδι αδυναμίας; Έκανε ξανά και ξανά αυτή την ερώτηση στον εαυτό της και πάντα μία ήταν η απάντηση: ΟΧΙ. Δεν μπορούσε να αφήσει τον Κάρλος, στην πραγματικότητα δεν το είχε σκεφτεί ούτε μια στιγμή κι αυτό όχι γιατί φοβόταν, αλλά γιατί τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε δυνατά, τον ήθελε κοντά της, πλάι της, τον είχε αγαπήσει αργά και σταθερά, αλλά και πάλι απόλυτα, όπως απόλυτα είχε αγαπήσει πριν πέντε χρόνια τον Στέφανο, μ΄έναν έρωτα που όταν εκείνος είχε χαθεί, είχε θάψει όσο πιο βαθιά γινόταν στο είναι της, αλλά που τώρα είχε επιστρέψει, όχι πια σαν ευλογία, αλλά σαν κατάρα που τη στοίχειωνε.

Όταν ο Κάρλος άφησε την Κριστίν στην γκαλερί, εκείνη ζήτησε από την Κλαιρ να της δώσει μια ώρα άδεια, για να ταχτοποιήσει κάποιες δουλειές, όπως ισχυρίστηκε. Η Κλαιρ της απάντησε ότι μπορούσε να λείψει όσο ήθελε, έτσι κι αλλιώς είχε υπολογίσει ότι θα έλειπε εκείνη τη μέρα από τη δουλειά, μάλιστα είχε εκπλαγεί που δεν είχε μείνει σπίτι μια μόλις μέρα μετά την κηδεία του πατέρα της. Η Κριστίν της είπε ότι δεν μπορούσε να κάθεται στο σπίτι άπραγη, θα τρελαινόταν, κι ότι σύντομα θα επέστρεφε να συναντήσει τα ραντεβού για τον αντικαταστάτη της. Έπειτα πήρε ένα ταξί με προορισμό το νεκροταφείο.

Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και μελαγχολική, ταίριαζε απόλυτα με τη διάθεση της Κριστίν. Περπάτησε αργά μέχρι το φρεσκοσκαμμένο μνήμα του Λωράν, κρατώντας λίγα φρέσκα λουλούδια κι όταν έφτασε σ΄αυτό, γονάτισε και τα ακούμπησε στο χώμα. Ο πόνος της ξεχύθηκε δυνατός, τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Έκλαιγε για τον πατέρα της, για το απέραντο κενό που είχε αφήσει φεύγοντας έτσι ξαφνικά, για το ότι δεν είχε προλάβει να του πει αντίο, να τον αγκαλιάσει, να του πει πόσο τον αγαπούσε, πόσο τον χρειαζόταν, πόσο μόνη ένιωθε μέσα σ΄όλην αυτή την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει στη ζωή της. Ύστερα κάθισε σ΄ένα παγκάκι, με τα χέρια σταυρωμένα στα πόδια της, κι έμεινε να κοιτά το χώμα. Ο νους της ταξίδεψε μακρυά, στα παιδικά της καλοκαίρια στον πύργο, στις ατέλειωτες βόλτες που έκανε με τον πατέρα της ιππευοντας , στις κουβέντες, τα παιχνίδια τους, κι ευχήθηκε να γινόταν και πάλι το ευτυχισμένο κοριτσάκι που κούρνιαζε τα βράδια, με την αδελφή της στην αγκαλιά του μπαμπά για να ακούσουν παραμύθια. Πόσο της έλειπε το χαμόγελό του, ο μοναδικός τρόπος που είχε να σου δείχνει ότι πάντα υπάρχει μία λύση για όλα και πόσο το χρειαζόταν τώρα αυτό, τώρα που καμμιά διέξοδος δε φαινόταν στον ορίζοντα, τώρα που όλοι οι δρόμοι της φαίνονταν κλειστοί, απροσπελαστοι.

- Κριστίν...

Χαμένη στις αναμνήσεις και τη θλίψη, της φάνηκε ότι άκουσε κάποιον να λέει το όνομά της, όμως μόνο αφού το άκουσε και για δεύτερη φορά, σιγουρεύτηκε ότι δεν ήταν η φαντασία της. Γύρισε αργά το κεφάλι της και κράτησε την ανάσα της. Όρθιος δίπλα στο παγκάκι στεκόταν ο Στέφανο. Την κοιτούσε θλιμμένα αλλά τρυφερά και για πρώτη φορά από όσες είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά της, η Κριστίν ένιωσε ότι δεν είχε τη δύναμη να τρέξει. Τον κοίταξε για λίγο σιωπηλή κι ύστερα ξανακάρφωσε τα μάτια της στο χώμα. Ένιωθε τόσο κουρασμένη! Εκείνος κάθισε δίπλα της και αγκάλιασε με το βλέμμα το πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, τα χαρακτηριστικά της έδειχναν κούραση, η θλίψη της τον τύλιξε σαν ομίχλη.

- Τι θέλεις; τον ρώτησε ξερά.

- Κριστίν, λυπάμαι πολύ για τον πατέρα σου...ξέρω πόσο τον αγαπούσες.

- Σ' ευχαριστώ, δεν ήταν ανάγκη να έρθεις ως εδώ. Αλλά ξέχασα...η μοναδική σου απασχόληση το τελευταίο διάστημα είναι να με ακολουθείς όπου πηγαίνω, να εμφανίζεσαι μπροστά μου σαν φάντασμα, χωρίς να νοιάζεσαι για τις συνέπειες.

Η ειρωνεία ήταν έντονη στη φωνή της, αλλά ακόμα δεν τον κοιτούσε.

- Απορώ πώς δεν εμφανίστηκες ακόμα και στην κηδεία. Ίσως τελικά το θράσος σου να έχει και κάποια όρια, πρόσθεσε, μην περιμένοντας όμως με τίποτα την απάντηση που πήρε και που την έκανε να στραφεί προς το μέρος του έξαλλη.

- Στην πραγματικότητα...ήρθα στην κηδεία, είπε ο Στέφανο, αποφασισμένος να ξεδιαλύνει αυτό που του είχε καρφωθεί στο μυαλό από την προηγούμενη μέρα.

Η Κριστίν ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει.

