Το Χρώμα του Καπνού

By RainbowManiacF

46.8K 6.6K 4.9K

«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνού... More

Π ρ ό λ ο γ ο ς
Κεφάλαιο 1o|| Σον
Κεφάλαιο 2ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 3o|| Σον
Κεφάλαιο 4o|| Χόουπ
Κεφάλαιο 5ο|| Σον
Κεφάλαιο 6ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 7ο|| Σον
Κεφάλαιο 8ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 9|| Σον
Κεφάλαιο 10|| Χόουπ
Κεφάλαιο 11 {Α}
Κεφάλαιο 11 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 12|| Χόουπ
Κεφάλαιο 13|| Σον
Κεφάλαιο 14|| Χόουπ
Κεφάλαιο 15|| Σον
Κεφάλαιο 16|| Χόουπ
Κεφάλαιο 17|| Σον
Κεφάλαιο 18|| Χόουπ
Κεφάλαιο 19|| Σον
Κεφάλαιο 20|| Χόουπ
Κεφάλαιο 21|| Σον
Ανακοίνωση || Ευχαριστίες
Κεφάλαιο 22|| Χόουπ
Κεφάλαιο 23 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 23 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 24|| Χόουπ
Κεφάλαιο 25|| Σον
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27|| Χόουπ
Κεφάλαιο 28 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 28 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 29|| Χόουπ
Κεφάλαιο 30 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 30 {Β}
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32 {A}|| Σον
Κεφάλαιο 32 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 33|| Χόουπ
Ευχαριστίες
Ε π ί λ ο γ ο ς
Επιστροφή (Σον)
Ανακοίνωση

Κεφάλαιο 34|| Σον

714 106 94
By RainbowManiacF

I am lost into darkness.
There is no escape.
But, I still love you silently.

[...]

Κοιμόμουν εκείνη την ημέρα, νομίζω. Μάλλον, όχι. Ο Μάουρο έλεγε πως στη φυλακή ποτέ δεν κοιμάσαι κι αν κοιμάσαι σημαίνει πως έχεις πεθάνει και απλά δεν το έχεις πάρει, ακόμη, χαμπάρι. Ίσως, να ήμουν νεκρός. Αλλά, το πιθανότερο και συνηθέστερο σενάριο ήταν πως απλά είχα τα μάτια μου κλειστά, επιτρέποντας στον εαυτό μου να βρει ενός λεπτού ξεκούραση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.

Η φυλακή φάνταζε, πάντα, στο μυαλό μου κάτι απελπιστικά πρωτόγνωρο. Και όντως ήταν. Το χειρότερο της, όμως; Έχανες τον ύπνο σου, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Μετά και με το πέρασμα του καιρού συνήθιζες.

Ποτέ μου δεν πίστευα πως ένας αθώος πρέπει να φοβάται όταν του επιρρίπτουν άδικες ποινές. Γιατί, στο τέλος, λάμπει πάντα το φως της δικαιοσύνης. Στη δική μου περίπτωση η λύτρωση άργησε να αναδυθεί από τα βάθη του ωκεανού της αδικίας, μέσα στα οποία είχε χαθεί.

Μπήκα στο στενό κελί μου, μια ημέρα του Ιούλη. Ύστερα από δυο δίκες άκαρπες, με εμένα και δυο τρεις άλλους ανθρώπους να υποστηρίζουν την αθωότητα μου με στοιχεία, που έμμεσα θα μπορούσαν να με σώσουν, το δικαστήριο αποφάνθηκε πως όλες οι κατηγορίες ήταν αδιαμφισβήτητα εναντίων μου. Πως; Ούτε εγώ γνωρίζω. Όσες φορές και αν σημείωσε η Χόουπ, η μητέρα μου και η Αμάντα, εκείνη η κοπέλα που με αναγνώρισε στο πάρτι ανάμεσα στο πλήθος, ότι την ώρα του τραγικού φονικού - κλοπής ήμουν μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές μου, στη ταράτσα του ξενοδοχείου με τους σαράνταδύο ορόφους, να διασκεδάζω, το αποτέλεσμα ήταν πάλι, ακριβώς, παρόμοιο. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι το όνομα μου δεν ήταν καν γραμμένο σε εκείνη την περιβόητη λίστα. Επίσης, η αφέλεια μου να αγγίξω το όπλο με γυμνά χέρια ενώ ο Ντάρεν φορούσε γάντια έδωσε τη χαρακτηριστική βολή σε κάθε ελπίδα για τη σωτηρία μου. Και έπειτα, είχα επιπλέον εις βάρος μου τις ατελείωτες θεωρίες του δικαστή, πως η κυρία Τζόουνς ήταν το τέλειο θύμα για εμένα, έμενε απέναντι μου, την παρακολουθούσα μέχρι να βρω την κατάλληλη στιγμή, είχα κερδίσει την εύνοιά της και μπορούσα να μπω εύκολα στο σπίτι της και άλλα πολλά, που μόνο στη θύμηση με κάνουν να θέλω να ουρλιάξω. Όπως και να είχε, τελικά, όλα οδήγησαν σε εκείνο το ένα, επώδυνο επακόλουθο.

Εγώ, στη φυλακή για τριάνταπέντε χρόνια με τη κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και την επιχείρηση κλοπής αντικειμένων μεγάλης αξίας.

Πράγμα γελοίο άμα σκεφτεί κανείς πως πλήρωσα τα σπασμένα τελευταία στιγμή.

Αν δεν σήκωνα το τηλέφωνο, αν δεν ήμουν τόσο γαμημένα ευαίσθητος, αν δεν έπαιρνα τα πόδια μου να πάω να τον βρω, αν η Χόουπ δεν με ακολουθούσε και μετά από χιλιάδες 'αν', ίσως κάτι να είχε γίνει διαφορετικά. Ίσως να ήμουν ελεύθερος και στη θέση μου βρισκόταν κάποιος άλλος, ο αληθινός υπαίτιος. Ίσως και να ήμουν νεκρός. Πάντως, το σίγουρο ήταν πως, τώρα, στα μάτια των περισσότερων ήμουν ένας εγκληματίας που βρήκε τη θέση του πίσω από τα κάγκελα ενός κελιού.

