Το Χρώμα του Καπνού

By RainbowManiacF

46.8K 6.6K 4.9K

«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνού... More

Π ρ ό λ ο γ ο ς
Κεφάλαιο 1o|| Σον
Κεφάλαιο 2ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 3o|| Σον
Κεφάλαιο 4o|| Χόουπ
Κεφάλαιο 5ο|| Σον
Κεφάλαιο 6ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 7ο|| Σον
Κεφάλαιο 8ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 9|| Σον
Κεφάλαιο 10|| Χόουπ
Κεφάλαιο 11 {Α}
Κεφάλαιο 11 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 12|| Χόουπ
Κεφάλαιο 13|| Σον
Κεφάλαιο 14|| Χόουπ
Κεφάλαιο 15|| Σον
Κεφάλαιο 16|| Χόουπ
Κεφάλαιο 17|| Σον
Κεφάλαιο 18|| Χόουπ
Κεφάλαιο 19|| Σον
Κεφάλαιο 20|| Χόουπ
Κεφάλαιο 21|| Σον
Ανακοίνωση || Ευχαριστίες
Κεφάλαιο 22|| Χόουπ
Κεφάλαιο 23 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 23 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 24|| Χόουπ
Κεφάλαιο 25|| Σον
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27|| Χόουπ
Κεφάλαιο 28 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 28 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 29|| Χόουπ
Κεφάλαιο 30 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 30 {Β}
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32 {A}|| Σον
Κεφάλαιο 33|| Χόουπ
Κεφάλαιο 34|| Σον
Ευχαριστίες
Ε π ί λ ο γ ο ς
Επιστροφή (Σον)
Ανακοίνωση

Κεφάλαιο 32 {Β}|| Σον

668 99 107
By RainbowManiacF

Σημάδεψε με.

Θέλω να σε ξεχωρίζω στο πλήθος.

Και να με ξεχωρίζεις.

Θέλω να αφήσεις το άρωμά σου πάνω μου, να σε κουβαλάω παντού μαζί μου.

Την ανάμνηση, τη γεύση των χειλιών σου.

Μην τολμήσεις να με αφήσεις.

[...]

Η διασκέδαση συνεχιζόταν, πιο έντονη από πριν. Η Χόουπ δεν είχε φύγει στιγμή από το πλευρό μου. Την ακολουθούσα σε κάθε είδους χορό. Στους έξαλλους ρυθμούς, στους ήπιους, στους αργούς και στους γρήγορους, σε όλους. Είχαμε ιδρώσει, οι πνεύμονες μας φούσκωναν τόσο πολύ, έτοιμοι να εκραγούν από την αδρεναλίνη, από την ευεξία της νιότης. Το κινητό μου χτύπησε ξανά. Αισθάνθηκα την χαρακτηριστική δόνηση για τέταρτη φορά και τώρα ήξερα πως δεν μπορούσα να τον αποφύγω πάλι. Είχε καλέσει πολλές φορές, κάτι κακό συνέβαινε. Αυτή τη φορά το σήκωσα. Δεν άκουγα τίποτα, η μουσική ήταν πολύ δυνατή.

«Ποιος είναι;» φώναξε δυνατά η Χόουπ για να την ακούσω.

Δεν απάντησα. Μονάχα, της έκανα ένα νεύμα να μείνει εκεί που είναι, να συνεχίσει να χορεύει. Με κοίταξε γεμάτη απορία. Κατευθύνθηκα βιαστικά σε μια από τις γωνίες της μεγάλης ταράτσας. Η φιγούρα της με ακολούθησε, αρπάζοντας τον καρπό μου. Μακάρι να έμενε εκεί που ήταν, μακριά από τη καταστροφή που έβρισκε ανταπόκριση στο όνομα μου.

«Σον, Σον με ακούς;» η φωνή του έτρεμε, οι ανάσες του ξεψυχισμένες λες και του τελείωνε το οξυγόνο.

«Τι έγινε; Τι έπαθες;»

Ξέσπασε σε κλάματα, σε λυγμούς οι οποίοι αντήχησαν καθαρά, πλέον, από την άλλη γραμμή.

«Είμαι έξω από το σπίτι σου, σε... σε χρειάζομαι. Νομίζω πως πήρα υπερβολική δόση. Νομίζω πως πεθαίνω. Νομίζω πως δεν αναπνέω. Νομίζω-» πήγε να πει και η γραμμή κόπηκε ξαφνικά.

«Ντάρεν,» σχεδόν ούρλιαξα το όνομα του.