- Τι εννοείς, ήρθες στην κηδεία; Για το Θεό, Στέφανο, δεν βαρέθηκες να κρύβεσαι σαν τον κλέφτη στις σκιές;

Κοιτάχτηκαν για λίγο σιωπηλοί, εκείνη με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο βλέμμα κι εκείνος νιώθοντας ότι για ακόμη μια φορά βασάνιζε τη γυναίκα που λάτρευε. Ήθελε απεγνωσμένα να την τραβήξει στην αγκαλιά του, να πάρει επιτέλους αυτό που ένιωθε ότι του ανήκε: την αγάπη της. Το βλέμμα του πλανήθηκε από τα χείλη της που έτρεμαν ελαφρά, στα μάτια της που ήταν υγρά και τον κοιτούσαν ικετευτικά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει, όμως η ανάγκη του να μάθει αυτό που τον έκαιγε τις τελευταίες 24 ώρες αποδείχτηκε πιο δυνατή.

- Χθες...όταν έφτασες στην εκκλησία με...τον άντρα σου...ήμουν ήδη μέσα στον ναό.

Οι λέξεις βγήκαν από τα χείλη του αργά και σταθερά, η φωνή του είχε ένα τρυφερό χρώμα, αλλά κι έναν απροσδιόριστο δισταγμό κι η Κριστίν το ένιωσε. Μια ανατριχίλα διαπέρασε τη σπονδυλική της στήλη. Με τα μάτια του μυαλού της, τον είδε κρυμμένο στις ιερές σκιές του ναού, να την παρακολουθεί την ώρα που εκείνη αποχαιρετούσε τον πατέρα της, στηριγμένη στο μπράτσο του Κάρλος. Με τίποτα όμως δε μπορούσε να φανταστεί ότι στα ελάχιστα λεπτά που ο Στέφανο είχε παραμείνει στο ναό, είχε μάθει το πιο κρυφό της μυστικό, αυτό το οποίο δεν γνώριζαν ακόμη ούτε οι δικοί της άνθρωποι.

- Κριστίν...δεν ξέρεις πόσο φρικτά δύσκολο είναι για μένα να σε βλέπω να υποφέρεις όλον αυτόν τον πόνο για τον πατέρα σου και να μην μπορώ...να μην έχω το δικαίωμα να είμαι κοντά σου. Για μια ακόμη φορά σου ζητω να καταλάβεις...Δεν σ΄ακολουθώ για να σε βλάψω...Σ΄ακολουθώ γιατί δεν έχω επιλογή. Από τη μέρα που σε γνώρισα, Κριστίν, είσαι η μόνη μου επιλογή. Κι αν...αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω...αν ήξερα ότι η δουλειά μου θα μας στοίχιζε τόσα πολλά...θα τα παράταγα την ίδια ώρα. Τώρα που ξέρω πώς είναι χωρίς εσένα...

Η Κριστίν πετάχτηκε απότομα από το παγκάκι, τρέμοντας από θυμό.

- Πάψε! του ούρλιαξε. Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω, μακάρι να γύριζε! Και ξέρεις γιατί; Γιατί αν γύριζε πίσω δε θα ΄ρχόμουν ποτέ στην παλιά έπαυλη να σε βρω. Δε θα σε ξανάβλεπα, δε θα θυμόμουν ξανά όσα είχα καταφέρει να ξεχάσω, δε θα έκανα έρωτα μαζί σου, δε θα...

- Δε θα γινόταν τι, Κριστίν; της πέταξε ξαφνικά, όταν την είδε να σταματά απότομα για να μην ξεστομίσει αυτό που κι ο ίδιος υποψιαζόταν. Σηκώθηκε,την άρπαξε από τους ώμους κι έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά της. Η κοπέλα ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, το ίδιο και τα πόδια της.

- Άσε με να φύγω..., ψέλλισε, όμως δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τα δικά του.

- Όχι, Κριστίν. Δε θα φύγουμε από δω αν δε μάθω αυτό που θέλω.

- Τι εννοείς; Τι θες να μάθεις; έκανε εκείνη απορημένη, ενώ ένα άσχημο προαίσθημα άρχισε να της σφίγγει την καρδιά. Εκείνος είχε πλησιάσει τόσο κοντά της, που ενιωθε την ανάσα του και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα την φιλούσε, όμως ακούγοντας την ερώτησή του, πάγωσε σύγκορμη.

- Είσαι έγκυος;

Η Κριστίν ένιωσε ότι οι λέξεις αντήχησαν στην απόλυτη σιωπή του κοιμητηρίου κι ύστερα επέστρεψαν εκκωφαντικές στ΄αυτιά της, φέρνοντάς της ανατριχίλα. Δε χρειάστηκε να απαντήσει. Το ρίγος που την διέτρεξε το ένιωσε ο Στέφανο κάτω απ΄τα δάχτυλά του, όπως την κρατούσε κι η επόμενη ερώτησή του ήρθε κι αποτελείωσε το διαλυμένο της μυαλό και μεγάλωσε τον πανικό της.

- Είναι δικό μου;

Η Κριστίν τινάχτηκε απότομα κι έκανε δυο αβέβαια βήματα προς τα πίσω.

- Είσαι τρελός, ψέλλισε και στράφηκε να φύγει, όμως πριν προλάβει ν΄ ανοίξει το βήμα της, εκείνος την πρόλαβε. Την γύρισε απότομα προς το μέρος του και την κοίταξε για πρώτη φορά οργισμένος.

- Σε ξαναρωτάω, Κριστίν! Είσαι έγκυος; Εκείνη, προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της και μη μπορώντας να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να έχει μάθει ο Στέφανο γι΄αυτήν την εγκυμοσύνη, του απάντησε στεγνά:

- 'Οχι!

Ο Στέφανο την κοίταξε διερευνητικά κι ήταν φανερό ότι δεν την είχε πιστέψει.

- Τότε τι εννοούσε ο Κάρλος όταν σου είπε στην εκκλησία να σκεφτείς το μωρό; Για ποιο μωρό μιλούσε, Κριστίν; Σε παρακαλώ, όχι άλλα ψέμματα.

Η Κριστίν ένιωσε να ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι της. Άρχισε να φωνάζει έξαλλη.

- Εσύ μιλάς για ψέμματα; Εσύ που έζησες μαζί μου έναν ολόκληρο χρόνο μες στο ψέμμα; Κι ήρθες εδώ, πάνω απ΄τον τάφο του πατέρα μου να με αποκαλέσεις ψεύτρα;

- Φώναξε όσο θες, κατηγόρησέ με όσο θες, αλλά την αλήθεια θα μου την πεις. Άκουσα τον Κάρλος να σου λέει χθες "σκέψου το μωρό". Και σε ξαναρωτάω: είσαι έγκυος;

- Ναι, λοιπόν, είμαι έγκυος! απάντησε η Κριστίν, ξαφνιάζοντας τον Στέφανο αλλά και τον εαυτό της. Επωφελήθηκε απ΄το στιγμιαίο σάστισμά του και μαζεύοντας όσο κουράγιο της είχε απομείνει, συνέχισε:

- Πού το βρίσκεις το παράξενο; Επιμένεις να ξεχνάς ότι είμαι παντρεμένη. Θα στο πω μια φορά και τελευταία και μην τολμήσεις να ξαναϋπαινιχθείς κάτι διαφορετικό. Αυτό το παιδί είναι δικό μου και του Κάρλος και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να με αμφισβητείς. Το οποιοδήποτε δικαίωμα μπορεί να είχες πάνω μου, το έχασες τη μέρα που σε έθαψα, μην το ξαναξεχάσεις ποτέ αυτό!