Άνοιξα τα μάτια μου. Οι σκέψεις ήταν πολλές και αφόρητες. Με βασάνιζαν κάθε μέρα, σαν μια ανατριχιαστική μελωδία η οποία δεν έπαυε ποτέ να ηχεί στα αυτιά μου. Κοίταξα το κρεβάτι δυο βήματα δίπλα από το δικό μου. Ο Μαουρίτσιο, Μάουρο για τους φίλους, διάβαζε μια ποιητική συλλογή, της οποίας το όνομα του συγγραφέα που την έγραψε ακόμη δεν θυμάμαι.

Ήταν πραγματικά καταπληκτικό και αξιοθαύμαστο το γεγονός πως στη φυλακή μπορούσες να μάθεις πράγματα που ποτέ δεν σου δίδαξαν στο σχολείο. Βέβαια, έπρεπε να είχες την τύχη να γνωρίσεις του σωστούς ανθρώπους, εκεί μέσα. Και σε αυτό το σημείο κολλούσε ο μετανιωμένος Μάουρο.

Ήταν ένας ονειροπόλος Ιταλός -σε αυτό ταιριάζαμε- που είχε αγαπήσει δίχως αναστολές. Είχε μελί μάτια, μέσα στα οποία χόρευαν κίτρινες σπίθες, μακριά, καστανά μαλλιά, αφού στη φυλακή δεν μας άφηναν να κουρευτούμε και όταν αυτό γινόταν ήταν συνήθως σε σημαντικές γιορτές, και, γενικότερα, όλες οι εκφράσεις του διακατέχονταν πάντα από γαλήνη και πραότητα. Ζούσε στην Νέα Υόρκη από μικρό παιδί και σπούδαζε για να γίνει φαρμακοποιός ώστε να αναλάβει την επιχείρηση των γονιών του. Δεν γνώρισε ποτέ από κοντά τη γενέτηρά του, τις ρίζες του ή όπως έλεγε ο ίδιος δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ανακαλύψει την Ιταλία που κυλούσε μέσα στις φλέβες του. Οι καλοκαιρινές, οικογενειακές διακοπές στη Ρώμη δεν του ήταν ποτέ αρκετές. Στην πραγματικότητα, ο Μάουρο, ως μοναχοπαίδι, δεχόταν υπερβολική πίεση. Και εξάλλου, ο ίδιος ποτέ του δεν θέλησε να ακολουθήσει την καριέρα των Ιταλών γονιών του. Ήταν ερωτευμένος με τη ποίηση και τη λογοτεχνία. Ζούσε μέσα από λέξεις γεμάτες συναίσθημα, ένταση και πάθος, τόσο πολύ που έγινε ένα με αυτές.

Όταν έκλεισε τα εικοσιτέσσερα αποφάσισε να φύγει στην Ιταλία, να την ανακαλύψει μόνος του, αφήνοντας πίσω τις απαιτήσεις δύο άκρως πιεστικών ανθρώπων. Πήγε στη Νάπολη, παρακολούθησε μαθήματα Λογοτεχνίας τόσο στα Ιταλικά όσο και στα Αγγλικά. Μύρισε, γεύτηκε, ερωτεύτηκε τους ανθρώπους της Μεσογείου. Ανακάλυψε το σκοπό της ζωής του στα λιμάνια, στη θάλασσα, στην ιταλική γη. Έπειτα, έγινε αυτό που λάτρευε... ένας ποιητής. Αφουγκράστηκε στο έπακρο τους χτύπους της χώρας η οποία έρεε στο αίμα του μέχρι που εκείνη δεν είχε τίποτα άλλο να του προσφέρει και πήρε την απόφαση να γυρίσει στην Αμερική.

Εκεί τη ζωή συνιστούσαν η ταχύτητα, η βιασύνη, η τρέλα των μεγάλων, πολυάσχολων δρόμων, άνθρωποι που όλο τρέχουν, ξεχνώντας τον περίγυρο τους. Ο Μάουρο ένιωσε έξω από τα νερά του. Ύστερα από δύο χρόνια μακριά από αυτούς τους ρυθμούς, η υπενθύμιση τους αποτελούσε ένα επώδυνο γεγονός. Γι'αυτό, στράφηκε ξανά στη ποίηση.

Παράλληλα, όσο κι αν δεν ήθελε, μετά από την εμμονή του με την Ιταλία, παρέδωσε τα όπλα και ανάλαβε το φαρμακείο της οικογένειας του. Ήταν λαμπρός στη δουλειά του, ευγενικός και καλός. Μα, είχε άλλα όνειρα για τον εαυτό του. Κάπως έτσι, και ενώ τα χρόνια άφηναν τα σημάδια της φθοράς πάνω στο ανθρώπινο σώμα του σιγά σιγά, ο Μάουρο ερωτεύτηκε την ομορφότερη πελάτισσα του. Η Εύα ήταν νεότερη του κατά πέντε χρόνια, όμως αυτό δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση εμπόδιο στο να οδηγηθούν και οι δύο σε αμοιβαίο έρωτα. Χαρισματική, έξυπνη, δημιουργική και ταλαντούχα μουσικός, δημιουργούσε για εκείνον το απόλυτο πρότυπο της γυναίκα της φαντασίας του. Μόλις στην ηλικία των τριανταένα και ο Μάουρο, αθεράπευτα ρομαντικός άνδρας, την ζητούσε σε γάμο, φυσικά μετά από τρία χρόνια σχέσης. Όλα κυλούσαν όμορφα. Όσο όμορφα γινόταν. Οι προετοιμασίες για τον γάμο, τα διαδικαστικά, η αγορά του κατάλληλου σπιτιού, τα πάντα είχαν δρομολογηθεί σωστά. Εκτός από έναν απρόοπτο και αστάθμητο παράγοντα, ο οποίος μπορεί να αλλάξει καθετί ανά πάσα στιγμή... τα συναισθήματα.