Η Χόουπ έκανε μια απόπειρα να με αγγίξει, να με ηρεμήσει, γιατί έβλεπε πως ήμουν ανήσυχος, φοβισμένος... μπερδεμένος. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ. Το μυαλό περικύκλωναν Θεοί και Δαίμονες. Δεν έπρεπε να θρηνήσω άλλους ανθρώπους, όσα λάθη κι αν αυτοί είχαν κάνει.

Έτρεξα ανάμεσα στο πλήθος προς το ασανσέρ, παραμερίζοντας κορμιά λες κι ήταν άψυχα, κενά αντικείμενα. Ένιωθα τα βήματα της να διασχίζουν το άδειο μονοπάτι που δημιουργούσαν τα χέρια μου. Τα πόδια μου είχαν βγάλει φτερά. Εκείνη τη στιγμή μιλούσε η παρόρμηση, η χαμένη μας φιλία που κρεμόταν από μία κλωστή. Έφτασα μπροστά στη μόνη έξοδο. Σίγουρα υπήρχαν σκάλες, αλλά δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, ποτέ δεν ήταν. Αυτή τη στιγμή, εγώ ήμουν αυτός που πάταγε το κουμπί σαν τρελός.

«Τι συμβαίνει;» με τράβηξε από το μανίκι, στρέφοντας το σώμα μου προς το μέρος της.

«Χόουπ, φύγε. Πρέπει να μείνεις εδώ!» φύλαξα το πρόσωπο της μέσα στις χούφτες μου.

Γάμα τους ανθρώπους. Δεν με ένοιαζε άμα απόψε αποκαλύπταμε αυτό το υπέροχο πράγμα που είχαμε σε όλο τον κόσμο.

Οι γυάλινες πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Μπήκα στο εσωτερικό του ασανσέρ μονομιάς και πάτησα το ισόγειο. Η Χόουπ πρόλαβε τις πόρτες πριν κλείσουν. Και ήμασταν πάλι μαζί σ'ένα μικρό χώρο. Μόνο που τώρα ήταν όλα διαφορετικά.

«Τι στο διάολο κάνεις;» της επιτέθηκα.

Ένας άλλος Σον γεννιόταν μέσα μου, απότομος, βίαιος και επιθετικός.

Έκανε ένα βήμα πίσω. Άμυνα, κρατούσε άμυνα γιατί απρόσμενα είχα γίνει αυτό που φοβόμουν. Ό,τι δεν της έλεγα, τα μυστικά που έκρυβα έβγαιναν σιγά σιγά στην επιφάνεια.

«ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;» κραύγασε, τα μάτια της να αστράφτουν, πλημμυρισμένα από οργή.

Προσπάθησα να ηρεμήσω, μα ήμασταν ήδη στο ισόγειο, πιο γρήγορα από ότι φανταζόμουν. Βγήκα από το ασανσέρ, από το ξενοδοχείο. Τον ήθελα ζωντανό. Και γαμώτο δεν ήξερα γιατί. Τι με κρατούσε από το να τον αφήσω να σβήσει;

«Που είναι το αυτοκίνητο μου;» άρπαξα από τα γιακά της μαύρης μπλούζας του τον αγενή υπάλληλο από πριν.

«Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου!»

«Που είναι;» επανέλαβα στον ίδιο απαιτητικό τόνο.

Η Χόουπ είχε μαζέψει το σώμα της μέσα στα χέρια της, το πρώτο δάκρυ κύλησε πάνω στο μάγουλο της. Κατέστραφα την πιο όμορφη μέρα της ζωής της. Διέλυα όσα είχαμε δημιουργήσει έως τώρα, δίνοντας μια κλωτσιά στα φτιαχμένα. Η καρδιά μου έσπαγε σε χίλια κομμάτια. Πριν προλάβω να διορθώσω ό,τι ανόητο είχα κάνει το αυτοκίνητο μου, η συντροφιά μου τα μοναχικά βράδια, ήταν εδώ. Ο υπάλληλος μου έδωσε τα κλειδιά, φανερά εκνευρισμένος μαζί μου. Εισέβαλα στην θέση του οδηγού, με το αίμα να κοχλάζει μέσα στις φλέβες μου. Έκατσε στη θέση του συνοδηγού και έκλεισε την πόρτα.

«Σε παρακαλώ, βγες έξω!» της απευθύνθηκα σιγανά, κάνοντας μια απόπειρα να επανορθώσω για το προηγούμενο μου ξέσπασμα.