Λέγοντας αυτά γύρισε την πλάτη της κι άρχισε να απομακρύνεται με γρήγορο βήμα, αλλά ο Στέφανο με δυο δρασκελιές βρέθηκε μπροστά της, φράζοντάς της το δρόμο.

- Πραγματικά θέλεις να πιστέψω ότι μετά από τόσο καιρό που είσαι παντρεμένη, έμεινες έγκυος ΤΩΡΑ, το ίδιο διάστημα που...

- Που τι; Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου, δε νομίζεις; έκανε η Κριστίν, μη μπορώντας πια να κρύψει τον πανικό της κι αυτό ο Στέφανο το αντιλήφθηκε. Την έπιασε απότομα απ΄τη μέση, την τράβηξε πάνω του και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Εκείνη προσπάθησε να τον απωθήσει, όμως την κρατούσε τόσο σφιχτά που της κόπηκε η αναπνοή. Όλα έγιναν μέσα στο μυαλό της μια τεράστια θάλασσα, οι ερωτήσεις του, το ψέμμα της, το αγκάλιασμά του, το παθιασμένο φιλί του. Το κορίτσι που ήταν κάποτε ευχήθηκε μέσα της να μην άφηνε ποτέ τα χείλη της, όμως η γυναίκα που ήταν τώρα της ούρλιαζε ότι όσο αφηνόταν στα χέρια του, τόσο κατακρημνιζόταν στην άβυσσο, απ΄όπου προσπαθούσε να βγει από τη βραδυά του γάμου της Σαμπρίν. Πριν αρχίσει όμως να παλεύει, εκείνος άφησε τα χείλη της κι έμεινε να την κοιτά σα μεθυσμένος.

- Σε ικετεύω, Κριστίν...πες μου την αλήθεια. Αυτό το μωρό είναι δικό μου;

Η Κριστίν έφτασε στα όρια της λιποθυμίας. Παραπατώντας και χωρίς να πει ούτε λέξη, άρχισε να απομακρύνεται, χωρίς να τρέχει, αφού τα πόδια της έτρεμαν και παρακαλώντας μέσα της να μην την ξανασταματήσει εκείνος. Και δεν το έκανε. Ο Στέφανο έμεινε πίσω, κοιτάζοντάς την να φεύγει, ακόμη μια φορά, σίγουρος πια ότι οι υποψίες του ήταν αληθινές. Η στάση της Κριστίν του τα είχε πει όλα. Ήταν για ακόμα μια φορά έγκυος στο παιδί του!

Λένε ότι η μεγάλη απελπισία φέρνει και τις μεγάλες αποφάσεις. Όταν φτάνεις μπροστά σε τοίχο και δεν έχεις την επιλογή να γυρίσεις πίσω, τότε μένει μόνο ένα να κάνεις: να γκρεμίσεις τον τοίχο, ακόμα και με τα ίδια σου τα χέρια, ελπίζοντας ότι αυτό που θα βρεις από πίσω θα δικαιώσει τις ελπίδες σου και θα σου δώσει τη διέξοδο που αναζητάς.

Ούτε κατάλαβε η Κριστίν πώς πέρασε η υπόλοιπη μέρα. Η Κλαιρ δε μπόρεσε να μην παρατηρήσει την αναστάτωσή της, όταν εκείνη επέστρεψε στην γκαλερί, όμως βρήκε τη θλίψη στα μάτια της δικαιολογημένη, καθώς είχε περάσει μόλις μια μέρα από την κηδεία του πατέρα της. Τρία απανωτά ραντεβού με υποψήφιους αντικαταστάτες της, δεν άφησαν στην Κριστίν και πολύ χρόνο για να σκεφτεί και να συνειδητοποιήσει εκατό τοις εκατό αυτό που είχε διαδραματιστεί στο νεκροταφείο. Φεύγοντας νωρίτερα όμως από τη γκαλερί, για να περάσει λίγο από της μητέρας της, μέσα στο ταξί, το μυαλό της δε μπόρεσε παρά να γυρίσει μερικές ώρες πίσω και να σταθεί στα γεγονότα, που είχαν πάρει τώρα άλλη τροπή.

"Ο Στέφανο ξέρει για το μωρό!", σκέφτηκε και το στομάχι της δέθηκε για άλλη μια φορά κόμπο. Αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δε φαντάστηκε ποτέ ότι θα μπορούσε να συμβεί. Τα γεγονότα την προλάβαιναν κι εκείνη έστεκε μπροστά στις εξελίξεις, αμέτοχος θεατής, χωρίς να μπορεί να πάρει κανέναν έλεγχο στα χέρια της. Αισθανόταν λίγο σαν μπαλάκι του τένις, που χτυπά από τη μια ρακέτα στην άλλη κι ύστερα μια στο έδαφος, μια στο δίχτυ, ώσπου να βρεθεί εκτός γηπέδου. Οι παίχτες πάλευαν για τη νίκη κι εκείνη ήταν απλά το εργαλείο που θα οδηγούσε στο τρόπαιο; Και ποιο ήταν τελικά το τρόπαιο; Η αγάπη της; Κι εκείνη;... Θεέ μου, σκέφτηκε, πώς θα τελειώσει όλο αυτό;

Η θλίψη που είχε σκεπάσει σα μαύρο σεντόνι το πατρικό της διαμέρισμα, βάρυνε ακόμη περισσότερο την ψυχή της, έτσι όταν έφτασε ο Κάρλος για να την πάρει σπίτι, τη βρήκε κατάχλωμη και τόσο καταβεβλημένη, που σχεδόν τρόμαξε.

- Δεν αισθάνεσαι καλά; τη ρώτησε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο και βλέποντάς την να γέρνει στο κάθισμα και να κλείνει τα μάτια.

- Όχι...απλά κουράστηκα λίγο σήμερα, του απάντησε ,χωρίς ν ΄ανοίξει τα μάτια της.