Το ζευγάρι, συγκεκριμένα η νεαρή, σαγηνευτική νύφη, ζούσε μέσα σε ένα τεταμένο κλίμα αρκετό καιρό, πριν καλά τους αρραβώνες. Η ψυχολογική πίεση της κατάστασης και η αφόρητη αγάπη του Μάουρο, οδήγησαν την Εύα προς τον δρόμο της τρέλας. Μια εβδομάδα πριν από το γάμο και εκείνη τα τίναζε όλα στον αέρα. Φώναζε πως δεν γίνεται να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της δίπλα σε έναν άνδρα τόσο ευαίσθητο αλλά, συγχρόνως, τόσο αυταρχικό. Του δήλωσε τον χωρισμό τους και την λήξη κάθε ετοιμασίας του τελετουργικού. Εκείνος θόλωσε, την λάτρευε, ήταν παλαβός για τα μάτια της, ερωτευμένος στο μέγιστο μαζί της. Άρπαξε το κουζινομάχαιρο και πριν καλά το καταλάβει την είχε σκοτώσει... από υπερβολική αγάπη. Γιατί, αν δεν μπορούσε να ήταν δικιά του δεν θα ήταν και κανενός άλλου.

Εντωμεταξύ, ενόσω μου αφηγούταν την ιστορία της ζωής του, το πως κατέληξε να μοιράζεται ένα κελί με εμένα, εγώ τον κοίταζα αποσβολωμένος, χαμένος στα δίχτυα της διήγησης του. Στο σημείο του φονικού ανατρίχιασα καθώς ο Μάουρο άφησε μερικά πικρά δάκρυα να εμφανισθούν. Μου είπε πως άξιζε να βρίσκεται μέσα στη φυλακή. Είχε κλάψει πολύ και μετανοιώσει. Και στο τέλος, αποφάνθηκε και μου εκμυστηρεύτηκε ποιο ήταν το λάθος του. Η σκέψη πως μετά από εκείνον η Εύα θα προχωρούσε, θα έβρισκε άλλον άνδρα και θα έκαναν πολλά παιδιά, τον τρόμαζε. Του έτρωγε τα σωθικά να φαντάζεται τη γυναίκα της καρδιάς του να συνεχίζει τη ζωή της. Έτσι, έδωσε τέλος στην ύπαρξη της και ένιωσε ο πιο απαίσιος άνθρωπος στον κόσμο. Επειδή, σύμφωνα με το σκεπτικό του, μόνο ο Θεός έχει το δικαίωμα να παίρνει στο πλάι του τους ανθρώπους. Κάπου εκεί, στα (ίσως) σοφά λόγια του, βρήκα ένα κομμάτι του εαυτού μου, της δικιάς μου ιστορίας.

Δεν θα μπορούσα να απαιτήσω από την Χόουπ να με περιμένει τριάνταπέντε ολόκληρα χρόνια. Ήταν απόλυτα εγωιστικό, τόσο εγωκεντρικό και σίγουρα φύση αδύνατον. Έπρεπε να αποκρυσταλλώσω στον νου μου την ιδέα πως όχι μόνο ο έρωτας της καρδιάς μου θα βάδιζε το μέλλον του χωρίς εμένα στο μυαλό του αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν, οι καθηγητές μου και οι συμμαθητές μου, όσοι με γνώριζαν, όλοι τους θα προχωρούσαν. Και η σκέψη γεννούσε μέσα μου το συναίσθημα της παγερής μοναξιάς, την οποία για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν φοβόμουν όσο κάποτε. Λες κι ο φυλακισμένος μου εαυτός είχε μετατραπεί σ'ένα αναίσθητο από τις κακουχίες πλάσμα. Στο τέλος, μπορεί να είχα γίνει στα αλήθεια μια άδεια, κενή οντότητα αυτού του κόσμου.

Που πήγαν τα όνειρα σου, παράνομε καρπέ αγάπης του Ήλιου και του Φεγγαριού;

«Εδώ!» ο Μάουρο δήλωσε με μια δυνατή φωνή που με έβγαλε από τις χαώδης σκέψεις μου,«Μου αρέσει το ποίημα, αλλά εδώ θέλει κάτι άλλο, μια άλλη λέξη... πως να σου πω λίγο πιο αέρινη

Μου έδειξε από μακριά το πρόσφατο ποίημα που του έδωσα να κοιτάξει. Φαινόταν σκεπτικός, παρατηρώντας καλά το χαρτί. Το αριστερό χέρι του άρχισε να ιδρώνει ενόσω κρατούσε με όλη του τη δύναμη ένα μολύβι... ευδιάκριτο σημάδι πως σκεφτόταν σοβαρά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να φέρνει σβούρες μέσα στο χώρο. Όχι, ότι μέναμε σε κάποιο δωμάτιο-βίλα για να πει κανείς πως διένυε μεγάλες, τακτές αποστάσεις. Το κελί μας ίσα ίσα που χωρούσε εμάς τους δύο, δυο μικροσκοπικά κρεβάτια και έναν μικρό νιπτήρα.

«Ποια λέξη σε χαλάει;» τον ρώτησα ξερά με το βλέμμα μου καρφωμένο στο σκούρο γκρι ταβάνι.