Δεν άντεχα να την βλέπω έτσι. Έπρεπε να μείνει μακριά μου.

Ειδικά τώρα.

«Σον, ποιος ήταν στο τηλέφωνο; Τι σε έκανε να συμπεριφέρεσαι έτσι;» με ρώτησε πανικόβλητη.

Και τώρα έβαζα μπρος τον κινητήρα, χωρίς να της δώσω απάντηση, επειδή κάτι μέσα μου κατάλαβε πως αυτή ήταν η μοίρα μας. Κάποτε, δεν πίστευα στο γραφτό. Όμως, η δικιά μου μοίρα δεν ήταν μαζί της. Όλα ήταν ενάντια μας. Και, τελικά, το πεπρωμένο δεν αλλάζει, είναι γραμμένο βαθιά στις ρίζες της ζωής μας, παίρνει τροφή από αυτές, μεγαλώνει, ψηλώνει και ανθίζει. Το άνθος του είναι όμορφο ή μη. Αλλά κανείς δεν ξέρει τι στα αλήθεια είναι μέχρι να φυτρώσει και να ξεπροβάλλει.

Οι ρόδες κυλούσαν πάνω στην άσφαλτο, διαγράφοντας ατελείωτους κύκλους ανά τακτές περιόδους. Η γειτονιά μας δεν άργησε να φανεί. Η Χόουπ με κοίταξε αγχωμένη, με τη νευρικότητα της να γίνεται αντιληπτή. Σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά από το σπίτι μου και πετάχτηκα έξω λες κι το μέταλλο ζώνανε επικίνδυνες φλόγες. Έκανε ακριβώς τις ίδιες κινήσεις, αλλά την μία πίσω από την άλλη με μεθοδικότητα.

Το βλέμμα μου διέτρεξε όλη την έκταση της γειτονιά. Κανείς και τίποτα. Ο Ντάρεν δεν ήταν πουθενά. Δεν ήταν νεκρός. Δεν ξεψυχούσε στα σκαλιά του σπιτιού μου. Δεν τον περικύκλωναν οι δαίμονες του έξω από τα γνώριμα εδάφη που μεγάλωσα και έζησα. Τότε αντήχησαν ουρλιαχτά από ένα γνώριμο σπίτι. Αλληλοκοιταχτήκαμε με τρόμο. Το άλλοτε γλυκό σκοτάδι είχε μετατραπεί πλέον στον χειρότερο εφιάλτη μας. Η γειτονιά σιωπηλή, τα σπίτια δίχως φως, κλειστά. Η λάμψη του Φεγγαριού να γίνεται κόκκινη, αργά και σταθερά.

«Μπες στο αυτοκίνητο!» την διέταξα, πετώντας της τα κλειδιά,«Κλειδώσου μέσα. Με ακούς;»

Δεν εξέφρασε αντίρρηση, παρά μόνο έγνεψε καταφατικά, φοβισμένη. Έτρεξε προς το αυτοκίνητο και έκανε ό,τι της είπα. Μια κραυγή βγήκε πνιχτή από τη γνώστη κατεύθυνση. Η καγκελόπορτα του κήπου της κυρίας Τζόουνς ήταν ορθάνοιχτη. Περπάτησα πάνω στις πέτρες που δημιουργούσαν ένα μονοπάτι ενδιάμεσα από το πυκνό γρασίδι. Η πόρτα του σπιτιού της ήταν, επίσης, ανοιχτή. Μπήκα μέσα, το ξύλινο πάτωμα έτριζε. Έπειτα, προχώρησα μερικά βήματα ακόμα πιο πέρα και πιο πέρα και πιο βαθιά στο εσωτερικό του σπιτιού ώσπου έφτασα στο καθιστικό και αντίκρισα το χάος.

Η κυρία Τζόουνς ήταν ήδη νεκρή, το άψυχο κορμί της απλωμένο σε μια λίμνη αίματος. Τα μάτια της είχαν μείνει ανοιχτά, με το τρόμο να αποτελεί τη τελευταία της ανάμνηση. Ήθελα να φωνάξω, να ξεχάσω αυτή την εικόνα γιατί ήταν υπερβολικά ψυχρή και αποτρόπαια.

«Είσαι τόσο αφελής;» η φωνή ήταν αργή, βασανιστική.

Δεν χρειαζόταν να γυρίσω, να τον δω. Ήταν κακός ηθοποιός, ψεύτης... εγκληματίας. Και πολλά ακόμη. Τόσα πολλά άσχημα πράγματα.