- Πού είχες πάει το πρωί; Αυτήν την ερώτηση η Κριστίν δεν την περίμενε. Γύρισε και τον κοίταξε, νιώθοντας σαν παιδί που το πιάνουν στα πράσα να κάνει κάτι απαγορευμένο, κι ο τόνος της φωνής του έκανε αυτό το συναίσθημα ακομη πιο έντονο.

- Στο νεκροταφείο. Πήγα να βάλω δυο λουλούδια στον πατέρα μου και να μείνω λίγο μόνη μαζί του. Μήπως έπρεπε να σου ζητήσω την άδεια; συμπλήρωσε κι αμέσως το μετάνιωσε, γιατί αυτή η επιθετική στάση της υποδήλωνε καθαρά άμυνα, κι αυτό ο Κάρλος το αντιλήφθηκε αμέσως. Έμεινε να την κοιτά για λίγο, με τα μάτια μισόκλειστα, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει το μυαλό της. Η Κριστίν ένιωσε να πνίγεται. Μια σκέψη της πέρασε ξαφνικά απ΄το μυαλό: κι αν είχε βάλει κάποιον να παρακολουθεί τις κινήσεις της τις ώρες που δεν ήταν μαζί; Φυσικά και τον είχε ικανό. Μέχρι που έφτασαν στο σπίτι, καμιά λέξη δε βγήκε απ΄το στόμα του κι η Κριστίν είχε αρχίσει να ανησυχεί στα σοβαρά. Αν ο Κάρλος την παρακολουθούσε, τότε σίγουρα θα είχε μάθει για τη συνάντησή της με τον Στέφανο και τότε... Ο πανικός άρχισε να την καταλαμβάνει, όταν, μπαίνοντας πια στο διαμέρισμα, ο Κάρλος την άρπαξε απ΄το μπράτσο και της είπε:

- Θέλω να ξέρω το κάθε σου βήμα, νόμιζα ότι το είχαμε ξεκαθαρίσει αυτό. Ας μη μιλήσουμε περί εμπιστοσύνης, είναι περιττό νομίζω. Όμως αν νοιάζεσαι έστω και λίγο για τη ζωή του πατέρα του παιδιού σου...φρόντισε να μη σε ξαναπλησιάσει.

Η Κριστίν νόμισε ότι την χτύπησε κεραυνός. Δεν πίστευε αυτό που άκουγε! Την απειλούσε ευθέως ότι θα έκανε κακό στον Στέφανο; Της είχε πετάξει κάτι ανάλογο τις πρώτες μέρες , όταν ήταν ακόμα υπό το σοκ της αποκάλυψης όσων είχαν συμβεί, αλλά όταν κάποιος είναι εκτός εαυτού μπορεί να πει το οτιδήποτε. Τώρα όμως δεν ήταν εκτός εαυτού. Είχαν μεσολαβήσει πολλά, είχε επέλθει μια ηρεμία ανάμεσά τους, απόρρεια του χρόνου και των γεγονότων των τελευταίων ημερών και στον τόνο της φωνής του δεν υπήρχε οργή, αλλά αντίθετα η ψυχραιμία και η σιγουριά που τον χαρακτήριζαν πάντα κι αυτό την τρόμαξε πολύ περισσότερο. Δεν του απάντησε. Η φωνή δεν έβγαινε από το λαιμό της. Τράβηξε το χέρι της κι έσπευσε να κλειστεί στο μπάνιο, όπου και άφησε μια βαθιά ανάσα, που περισσότερο θύμιζε βογκητό, να βγει απ΄το στήθος της. Στηρίχτηκε στον νιπτήρα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν χλωμή, αν κι ένιωθε το πρόσωπό της να καίει και τα χέρια της έτρεμαν. Ήταν στα πρόθυρα κρίσης πανικού. Έριξε νερό στο πρόσωπό της αλλά το τρέμουλο δεν έπαυε. Κάθισε στην άκρη της μπανιέρας και πήρε δυο βαθιές ανάσες. Έπρεπε να ηρεμήσει.

"Πόσο θ΄αντέξω ακόμα;" αναρωτήθηκε. Η κατάσταση είχε πια μετατραπεί σ΄ένα διαρκές μαρτύριο. Κάθε μέρα ερχόταν κι ένα καινούριο επεισόδιο να προστεθεί στο τρελό σήριαλ που είχε γίνει πια η ζωή της. Τα αδιέξοδα μεγάλωναν, οι τοίχοι στένευαν γύρω της και σε λίγο ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα ερχόταν η μεγάλη καταστροφή. Το ένιωθε, το έβλεπε, οι εξελίξεις την ξεπερνούσαν. Ο Στέφανο ήξερε κι αυτό είχε περιπλέξει ανεπανόρθωτα τα πράγματα. Αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί...είχε συμβεί. Κι αν κάποιος της έλεγε ότι η λύση στο πρόβλημα θα ήταν εκείνη να διαλέξει με ποιον ήθελε να είναι, θα του απαντούσε ότι ούτε αυτό ήταν πια αρκετό, αφού ήδη είχε διαλέξει. Είχε διαλέξει να μείνει με τον Κάρλος, όχι επειδή φοβόταν να κάνει τη μεγάλη ανατροπή, αλλά επειδή όπως επανειλημμένα είχε πει στον εαυτό της, τον αγαπούσε. Κι όσο κι αν ο έρωτάς της για τον Στέφανο δεν είχε σβήσει ποτέ, της ήταν αδύνατο να βγάλει τον Κάρλος απ΄τη ζωή της και το γιατί δεν είχε πια σημασία. Απλά δε μπορούσε.

Τώρα όμως που είχαν γίνει και οι δυο τόσο πιεστικοί, τώρα που ένιωθε ότι της αφαιρούσαν κάθε μέρα και περισσότερο οξυγόνο, έπρεπε να βρει επειγόντως μια λύση. Κι αυτήν την λύση σίγουρα δε θα την έβρισκε εκεί. Όσο μοιραζόταν το ίδιο σπίτι με τον Κάρλος, όσο ένιωθε πάνω της το άγρυπνο βλέμμα του, που τη μία ήταν γεμάτο καχυποψία και πίκρα και την άλλη γεμάτο πόθο, όσο πλησίαζε η μέρα που θα έπρεπε να τα αφήσει όλα και να φύγει μαζί του για έναν άγνωστο προορισμό, με πυξίδα το ψέμμα κι όσο η σκιά του Στέφανο πλανιόταν πάνω από το κεφάλι της, κάνοντάς την να κοιτάζει διαρκώς πίσω της, καμμία περίπτωση δεν υπήρχε να βρει την απάντηση που θα έδινε τέλος στο μαρτύριό της.