Εκείνη την ημέρα δεν είχα την παραμικρή διάθεση να σηκωθώ από το απερίγραπτα άθλιο κρεβάτι μου. Νόμιζα πως η μέση μου θα σκεβρώσει από το φθηνής ποιότητας στρώμα. Εξάλλου, δεν είχαν μείνει και πολλά κομμάτια του παλιού, προ φυλακής, Σον ανέπαφα. Συνεπώς, μια καμπούρα θα ολοκλήρωνε το σύνολο, σκέφτηκα. Βέβαια, υπέθεσα πως όταν εκτελούσα την ποινή μου και έβγαινα από αυτή τη τρύπα, τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια αργότερα, αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα με απασχολούσε αφού θα είχα χάσει τα πιο ωραία μου χρόνια, όλες τις ηλικίες της νεότητας, κλαίγοντας τη μοίρα μου σε ένα τόσο δα, αποπνικτικό κελί.

«Νομίζω,» έξυσε το πηγούνι του νευρικά, «Πρέπει να το δεις από την αρχή! Τώρα που το ξαναβλέπω, ως ποιητής, Σον, οφείλεις να κάνεις ξεκάθαρο το νόημα σου, έστω και έμμεσα. Προσωπικά, χάνομαι, αν και είναι ωραίο. Ναι, ναι πρέπει να διατυπώσεις ξανά τις σκέψεις σου με διαύγεια!»

«Μάουρο, δεν είμαι ποιητής!» του υπενθύμισα και του έριξα μια αγριεμένη, κλεφτή ματιά περίπου ενός λεπτού.

Ξεφύσησε, εκνευρισμένος μαζί μου ως συνήθως και ξεκίνησε το αγαπημένο του κήρυγμα, το οποίο άκουγα επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

«Άκου, αθώο μου παιδί. Η ποίηση γεννιέται με τους ανθρώπους. Εντοπίζεται ως ένα έμφυτο ταλέντο που λίγοι ανακαλύπτουν στην πορεία της ζωής τους. Εσύ, είσαι ένας από αυτούς. Δεν το παρατηρείς από μόνος σου; Σον, είσαι ρομαντικός και ευαίσθητος. Γράφεις για να ξεφύγεις και αυτά που αποτυπώνεις σε λευκές κόλλες χαρτιού αποτελούν τον πιο γλυκό, ακόμη άγουρο, καρπό της ποίησης, η οποία αναβλύζει από μέσα σου!»

Και πάντα καταλήγαμε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Ο ένας να επεξεργάζεται τις εκφράσεις του άλλου μέχρι ο Μαουρίτσιο να λυγίσει πρώτος και να πέσει, απογοητευμένος με την αρνητική μου στάση στο κρεβάτι του.

Η ώρα στη φυλακή φάνταζε ατελείωτη. Γι'αυτό έγραφα. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ''συγκάτοικο" μου, όχι απλά έγραφα ό,τι τύχει, αλλά ακτινοβολούσα ποίηση. Ανοησίες. Όμως, όσο κι αν μου φαινόταν αστείο, στο τέλος, πίστεψα τα λόγια του δίχως αμφιβολίες. Επειδή, όλοι έχουμε ανάγκη να κρατιόμαστε από κάτι σταθερό, να έχουμε πίστη.

Όλα άρχισαν μόλις πέρασαν οι τρεις, πρώτοι μήνες. Δεν έκλαιγα ή, καλύτερα, δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κλάψει. Απλά, η προσαρμογή, όχι τόσο ως προς τη παρουσία μου μέσα στη φυλακή, αλλά ως προς τον ψυχολογικό τομέα αποδείχθηκε υπερβολικά δύσκολη και επίπονη. Αισθανόμουν το κορμί μου να κυριεύει ένα είδος ψυχικού θανάτου. Αργά και σταθερά όλα τα κέντρα του εγκεφάλου, τα οποία ευθύνονταν για τα ποικίλα συναισθήματα, αδρανούσαν, μ'έναν ταχύτατο ρυθμό που έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Και εκείνες τις ώρες, ήθελα να ξεχάσω ποιος είμαι, να χαθώ και να αφανιστώ. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό; Να σε διαγράψουν από τη μνήμη τους και όλοι αυτοί που κάποτε σε αγάπησαν. Τότε θα ήμουν, στα αλήθεια, ένας ζωντανός-νεκρός του οποίου οι επιθυμίες περί εξαφάνισης θα πραγματοποιούνταν. Και αυτό προσπάθησα να κάνω.

Θυμάμαι τον φύλακα που μου έλεγε κάθε μέρα, τον πρώτο χρόνο, πως μια νεαρή κοπέλα με όνομα και επίθετο Χόουπ Τόμας, ερχόταν για να με επισκεφτεί. Όσο κι αν ήθελα να αντικρίσω το πρόσωπο της, τα μάτια της μέσα στα οποία καθρεφτίζονταν οι αμέτρητες, ζεστές αχτίδες του ήλιου κάθε πρωί, να ακούσω τη φωνή της, να με εμψυχώσει με λόγια ελπιδοφόρα, αρνιόμουν να τη δω. Ήξερα πως την πονούσα πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο. Κι εγώ ψυχορραγούσα. Ένα βράδυ, με την θύμηση της να χορεύει στο μυαλό μου, επέτρεψα στον εαυτό μου να κλάψει. Επειδή, οι άνδρες κλαίνε. Τα δάκρυα ήταν αλμυρά ενώ η καρδία βροντοχτυπούσε μέσα στο στέρνο μου υπό την επήρεια μιας νέας φρενίτιδας. Ο Μάουρο, είπε πως, μάλιστα, είχα αργήσει να λυγίσω. Έπειτα, πρόσθεσε ότι ο πόνος τώρα θα απαλύνει πιο εύκολα, θα γίνει πιο γλυκός αλλά δεν θα με άφηνε, θα παρέμενε εκεί, να μου θυμίζει τη μαύρη μου ζωή. Πράγματι, ο πόνος δεν έφυγε ποτέ. Έγινε ένα τρομακτικό και απαιτητικό τέρας. Μεγάλωνε αργά και σταθερά. Ειδικά όταν η Χόουπ έπαψε να με επισκέπτεται. Ακόμη κι αν δεν την έβλεπα, η σκέψη πως ήταν εκεί έξω να με περιμένει, παρηγορούσε τα πονεμένα μου κομμάτια. Η μέρα που ο φύλακας δεν πρόφερε ξανά το όνομα της, η μέρα που δεν άκουσα να με ζητάει πια ήταν η πιο επίπονη του τελευταίου χρόνου.