Ποτέ δεν μου άρεσε να βάζω ταμπέλες στους ανθρώπους, οι οποίες θα τους στιγμάτιζαν για το υπόλοιπο της ύπαρξης του. Είναι κοινωνικός κανόνας, ο κανόνας που σημαδεύει το μέλλον μας. Κάποιος που φέρει τον τίτλο εγκληματίας, τείνει να διαπράξει ξανά έγκλημα. Κάποιος που κουβαλάει την ταμπέλα ναρκωμανής θα συνεχίσει να είναι. Και ο Ντάρεν; Όσο κι αν δεν ήθελα να τον λερώσω με την λέξη 'Δολοφόνος'... το έκανα. Γιατί, ήταν και δεν θα άλλαζε.

«Τι έκανες;» δήλωσα σοκαρισμένος, τα μάτια μου να καίνε από τα δάκρυα που απειλούσαν να εμφανισθούν.

Όχι, δεν ήταν δάκρυα φόβου, αλλά οργής και αγανάκτησης!

Γύρισα να τον αντικρίσω. Κρατούσε όπλο, το ίδιο όπλο με το οποίο τερμάτισε τη ζωή της ηλικιωμένης, της γυναίκας των νοσταλγικών εποχών της Αμερικής. Με σημάδευε ξανά, όπως εκείνη τη μέρα στο ταξί, μόνο που τώρα ο Ντάρεν ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση γι αυτό που έκανε. Δεν σήκωσα τα χέρια ψηλά ούτε άρχισα να τον παρακαλάω για την ζωή μου. Είχε καταφέρει να πέσω ακριβώς μέσα στην παγίδα του. Ήμουν στα αλήθεια τόσο αφελής, πάντα τόσο παρορμητικός. Και το χειρότερο; Πότε δεν είχα την παραμικρή ιδέα πως να ενώσω τα σπασμένα ή, γενικότερα, πως να διορθώσω την κατάσταση.

Άραγε, αυτό να ήταν το τέλος;

Έκλεισα τα βλέφαρά μου. Είχε ήδη σκοτώσει έναν άνθρωπο... για την ακρίβεια δύο. Μια γυναίκα που δεν ήξερε και μια που, κάποτε, αγάπησε. Συνεπώς, αυτό έκανε τα πράγματα ιδιαίτερα εύκολα για την δική μου σειρά. Από όσα πρόλαβα να δω η κυρία Τζόουνς είχε δεχθεί πάνω από τρεις πυροβολισμούς. Εμένα θα με τελείωνε το πολύ με δύο, θα του ήταν πιο εύκολο, αφού πια έμαθε.

Έμεινα ακίνητος, περιμένοντας την άδοξη στιγμή όταν άκουσα ελαφριά βήματα, κάποιον να ορμάει σ'ένα σώμα και να πέφτουν κάτω σαν ένα. Το μοναδικό βάζο στο σπίτι, κοντά στην γωνία του καναπέ, έσπασε. Το γυαλί θρυμματίστηκε σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. Άνοιξα τα μάτια μου και την είδα. Γιατί ποτέ δεν με άκουγε, γιατί με ακολούθησε ενώ της είχα πει να μην το κάνει; Η Χόουπ είχε βγει από το αυτοκίνητο και βρισκόταν στα χέρια του Ντάρεν. Ακούμπησε στον κρόταφο της το όπλο. Κι άλλα δάκρυα έτρεχαν από τα πράσινα μάτια της, καθώς ήρθε αντιμέτωπη με το πτώμα της γηραιάς γυναίκας. Το ελεύθερο του χέρι, αυτό που δεν φορούσε γάντι, γλίστρησε κάτω από το λευκό, μακρύ φόρεμα. Με κοιτούσε, το βλέμμα της να με παρακαλάει να δράσω.

«Έχεις τόσο απαλό δέρμα,» μουρμούρισε αισθησιακά πάνω στο αυτί της και τα χείλη του χάιδεψαν το μαγουλό της, ανεβαίνοντας κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν η κάνη του περίστροφου.

Ήταν τρελός, ένας άνθρωπος δίχως το παραμικρό δείγμα λογικής.

Θόλωσα. Όλα έγινα μια μάζα, επειδή ο κόσμος γκρεμιζόταν και εμείς βρισκόμασταν μέσα σε χαλάσματα και ερείπια. Επειδή, το σπίτι μας βρισκόταν μέσα στα αιχμηρά δόντια ενός λύκου. Επειδή, την άγγιζε σε μέρη που μόνο εγώ είχα το δικαίωμα να φιλάω και να ακουμπάω.