Κι έτσι, καθισμένη εκεί, στην άκρη της μπανιέρας, πήρε την απόφαση. ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ. Μόνη, μακρυά κι απ΄τους δυο τους, ίσως έβρισκε τη λύση. ΕΠΡΕΠΕ να βρει τη λύση! Δε μπορούσε να συνεχίσει να ζει έτσι. Αναστέναξε με κάποια ανακούφιση και σηκώθηκε. Μηχανικά πήρε τη βούρτσα κι άρχισε να χτενίζεται, ενώ μέσα στο μυαλό της άρχισαν να κλωθογυρίζουν οι πρώτες λεπτομέρειες του σχεδίου της. Ήξερε πού θα πήγαινε. Έπρεπε όμως να βρει τον τρόπο να το κάνει χωρίς να υποψιαστεί ο Κάρλος, χωρίς ν'αφήσει πίσω της ίχνη.

Ξαφνικά άκουσε το κουδούνι να χτυπά και τινάχτηκε. Άφησε τη βούρτσα και βγήκε απ΄το μπάνιο. Μπαίνοντας στο σαλόνι αντίκρυσε με μεγάλη έκπληξη την αδελφή της.

- Σαμπρίν! Πώς από δω τέτοια ώρα;

Η Σαμπρίν κοίταξε μια την αδελφή της και μια τον Κάρλος και χαμογέλασε βεβιασμένα.

- Ήρθα να σας δω λίγο και...Και να μιλήσουμε.

Για μια στιγμή οι τρεις τους αντάλλαξαν βλέμματα, η Σαμπρίν αμηχανίας, η Κριστίν απορίας κι ο Κάρλος αποφασιστικότητας. Καρφώνοντας ένα βλέμμα γεμάτο νόημα στην γυναίκα του, είπε:

-Πάω να περπατήσω λίγο. Σας αφήνω να τα πείτε.

Στη συνέχεια φίλησε στο μάγουλο την Σαμπρίν και περνώντας δίπλα από τη σαστισμένη Κριστίν, στάθηκε και της ψιθύρισε:

- Ξέρει.

Έπειτα έφυγε από το σπίτι, αφήνοντας τις δυο αδελφές μόνες. Η Κριστίν σωριάστηκε στον καναπέ κι έκλεισε τα μάτια. Η Σαμπρίν κάθισε δίπλα της και την κοίταξε για λίγο σιωπηλή. Δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει την κουβέντα. Έβλεπε όμως ότι η αδελφή της ήταν φανερά εξαντλημένη.

- Πώς είσαι; τη ρώτησε τελικά. Η Κριστίν αναστέναξε και στράφηκε προς το μέρος της.

- Κομμάτια. Είμαι κομμάτια, Σαμπρίν.

- Ο Κάρλος μου είπε τη μέρα που πέθανε ο μπαμπάς ότι...είσαι έγκυος. Γιατί δε μου το είπες; έκανε με παράπονο. Η Κριστίν την κοίταξε για λίγο έκπληκτη.

- Τι άλλο σου έχει πει; ρώτησε.

- Μου είπε ότι δεν πρέπει να το μάθει κανένας άλλος, ούτε η μαμά, γιατί έχουν συμβεί διάφορα που δε μπορούσε εκείνην την ώρα να μου πει. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν να μην σου συμβεί κάτι κακό μ΄όλη αυτήν την ταραχή και την στενοχώρια και αυτός ήταν κι ο λόγος που με ενημέρωσε για την εγκυμοσύνη, για να σ΄έχω κι εγώ στο νού μου. Χθες όμως...

Η Σαμπρίν δίστασε για λίγο.

- Χθες τι;

- Μετά την κηδεία μιλήσαμε για λίγο στη βεράντα και μου είπε ότι...ξέρει για τον Στέφανο, ότι θα φύγετε κι ότι θα πρέπει να βοηθήσω να μείνει μακρυά σου. Για το Θεό, Κριστίν τι έχει συμβεί και δεν το ξέρω;!

Η Κριστίν κοίταξε την αδελφή της με μια απέραντη κούραση στο βλέμμα, μέσα της όμως ένιωθε ανακούφιση που επιτέλους μπορούσε να μιλήσει σε κάποιον για όλα αυτά που συνέβαιναν και που είχαν μετατρέψει τη ζωή της σε μια καθημερινή κόλαση.

- Είμαι έγκυος και το παιδί είναι του Στέφανο.

Όση ώρα η Κριστίν αράδιαζε τα γεγονότα με τη σειρά ακριβώς που είχαν διαδραματιστεί, μέ κάθε λεπτομέρεια, η Σαμπρίν την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό και το στομάχι να δένεται κόμπο. Έμαθε για πρώτη φορά ότι η συνάντηση στην παλιά έπαυλη είχε σφραγιστεί μ΄ένα παθιασμένο σμίξιμο κι ότι όταν η Κριστίν αποκάλυψε στον Κάρλος την εγκυμοσύνη της ανακάλυψε ότι εκείνος δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Το μυστικό αυτό του Κάρλος έφερε με τραγικό τρόπο στο φως το μυστικό της Κριστίν και η αυλαία της τραγωδίας είχε πια σηκωθεί. Εκεί όμως που η Σαμπρίν έχασε τελείως τη λαλιά της ήταν όταν η Κριστίν της περιέγραψε την αντίδραση του Κάρλος και το σχέδιο που είχε καταστρώσει, προκειμένου να κρατήσει τα δυο πράγματα που μετρούσαν περισσότερο στη ζωή του: την αξιοπρέπειά του και τη γυναίκα που είχε αγαπήσει. Η αφήγηση της Κριστίν ολοκληρώθηκε με την περιγραφή εκείνου του πρωινού, όπου ο Στέφανο την είχε ακολουθήσει στο νεκροταφείο για να της πει ότι ήξερε για την εγκυμοσύνη της.

Όταν η Κριστίν σταμάτησε να μιλάει, η Σαμπρίν, στην προσπάθειά της να χωνέψει τα όσα είχε ακούσει, σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς το μπαρ, γέμισε ένα ποτήρι ουίσκυ κι αφού ήπιε δυο γερές γουλιές, έμεινε για λίγο να κοιτάζει την αδελφή της, που πάλι είχε γείρει το κεφάλι στον καναπέ, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια κρεμασμένα, σαν μαριονέτα παρατημένη. Έπειτα άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε στο σαλόνι. Κάποια στιγμή, αφού είχε αδειάσει σχεδόν το ποτήρι, κάθισε στο τραπεζάκι του σαλονιού, μπροστά στην Κριστίν και τη ρώτησε:

- Τι θα κάνεις; Η Κριστίν άνοιξε τα μάτια της.