Ο μόνος άνθρωπος που συνέχισε και επέτρεψα κι εγώ ο ίδιος να με βλέπει... ήταν η μητέρα μου. Όχι, πως ήθελε και κανείς άλλος να αντικρίσει το πρόσωπο μου. Ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα καθώς το σπίτι μας απείχε δυο ώρες από τη φυλακή. Ήμουν σίγουρος πως αν μέναμε λίγο πιο κοντά θα ήταν εδώ συνέχεια. Επί τέσσερα χρόνια άκουγα συνεχώς τα ίδια. Τις περισσότερες φορές έφθανε με κόκκινα από το κλάμα μάτια. Μου έλεγε για τον πατέρα μου, ο οποίος, επιτέλους, βρήκε την ονειρεμένη του δουλειά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του. Εργαζόταν στο σχολείο της γειτονιάς μας ως καθηγητής μουσικής, με το πιάνο να αποτελεί ακόμη την αγαπημένη του ασχολία. Εκείνη πέρναγε την ώρα της με δουλειές του σπιτιού. Ρώταγε την μικρή κόρη των Τόμας για την Χόουπ, ύστερα από δική μου μανιακή επιθυμία και εμμονή. Η Ίσλα της έλεγε τα πάντα, αφού οι γονείς της φρόντιζαν να μην έχουν καμία επαφή με τους δικούς μου. Έψαχναν επί δύο χρόνια καινούριο σπίτι για να μετακομίσουν. Αλλά, η Χόουπ τους ξεκαθάρισε πως αν τολμήσουν να μείνουν σε άλλη περιοχή, καλό θα ήταν να την ξεγράψουν από παιδί τους. Φαίνεται πως η απειλή της έπιασε τόπο, οι Τόμας δεν έφυγαν ποτέ από το σπίτι τους. Όσο για την Χόουπ, σπούδαζε Φιλολογία. Έκανε πραγματικότητα το όνειρο της στη Νέα Υόρκη. Ήταν υγιής. Είχε γίνει πολύ ήσυχη, μουντή, σκυθρωπή. Έκανε μαθήματα χορού κάθε απόγευμα σε μια σχολή κοντά στο κέντρο. Συζούσε με μια Γαλλίδα φοιτήτρια, που την έκανε να γελάει πολύ και έφτιαχνε την μέρα της προς το καλύτερο. Αυτά, τουλάχιστον κατάφερε να μάθει η μητέρα μου.

Και η κυρία Τζόουνς; Θάφτηκε με πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα στο κοιμητήριο της γειτονιάς μας. Οι γονείς μου δεν παραβρέθηκαν στην κηδεία. Μόνο ο πατέρας μου παρακολούθησε το μυστήριο από μακριά.

Σωστά, οι γονείς του δολοφόνου της να πάνε να δουν την τελευταία κατοικία της; Ειρωνικό έτσι;

Δεν την είχα σκοτώσει εγώ.

Το σπίτι της πούλησαν τα παιδιά της όσο πιο γρήγορα γινόταν. Οι νέοι γείτονες είχαν συμφιλιωθεί με τη σκέψη πως σ'εκείνο το κομμάτι γης ένας αληθινός εγκληματίας, ο οποίος διέφυγε, σκότωσε βίαια μια γυναίκα και δυο ερωτευμένοι χωρίστηκαν, χωρίς τη θέληση τους. Ένα ζευγάρι νεόνυμφων ανακαίνιζε τώρα την αιματοβαμμένη κατοικία. Την μετέτρεπε σ'ένα ζεστό σπίτι για την οικογένεια που θα δημιουργούσαν. Σε λίγο καιρό παιδιά θα έπαιζαν μέσα σε έναν μαγικό κήπο, φτιαγμένο από θαλπωρή και αγάπη, πλάι στην ανάμνηση ενός θανάτου, ο οποίος φάνταζε ήδη πολύ μακρινός.

Ήταν γεγονός πλέον πως με σταθερό αλλά σχετικά αργό ρυθμό όλοι συνέχιζαν τις ζωές τους. Όλοι εκτός από εκείνη. Όσο κι αν προσπαθούσε δεν με ξέχασε. Ένα χρόνο μετά και το όνομα της αντήχησε ξανά στο επισκεπτήριο. Οι χτύποι της καρδιάς μου ήταν τόσο δυνατοί, τόσο που τους αισθανόμουν να παίζουν ντραμς πάνω στα τύμπανα των αυτιών μου. Αρνήθηκα. Ξανά και ξανά. Έφυγε. Και τότε της έγραψα ένα γράμμα, ικανό να την επηρεάσει και να την αναταράξει, να της αλλάξει το σκεπτικό.

Ο Μαουρίτσιο με καθοδηγούσε. Μου έλεγε πως να κάνω την γραφή μου να φαίνεται ανάλαφρη, πειστική, καθαρή και κατανοητή. Με βοήθησε να της γράψω ένα ποίημα, να της διατυπώσω τις σκέψεις μου όπως ακριβώς τις είχα στο μυαλό μου. Ήταν δύσκολο, σχεδόν επώδυνο, λες κι κάποιος σκάλιζε με μανία τις μισάνοιχτες πληγές μου. Έβαλα, νομίζω τρεις φορές, 'Υ.Γ' οδηγώντας τον φίλο μου στην τρέλα. Δεν ήθελα να σταματήσω να γράφω. Αισθανόμουν σαν να την είχα μπροστά μου, να της λέω ό,τι βασάνιζε το νου μου. Την επόμενη ημέρα ο φύλακας έστειλε το γράμμα στη διεύθυνση που έμενε, την οποία έμαθα από τη μητέρα μου, αφού πρώτα ρώτησε την Ίσλα, τη μικρή αδερφή της. Έπειτα, μετά από εκείνη τη στιγμή, το όνομα της δεν ακούστηκε ποτέ ξανά στα αυτιά μου την ώρα του επισκεπτηρίου. Πονούσα. Πολύ. Πάρα πολύ. Μα ήξερα πως αυτό ήταν το σωστό... για όλους μας. Έμαθα να πορεύομαι με τις επιλογές μου.