- Εσύ τι θα έκανες;

- Καλή ερώτηση, απάντησε σαρκαστικά η Σαμπρίν. Μόνο που πραγματικά δεν ξέρω. Θεέ μου, δεν έχω ακούσει πιο τρελή ιστορία!

- Το "τρελή" είναι πολύ επιεικής χαρακτηρισμός. Δεν μπορείς να φανταστείς τι περνάω...

Λέγοντας αυτά, ξέσπασε σε κλάματα. Η Σαμπρίν κάθισε δίπλα της και την τράβηξε στην αγκαλιά της. Όταν κάποια στιγμή ηρέμησε κάπως, δε μπόρεσε να μην ξεστομίσει την ερώτηση που βασάνιζε το μυαλό της όλη εκείνη την ώρα.

- Κριστίν...αν ο Κάρλος σου έλεγε ότι είσαι ελεύθερη να φύγεις...τι θα έκανες;

Η Κριστίν πετάχτηκε.

- Δε σκέφτηκα στιγμή να τον αφήσω! Η θέση μου είναι κοντά του. Τον αγαπώ, ψέλλισε.

- Κι ο Στέφανο; Αυτό που έγινε ανάμεσά σας; Το μωρό;

- Αν με ρωτάς αν τον αγαπώ ακόμα...ναι! Δε θα πάψω ποτέ να τον αγαπώ απ΄ό,τι φαίνεται. Ένα κομμάτι μου θα του ανήκει πάντα, απλά τόσο καιρό ήταν θαμένο μαζί του και τώρα αναστήθηκε μαζί του. Όμως...ο Κάρλος είναι άντρας μου, έχω μοιραστεί μαζί του κάτι εξίσου μοναδικό, ο έρωτάς του για μένα ήταν τόσο δυνατός, που με παρέσυρε, έχω δεθεί μαζί του, τον αγαπάω, τον θέλω κοντά μου, τον χρειάζομαι!

Η Σαμπρίν ένιωσε την απελπισία της αδελφής της να την τυλίγει.

- Και τι θα κάνεις τώρα; Θα τον ακολουθήσεις τυφλά σ΄αυτό το τρελό σχέδιο;

Η Κριστίν σκούπισε τα μάτια της κι ύστερα σηκώθηκε απ΄τον καναπέ. Έκανε δυο βήματα, στράφηκε προς την αδελφή της και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει στη βεράντα. Όταν βρέθηκαν έξω της εξήγησε ότι φοβόταν μήπως ο Κάρλος την παρακολουθούσε, τον είχε ικανό να έχει τοποθετήσει κοριούς στο σπίτι. Μετά από τις σπόντες που της είχε πετάξει, τα περίμενε πια όλα.

- Κάθε μέρα που περνάει νιώθω ότι βουλιάζω όλο και περισσότερο. Πνίγομαι κι αν δεν κάνω κάτι άμεσα, δε βλέπω να τη βγάζω καθαρή, είπε ατενίζοντας τα φώτα της πόλης.

- Και τι θα κάνεις;

- Πρέπει να φύγω, να μείνω λίγο μόνη. Όσο είμαι περικυκλωμένη από τους δυο τους και τις απαιτήσεις τους δε μπορώ να βρω λύση. Όπου και να στραφώ πέφτω πάνω σε τοίχο. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγω, κι αύριο αν γίνεται, να εξαφανιστώ, χωρίς ίχνη και θα χρειαστώ τη βοήθειά σου.

- Τι θες να κάνω;

Η Κριστίν περιέγραψε στην αδελφή της τις πρώτες σκέψεις που είχε κάνει, το σχέδιο που είχε αρχίσει να καταστρώνει στο μυαλό της και της εξήγησε τι ακριβώς θα έπρεπε να κάνει εκείνη. Η Σαμπρίν είχε αρχίσει να βάζει σε τάξη στο μυαλό της όσα άκουγε και να σκέφτεται τις πιθανές λύσεις σε όσα της ζητούσε η Κριστίν, όταν ο Κάρλος εμφανίστηκε στο σαλόνι. Δεν ήταν σε θέση να πουν πόση ώρα είχε λείψει. Εκείνος τις κοίταξε διερευνητικά να μπαίνουν απ΄τη βεράντα στο σαλόνι και κάλεσε την Σαμπρίν να καθίσει λίγο ακόμα μαζί τους. Της ανανέωσε το ποτό κι ύστερα πήρε το λόγο πρώτος.

- Τώρα που τα ξέρεις όλα, μπορώ να ελπίζω ότι θα βοηθήσεις να μείνει μακρυά αυτός ο άνθρωπος απ΄τις ζωές μας, έτσι δεν είναι; ρώτησε με τρόπο που δε χωρούσε και πολλές αντιρρήσεις.

Η Σαμπρίν τον κοίταξε αποφασιστικά.

- Εχεις καταλάβει πόσο τρελό είναι αυτό που ζητάς απ΄την Κριστίν να κάνει; Καταλαβαίνω ότι θες να την κρατήσεις κοντά σου πάση θυσία, ότι την αγαπάς, ότι έχουν ανατραπεί πολλά το τελευταίο διάστημα στη ζωή σας, όμως...το να της ζητάς να πει ψέμματα για το παιδί που κουβαλάει, να το παρουσιάσει ως ξένο, ενώ θα το έχει γεννήσει...τι να πω, αυτό ξεπερνάει τα όρια!

Ο Κάρλος αντέδρασε με θυμό και ειρωνεία.

- Η Κριστίν ξεπέρασε τα όρια, δε νομίζεις; είπε κοιτάζοντας μια τη μία και μια την άλλη. Η Κριστίν είχε βυθιστεί σε μια απάθεια, ένιωθε μια απέραντη κούραση να την έχει καταβάλει. Αντίθετα η Σαμπρίν προσπαθούσε να συγκρατήσει το θυμό της.

- Μην ξεχνάς ότι κι εσύ την εξαπάτησες, της έκρυψες κάτι πολύ σημαντικό, δε νομίζεις;

Ο Κάρλος την κοίταξε μ΄ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα. Άδειασε μονορούφι το ποτό του και είπε:

- Δεν έχει νόημα πια να αναμετρήσουμε ποιο ψέμα ήταν χειρότερο. Αυτό είναι κάτι που αφορά την Κριστίν κι εμένα. Το μόνο που σου ζητώ είναι να προστατέψεις την αδελφή σου κι όχι εμένα από την παρουσία του ανθρώπου αυτού. Έχω πάρει βέβαια τα μέτρα μου κι εγώ. Όπως καταλαβαίνεις δεν αφήνω τίποτα πια στην τύχη. Αυτός ο κύριος έκανε πολυ μεγάλο λάθος να τα βάλει μαζί μου.