Η ζωή στη φυλακή γινόταν, κατά κάποιο τρόπο, υποφερτή. Μέσα σε αυτή την μικρή κοινωνία γνώριζες κάθε λογής ανθρώπους. Ήταν ένα οργανωμένο σύνολο με άγραφους κανόνες, τους οποίους αν παραβίαζες δεν προβλεπόταν να αναπνέεις για πολύ ακόμα. Οι περισσότεροι σε κοιτούσαν με μισό μάτι, ρωτούσαν στον προαύλιο χώρο 'Γιατί είσαι εσύ μέσα;' και αν έκανες να τους απαντήσεις πως δεν διέπραξες έγκλημα και είσαι αθώος, έβαζαν τα γέλια. Ύστερα, σου απαντούσαν με την ειρωνεία να στάζει από την άκρη των χειλιών τους ότι όλοι εδώ μέσα είναι αθώοι. Ήταν κατανοητό... σε θεωρούσαν ένα δειλό ψεύτη. Μακάρι και να ήξεραν την αλήθεια.

Ο καθένας τους είχε μια ιστορία να σου πει, τις περισσότερες φορές στυγερή, ψυχρή και άκρως βίαια. Λίγοι ήταν άνθρωποι απλοί, που έπεσαν στην παγίδα των κατώτερων, πρωτόγονων αισθημάτων τους, παρακινούμενοι από την παρόρμηση. Ο Μάουρο ήταν ένας από τους απλούς, ίσως ο πιο απλός, ο πιο μετανιωμένος... ο πιο ταπεινός.

Και οι ώρες, οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν πιο γρήγορα από ότι θα μπορούσα να φανταστώ. Η μητέρα μου συνέχισε να είναι η μόνη μου επισκέπτρια, με την Χόουπ να έχει απομακρυνθεί από όλους, όπως μάθαινε. Δεν επισκεπτόταν την οικογένεια της συχνά, ταξίδευε σε όλη την Αμερική, είχε αφοσιωθεί στις σπουδές της και... ήταν με κάποιον.

Νευρίασα. Ήθελα να ξεσπάσω κάπου. Δεν μου ανήκε πια. Το σώμα και τη καρδιά της είχε πια ένας άλλος άνδρας. Γαμώτο. Με αναστάτωνε τόσο πολύ, ακόμη κι αν εγώ ήμουν ο μαλάκας που της ζήτησε να συνεχίσει τη ζωή της. Με ξέχασε; Τόσο γρήγορα; Πως; Υποτίθεται ότι ήμασταν τρελά ερωτευμένοι. Γαμώτο. Γαμώτο. Γαμώτο και ξανά γαμώτο.

Η κατάθλιψη τύλιξε τα μαύρα πέπλα της γύρω μου εσπευσμένα. Ο Μάουρο είπε πως αποκλείεται να μην με αγαπά ακόμα. Μονάχα, έκανε αυτό που της είπα να κάνει. Το μυαλό μου τώρα έτρωγαν αμέτρητες ερωτήσεις. Άπειρες αμφιβολίες έσκαβαν λακκούβες στον εγκέφαλο μου και απαιτούσαν να φυτέψουν τους καρπούς του Διαβόλου στο εσωτερικό τους. Ποιος ήταν ο επόμενος, ο τυχερός άνδρας μετά από εμένα; Μέχρι που είχαν φτάσει; Τον αγαπούσε; Τον είχε ερωτευτεί; Πως τον γνώρισε; Πότε; Έγινε γρήγορα;

Πάψτε, ασυγκράτητες φωνές του άλλου μου εαυτού.

Πάψτε.

Ένας ακόμη χρόνος πέρασε από τότε. Οι ψίθυροι που διψούσαν για απαντήσεις δεν έπαψαν ποτέ να με βασανίζουν. Ώσπου έμαθα και όσο κι αν επιθυμούσα να σκοτώσω στα αλήθεια αυτόν που την άγγιζε, κρατήθηκα. Έσπευσα να καταλαγιάσω το κάψιμο του πόνου και της πίκρας. Επειδή, ο νεαρός, γοητευτικός άνδρας που καθόταν απέναντι μου στο επισκεπτήριο ήταν, πράγματι, αντάξιος της.

Ο Αρμέλ με επισκέφτηκε μια μέρα πριν μάθω τα ευχάριστα περί της αποφυλάκισης μου από τον δικηγόρο που είχε αναλάβει την υπόθεση μου. Η αντίδραση μου όταν άκουσα πως με περίμενε στην άλλη άκρη ήταν κυρίως σοκ και απορίας, παράλληλα. Δεν ήξερα πως έμαθε για εμένα ή πως με θυμήθηκε. Για πρώτη φορά δέχτηκα να δω από κοντά κάποιον άλλο εκτός από τη μητέρα μου. Μόλις τον είδα, κατάλαβα πως είχε χάσει κάτι που αγαπούσε πολύ. Η έκφραση του προσώπου του ήταν γεμάτη πόνο, αν και διένυε την πιο ωραία νεότητα, θα μπορούσε να είναι μοντέλο ανδρικής μόδας χωρίς αμφισβήτηση. Τα πράσινα μάτια του, τα ξανθά μαλλιά, το γαλλικό στοιχείο από τη καταγωγή του, το παρουσιαστικό του ανέμελου καλλιτέχνη, τον καθιστούσαν έναν άνδρα για τον οποίο οι γυναίκες θα τρελαίνονταν... στην κυριολεξία.