Ο αλαζονικός τόνος στη φωνή του έκανε την Σαμπρίν έξαλλη, όμως συγκρατήθηκε και δεν ξεστόμισε αυτά που της ήρθαν στο στόμα, όταν με την άκρη του ματιού της είδε την Κριστίν έτοιμη να καταρρεύσει. Σηκώθηκε να φύγει. Φίλησε την αδελφή της κι ύστερα κοίταξε το γαμπρό της ψυχρά.

- Θα προστατέψω το μυστικό σας, μείνε ήσυχος. Ελπίζω μόνο να μην κάνεις το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου.

- Κάνω μόνο ό,τι θεωρώ καλύτερο σ΄αυτήν την τρελή κατάσταση που περνάμε.

Η Σαμπρίν είπε μια σκέτη καληνύχτα κι έφυγε, με το μυαλό της ένα τεράστιο κουβάρι. Μέσα στη θλίψη για το χαμό του πατέρα της και την έννοια της για τη μητέρα της είχε προστεθεί τώρα ένα ακόμα βάρος. Έπρεπε να βοηθήσει την αδελφή της να βρει το δρόμο που θα την έβγαζε απ΄αυτόν τον λαβύρινθο κι ήταν αποφασισμένη να το κάνει. Δεν τον φοβόταν τον Κάρλος, δεν την τρόμαζε το αλαζονικό του ύφος. Το μόνο που την τρόμαζε ήταν το βάραθρο στο οποίο γκρεμιζόταν η αδελφή της και το μόνο χέρι που μπορούσε να την τραβήξει, ήταν προφανώς το δικό της. Αφού είχε ανάγκη να μείνει για λίγο μόνη, θα τη βοηθούσε να το πετύχει. Θα έκανε τις απαραίτητες ενέργειες για να την απομακρύνει όσο το δυνατό γρηγορότερα από την παρουσία των δύο ανδρών που είχαν περιπλέξει τόσο τη ζωή της, που ο καθένας του διεκδικούσε κι από ένα κομμάτι της, επιτακτικά και παθιασμένα, τόσο που την έπνιγαν ίσως χωρίς να το καταλαβαίνουν. Όσο για το ποια απόφαση θα έπαιρνε τελικά η Κριστίν, αυτό δε μπορούσε να το φανταστεί, εκείνη όμως θα την στήριζε μέχρι τέλους.

'Οταν ο Κάρλος έμεινε μόνος με την Κριστίν, την κοίταξε έτσι όπως ήταν μισοξαπλωμένη στον καναπέ και την ρώτησε αν θέλει να φάει. Εκείνη έγνεψε αρνητικά, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Ένιωθε καλύτερα τώρα που η Σαμπρίν ήξερε τα πάντα και μέσα της είχε αρχίσει να ελπίζει ότι θα κατάφερνε να φέρει σε πέρας το σχέδιό της με τη βοήθεια της αδελφής της. Έκανε ένα ντους και ξάπλωσε, χωρίς να σκεπαστεί, αφού ένιωθε το κορμί της να καίει από την υπερένταση.

Ξαφνικά ήρθε στο μυαλό της ο Στέφανο κι ο τρόπος που την είχε φιλήσει το πρωί κι η σκέψη ότι ήξερε την αλήθεια, ήρθε και πάλι να την ταράξει. Ένα χτύπημα στην πόρτα, την έβγαλε απ΄τις σκέψεις της. Στράφηκε κι είδε τον Κάρλος να μπαίνει στο δωμάτιο μ΄ένα ποτήρι γάλα.

– Μην κοιμηθείς με άδειο στομάχι, είπε και της έτεινε το ποτήρι. Εκείνη ανασηκώθηκε και το πήρε, κοιτάζοντάς τον με απορία. Αυτή η στάση του, από τη μία να την προειδοποιεί ψυχρά κι απ΄την άλλη να τη φροντίζει τρυφερά, την τρέλαινε, τη γέμιζε σύγχυση. Έβλεπε καθαρά ότι δεν ήταν η μόνη που πάλευε με τους δαίμονές της. Βρισκόταν φανερά κι εκείνος στην ίδια θέση. Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι κι έμεινε να την κοιτάζει. Εκείνη ήπιε λίγο γάλα και διαπίστωσε ότι όντως το χρειαζόταν. Ξαφνικά ο Κάρλος άπλωσε το χέρι του και με το δάχτυλό του καθάρισε απ΄το πάνω χείλος της λίγο γάλα που είχε αφήσει ίχνη. Η Κριστίν ανατρίχιασε. Το άγγιγμά του την αναστάτωσε, αναστάτωσε όμως και τον ίδιο. Ο Κάρλος σε μια προσπάθεια να ελέγξει για ακόμη μια φορά τον εαυτό του, έκανε να σηκωθεί. Εντελώς αναπάντεχα όμως η Κριστίν τον άρπαξε απ΄το χέρι, νιώθοντας μέσα της μια ακατανίκητη επιθυμία να τον κρατήσει κοντά της.

- Μείνε μαζί μου απόψε..., του είπε κι ο Κάρλος ξαφνιάστηκε. Τώρα ήταν το δικό του μυαλό που είχε γίνει μια τεράστια θάλασσα. Ένιωσε ότι έμπαινε και πάλι σε επικίνδυνα μονοπάτια, όμως του φαινόταν αδύνατο να αντισταθεί. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να συγκρατήσει την κατάσταση.

- Κριστίν...δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα. Εκτός αν δε νιώθεις καλά.