«Αρμέλ;» γέλασα νευρικά, σαν να μην πίστευα πως ήταν εδώ, μπροστά μου.

Έκατσα απέναντι του. Το ξύλινο τραπέζι το μόνο που μας χώριζε. Ένας φύλακας καθόταν λίγο πιο μακριά μας, σε εγρήγορση για παν ενδεχόμενο. Λες κι θα του έκανα κάτι κακό. Ήμασταν φίλοι. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζα.

Ενός λεπτού σιγή.

«Γεια σου!» απάντησε με ένα πικρό, μικρό χαμόγελο.

Δεν ήξερα τι να τον πρωτορωτήσω. Για ποιο πράγμα να αναρωτηθώ;

«Μα πως, εννοώ πως έμαθες για εμένα;» απόρησα προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τους μορφασμούς του.

Δεν πήρα απάντηση. Παρά μόνο έτριψε το πρόσωπο του με τις παλάμες του. Αμηχανία μετά από περισσότερη αμηχανία. Είχαμε πολλά χρόνια να ιδωθούμε. Ήταν φανερό. Ο πάγος ανάμεσα μας αποτελούσε ένα ακλόνητο φράγμα.

«Πως είναι το Παρίσι; Έχω ακούσει τα καλύτερα για τον Πύργο του Άιφελ!» έκανα μια απόπειρα να τον προσεγγίσω.

Με κοίταξε, παγερά και αδιάφορα.

«Σ'αγαπάει ακόμα γαμώτο!» ξέσπασε, η φωνή του να στάζει δηλητήριο.

Μπερδεύτηκα. Ποιος με αγαπούσε ακόμη; Τι είχε μείνει κοινό ανάμεσά μας; Ή, ορθότερα, τι μας είχε γίνει κοινό και οικείο;

«Ποιός; Ποιος με αγαπάει ακόμη;»

Ένα αγριεμένο βλέμμα εκ μέρος του ακολούθησε.

«Η Χόουπ!» φώναξε απελπισμένα.

Δεν άρθρωσα λέξη. Παρέμεινα σιωπηλός ενόσω επεξεργαζόμουν τις καινούριες πληροφορίες, την μία σταδιακά μετά την άλλη.

«Εσύ και η Χόουπ; Μα πως; Πότε;» μουρμούρισα άναυδος μετά από λίγα λεπτά.

«Η αδερφή μου, είναι η συγκάτοικος της στη Νέα Υόρκη. Την γνώρισα μια μέρα. Είμαι ερωτευμένος μαζί της Σον. Όμως, με χώρισε. Εξαιτίας σου. Σε αγαπάει ακόμη και το πιο εκνευριστικό από όλα; Δεν σταμάτησε ποτέ. Δεν με είδε ως κάτι περισσότερο από φίλο ούτε για μια στιγμή!»

Συνέχισα να τον κοιτάω σιωπηλός. Αισθανόμουν το αίμα να φουντώνει στις φλέβες μου. Ξαφνικά οι θερμοκρασία ανέβαινε με μεγάλη ταχύτητα. Το μέρος περικύκλωνε ένας πρωτόγνωρος καύσωνας ο οποίος περιοριζόταν γύρω από το σώμα μου. Τα αυτιά μου βούιζαν.

Μου τα είπε όλα. Κι ας είχαμε μόνο μισή ώρα για να μιλήσουμε. Κάποια δάκρυα κύλησαν μια στιγμή από τα μάτια του. Την είχε ερωτευτεί στα αλήθεια. Είχαν προχωρήσει μαζί αρκετά. Πονούσα ξανά. Όμως, ακόμη με αγαπούσε και όλα φαίνονταν πια ομορφότερα, πιο εύκολα, λιγότερο επίπονα.

Ο Αρμέλ έφυγε για την Γαλλία δίχως σύντομη ημερομηνία επιστροφής. Μου ζήτησε να την προσέχω. Μακάρι να ήξερα πως.

Το επόμενο πρωινό, με τα λόγια του Γάλλου φίλου μου να παραμένουν στο νου μου με ενημέρωσαν πως ο δικηγόρος μου μου επιφύλασσε ευχάριστα νέα. Ήταν τα πιο ευχάριστα νέα των τελευταίων χρόνων.

Ήμουν ελεύθερος. Ελεύθερος να γευτώ τη ζωή που μου πήραν μέσα από τα χέρια.

Ο Ντάρεν τα αποκάλυψε όλα. Πήρε την αστυνομία ένα βράδυ, λίγο πριν βάλει τέλος στη ζωή του. Έκλαιγε, σαν πληγωμένο ζώο που δεν μπορούσε να στηρίξει πλέον την αγέλη του. Έγραψε σε ένα γράμμα όλες του τις εγκληματικές κινήσεις, πως διακινούσε ναρκωτικά και ήταν ο έμμεσος υπαίτιος για τον θάνατο της Μάγιας. Έπειτα, φανέρωσε πως εκείνος σκότωσε την κυρία Τζόουνς, μάλιστα είπε που έκρυψε τα κοσμήματα που είχε κλέψει και τα οποία η αστυνομία νόμιζε ότι είχα πουλήσει στο εξωτερικό με κάποιον συνεργό μου, τον οποίο κάλυπτα. Πήρε ένα όπλο και απλά τερμάτισε τη ζωή του. Αυτοκτόνησε, με τις ενοχές του να εξατμίζονται στον αέρα. Δεν ένιωθε πια. Δεν έκανε κακό στους γύρω του. Δεν ζούσε, πλέον, από δική του επιλογή.

Βγήκα από τη φυλακή ένα πρωινό Τετάρτης, με τον συγκινημένο Μάουρο να μου εύχεται να μεγαλουργήσω, να κάνω λαμπρά πράγματα στη ζωή μου. Τα υπάρχοντα μου ήταν λιγοστά. Ήμουν ελεύθερος. Επιτέλους. Έτοιμος να πάρω πίσω τα καλύτερα μου χρόνια.