Εκείνη τον κοίταξε σχεδόν ικετευτικά. Στο μυαλό της κυριαρχούσε η σκέψη ότι ίσως να ήταν η τελευταία νύχτα που θα περνούσαν μαζί, έστω για ένα διάστημα, αφού δεν ήξερε να πει σε ποια απόφαση θα κατέληγε όταν θα έφευγε μακρυά του, ούτε πόσο θα έλειπε. Ο Κάρλος δεν είπε άλλη κουβέντα. Το βλέμμα της τον μούδιασε. Έβγαλε το πουκάμισό του και ξάπλωσε δίπλα της. Εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά του, έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του κι άφησε το άρωμά του να την τυλίξει. Της έλειπε η αγκαλιά του, της έλειπε όλο αυτό που μοιράζονταν τα τελευταία χρόνια. Πώς είχε γίνει έτσι η ζωή τους; σκέφτηκε κι ο πόνος, η νοσταλγία την έπνιξαν ακόμα μια φορά. Ένας λυγμός ανέβηκε απ΄το στήθος της. Ο Κάρλος δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ή μάλλον δε μπορούσε πια να σκεφτεί. Κοντά της έχανε τον έλεγχο, δεν σκεφτόταν πια, βυθιζόταν κι αυτός στη νοσταλγία του έρωτα που είχαν μοιραστεί, το μόνο που ένιωθε ήταν μια βασανιστική επιθυμία να της κάνει έρωτα, να βρεθεί μέσα της και να μείνει εκεί για όσο θα συνέχιζε να αναπνέει. Την είχε αγαπήσει απόλυτα, ολοκληρωτικά, όσο δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να αγαπήσει μια γυναίκα κι αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Ο έρωτάς του δοκιμαστηκε με τον χειρότερο τρόπο, με μια προδοσία, η ζωή του γέμισε σκιές, όμως ούτε αυτό είχε σταθεί ικανό να τον κάνει να τη μισήσει, να αποτινάξει από πάνω του αυτό το πάθος που τον έκανε τραγικά αδύναμο κάθε φορά που την άγγιζε.

Την έσφιξε πάνω του κι ένιωσε το λαιμό του να στεγνώνει. Έκλεισε τα μάτια. Το ένα του χέρι μπλέχτηκε στα μαλλιά της, ενώ το άλλο αργά, διστακτικά αλλά πεινασμένα, πέρασε κάτω απ΄τη νυχτικιά της και άγγιξε το γοφό της, ύστερα τη μέση της, ώσπου σύρθηκε ως το στήθος της. Αναστέναξε βαθιά και αφέθηκε. Αναζήτησε τα χείλη της κι όταν τα βρήκε εκείνη δέχτηκε το φιλί του με λαχτάρα. "Σ'αγαπώ", του ψιθύρισε μ΄ένα λυγμό, που τον έκανε ν΄ανοίξει τα μάτια και να την κοιτάξει. Στο βλέμμα της διάβασε την αλήθεια πίσω απ΄τις λέξεις που μόλις είχε ακούσει, είδε όμως και κάτι που έκανε την καρδιά του να σφιχτεί. Τον κοιτούσε με μια απελπισία που δεν είχε ξαναδεί όλο αυτό το διάστημα κι η ανησυχία τον τύλιξε. Πριν προλάβει όμως να το σκεφτεί περισσότερο, η επόμενη φράση της ήρθε να αποτελειώσει το ήδη ταραγμένο μυαλό και κορμί του.

- Κάνε μου έρωτα...

Τόσες φορές του είχε πει αυτή τη φράση στο παρελθόν κι άλλες τόσες είχε ανταποκριθεί, χωρίς δεύτερη σκέψη, με απέραντη λατρεία και πάθος. Καμμιά φορά όμως δεν είχε ακούσει τόση ικεσία και συνάμα τόση απελπισία στη φωνή της. Το στομάχι του έγινε κόμπος. Ένα κακό προαίσθημα τον τύλιξε σαν ιστός αράχνης. Πιο μπερδεμένος από ποτέ, αλλά και ταυτόχρονα νιώθοντας ότι την ήθελε όσο ποτέ, προσπάθησε να βρει την πόρτα της λογικής και να την ανοίξει, καθώς οι τοίχοι του πάθους του στένευαν επικίνδυνα γύρω του. Μην μπορώντας ωστόσο να πάρει τα χέρια του από πάνω της, ψέλλισε:

- Κι αν είναι επικίνδυνο; Είπες ότι ο γιατρός...

Εκείνη τον διέκοψε με ένα ακόμα φιλί. Αυτό ήταν. Η πόρτα που έψαχνε δεν άνοιξε. Το δωμάτιο έγινε πιο μικρό από ποτέ, περιορίστηκε σ΄εκείνο το κρεβάτι, όλος ο κόσμος έγινε και πάλι το κορμί της, όσα τον είχαν κρατήσει τόσο καιρό μακρυά της, όλα τα λόγια που είχαν ανταλλάξει και που τους είχαν πονέσει, όλες οι βασανιστικές νύχτες που είχε περάσει μακρυά της, όλα τα σχέδια που είχε επεξεργαστεί στο μυαλό του, όλη η οργή, ο πόνος, η απελπισία, όλα σβήστηκαν μεμιάς. Της έβγαλε τη νυχτικιά και άγγιξε το κορμί της, όπως την πρώτη φορά που το κράτησε γυμνό στα χέρια του. Τα χείλη του έβαλαν φωτιά σε κάθε πόρο της, αφέθηκε στα χέρια του για μια ακόμη φορά, με τον πόνο και τον πόθο να βαδίζουν δίπλα δίπλα κι όταν εκείνος βρέθηκε στο πιο μυστικό σημείο του είναι της, εκείνη έγινε χίλια κομμάτια, τον έσφιξε πάνω της και τον κράτησε εκεί τρυφερά όσο περισσότερο μπόρεσε, νιώθοντας και πάλι μετά από πολύ καιρό η ευτυχισμένη γυναίκα που είχε υπάρξει κοντά του. Της έκανε έρωτα αργά και τρυφερά, χωρίς να σκέφτεται τίποτα, ένιωσε και πάλι ότι του ανήκε, ότι ήταν το κέντρο του κόσμου του, όπως ήταν πριν αυτός διαλυθεί. Ένα βογκητό βγήκε απ΄τα βάθη της ψυχής του, έσμιξε με το δικό της κι έγειρε πάνω στο στήθος της, κλείνοντας τα μάτια. Έτσι σφιχταγγαλιασμένους τους πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος βαθύς, λυτρωτικός, που θύμιζε έναν μικρό θάνατο.

Continue Reading

You'll Also Like

26.8K 4.1K 25
"Ειλικρινά τι υπέροχο έχω δεσποινίς Ντέιζι? Πάντα καταλήγετε να ξεστομίζετε ανοησίες!"
1.3M 113K 81
Η Εύα Johnson, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια απλή, λογική, και συναισθηματική 17χρονη μέχρι να μπλέξει με τους Crimes, τη μεγαλύτερη τρομοκρατική...
122K 10.9K 56
Ο Ομερ Σρόιντερερ είναι ένας από τους πιο γνωστούς , ωραίους και πλούσιους αγάδες της Τουρκίας. Όμως διαφέρει αρκετά γιατί θα μπορούσε να έχει όποια...
69.2K 3.1K 58
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?