Ήμουν προετοιμασμένος να αρπάξω τη ζωή μου από εκεί που την άφησα.

Πίσω στα χρόνια που ήμουν δεκαοκτώ.

[...]

Ο ήλιος καίει το πρόσωπο μου. Πόσο καιρό είχα να αισθανθώ τις αχτίδες του να με αγκαλιάζουν με αυτό τον γλυκό τρόπο; Ωραίο συναίσθημα η ελευθερία. Ίσως, τελικά, πρέπει να χάσουμε όντως κάτι για να το εκτιμήσουμε.

Γλυκιά ελευθερία.

Η μητέρα μου χαμογελάει πλατιά, περιμένοντας με πίσω από τη μεγάλη σιδερένια με κάγκελα πόρτα, την οποία σέρνει βασανιστικά αργά ένας φύλακας ώσπου είναι πια ορθάνοιχτη. Πατάω σε χώμα ανθισμένο, σε χώμα ελεύθερο. Τρέχει στην αγκαλιά μου. Αφήνω την μικρή μου βαλίτσα στο έδαφος. Λιγοστά τα πράγματα που ανήκουν στην κατοχή μου. Δεν με ενδιαφέρει. Ούτε που με σκοτίζει. Την αγκαλιάζω, κάτι που δεν μπορούσα να κάνω πριν, πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.

Συγγνώμη για τον ατελείωτο πόνο που σου προξένησα μητέρα.

Το κράτημα της είναι τόσο σφιχτό. Νιώθω τα κόκαλα μου να συμπιέζονται στο εσωτερικό του σώματός μου. Μουρμουράει αλλά κλαίει και τα λόγια της δεν είναι ευνόητα. Φυσάει αέρας σήμερα. Η επανάσταση μυρίζει σαν το πρώτο ξέσπασμα της άνοιξης και η ξεγνοιασιά έχει τη γεύση του πρώτου φιλιού των κερασιών. Η φύση είναι ανθισμένη, γεμάτη κρυμμένα όνειρα μέσα στα άνθη των λουλουδιών. Χαμογελάω. Νομίζω πως το ξαναείπα. Δεν μεν νοιάζει να το δηλώσω ακόμη μια φορά. Είμαι ελεύθερος.

Ψάχνω με το βλέμμα μου κάτι, κάποιον. Δεν ξέρω τι.

Ποιον κοροϊδεύω; Ξέρω, πάντα ήξερα. Με οδηγάει το συναίσθημα. Ο έρωτας και το πάθος. Την αντικρίζω. Γνωρίζω τι νιώθω. Την θέλω σαν τρελός και παλαβός στη ζωή μου. Την θέλω. Την θέλω. Την θέλω. Μόνο εκείνη. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα πως θα ενώσουμε τα σπασμένα. Μα, μαζί της αγγίζω τον ουρανό και τα σύννεφα. Όλα θα πάνε καλά. Είμαι σχεδόν σίγουρος.

Αφήνω την μητέρα μου σιγά σιγά. Της χαρίζω ένα τελευταίο αχνό γέλιο.

«Σε περιμένει τόσο καιρό! Πήγαινε, γιε μου,» με παροτρύνει μ'ένα βλέμμα ευτυχίας να στολίζει το γερασμένο μα όμορφο πρόσωπο της.

Γνέφω. Μπορώ να γευτώ τα χείλη της από χιλιόμετρα μακριά. Μυρίζει ακόμη βανίλια και αισθάνομαι γαλήνη. Βυθίζομαι στα πράσινα μάτια της. Τέσσερα χρόνια χωρίς το χαμόγελό της και νιώθω τόσο άδειος.

Χαμογελάει. Χαζά. Έχει αλλάξει. Τόσο όμορφη. Πιο όμορφη και από τα όνειρα μου, από τη φαντασία μου που προσπαθούσε με απόγνωση να σχηματίσει κάθε σημείο και να αρχίσει να το ενώνει με γραμμές με κάποιο άλλο μέχρι να τελειοποιήσει την φιγούρα της.

Θα την ξανακάνω το κορίτσι μου, τη γυναίκα μου. Επειδή, στο τέλος, ξέρω πως μόνο εγώ την αγαπώ τόσο δυνατά, τόσο ιδανικά. Είμαι δικός της. Είναι δικιά μου. Είμαστε το τέλος και η αρχή. Το άπειρο, η αιωνιότητα. Το Φεγγάρι και ο Ήλιος. Τα αστέρια. Το σύμπαν. Το σκοτάδι και το φως. Το χρώμα του ουρανού. Το χρώμα της ελπίδας. Το χρώμα του καπνού.

Χόουπ, σ'αγαπάω.

Ποτέ δεν έπαψα να σ'αγαπάω.

Εσύ, μ'αγαπάς ακόμα;

Continue Reading

You'll Also Like

931K 99.3K 94
Highest Rank:#1 in Teen Fiction. Winner of the #READINT2017 Νο 107:Life is better when you are drunk.??? **************************************...
2.7K 380 36
«Όλοι μου λένε πως θα γίνει πιο εύκολο, πως με τον καιρό θα περάσει και θα γίνουν όλα καλά. Αλλά ο πόνος δε περνάει, κάθε μέρα γίνεται και πιο δυνατό...
14.5K 936 35
"Δεν υπάρχει άλλη λύση,φεύγω για Αγγλία" Η φράση που μπορεί να αλλάξει πολλά στη Μελίνα. Η φράση που άλλαξε τη ζωή της Μελίνας. Η φράση που θα αλλάξε...
612K 20K 70
Η Μελίνα, μια 18 χρόνη μαθήτρια Τρίτης λυκείου, οι γονείς της δεν παντρεύτηκαν ποτέ , μια εφηβική τρέλα , η μητερα της μόλις την γέννησε εφυγε και απ...