Έτρεξα κατά πάνω του, αιφνιδιάζοντας τον. Το όπλο εκτοξέυτηκε από το χέρι του σε μακρινή απόσταση, ενώ η Χόουπ έσπευσε να απομακρυνθεί από κοντά του. Της έριξα μια κλεφτή ματιά, έτρεμε. Άρπαξα το όπλο. Τότε αντήχησαν οι σειρήνες των περιπολικών. Ήταν σχετικά μακριά ακόμη. Κάποιος από τη γειτονιά άκουσε σίγουρα τους πυροβολισμούς και κάλεσε την αστυνομία. Ο Ντάρεν χαμογέλασε αυτάρεσκα. Εξαφανίστηκε μονομιάς. Έχασα τα λογικά μου. Είχα αγγίξει το όπλο με γυμνά χέρια. Το πέταξα στο έδαφος, να φοβάμαι, τώρα, πιο πολύ από ποτέ. Τράβηξα την Χόουπ από τον καρπό της και την οδήγησα προς το εξωτερικό του σπιτιού. Έπρεπε να βγούμε από αυτή τη μαύρη τρύπα. Κάπως. Υπήρχε ελπίδα. Πάντα υπάρχει ελπίδα.

«Δεν μπορούμε να την αφήσουμε, Σον!» λύγισε, ένας χείμαρρος από δάκρυα να ορμάει στα ζυγωματικά της.

«Είναι νεκρή!»

«Όχι, δεν είναι!» πήγε να ξαναμπεί στο σπίτι.

«ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΗ,» την έπιασα από τους ώμους στρέφοντας την προς το μέρος μου, για να δει το πρόσωπο μου.

Τα μάτια της είχαν κοκκινήσει. Εγκλώβισα το χέρι της μέσα στο δικό μου. Αρχίσαμε να τρέχουμε, μακριά από το τέλος που πλησίαζε. Η παράταση της αγάπης μας ήταν ελάχιστη και επώδυνη.

«Τρέξε, Χόουπ», της φώναξα χωρίς ανάσα καθώς έτρεχα για να βρω την διέξοδο από όλα αυτά που με -μας- κυνηγούσαν με μανία.

Έψαχνα το φως μου. Εκείνη το καταφύγιο της. Δύο νέοι που ήθελαν να ζήσουν το τώρα χωρίς να νοιάζονται για το αύριο, που έψαχναν απεγνωσμένα αυτό το χαμένο τους κομμάτι. Αυτό ήμασταν. Και πολλά περισσότερα. Είχα ταυτίσει τον έρωτα με τα μάτια της, την αγάπη με το χαμόγελο της. Ήταν η γαλήνη μου.

«Δεν μπορώ», σταμάτησε απότομα και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

Οι πνεύμονές της έκαιγαν, το σώμα της είχε πλέον πάψει να την υπακούει. Την έβλαπτα. Το σκοτάδι μου απειλούσε τη λαμπερή της λάμψη.

Το φως του φεγγαριού στον νυχτερινό ουρανό έπαιζε με τις φιγούρες μας ακούραστα, διψούσε να μας δει να αγαπιόμαστε ειλικρινά και απόψε δοκίμαζε ό,τι μοναδικό μας άφησε να φέρουμε στη ζωή. Το σύμπαν μας καταστεφόταν, διαλυόταν αργά και σταθερά.

Την σήκωσα και την κράτησα μέσα στα χέρια μου. Τότε συνέχισα να τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Το άρωμα της το μόνο μου φάρμακο, το αγαπημένο μου ναρκωτικό.

«Σε αγαπάω», η μόνη λέξη που μπορούσε να αφήσει τα απαλά της χείλη.

Οι ψίθυροι της μου έδιναν αυτή την ενέργεια να τρέξω όσο πιο μακριά μπορούσα για να σωθώ από το πυκνό μαύρο, αυτό το μαύρο που με έπνιγε.

«Σε αγαπάω», αυτές οι δύο λέξεις που τόσο λάτρευα από το στόμα της, ξανά και ξανά να ηχούν στα αυτιά μου.

Δεν έπρεπε να την αγαπήσω. Ήταν η χειρότερη αμαρτία μου, η μοναδική, τρομακτική καταστροφή μου.

Ο ήχος από τις σειρήνες των περιπολικών πλησίαζε ακόμα πιο πολύ. Χάθηκαμε μέσα σ'ένα στενό, στο σκοτάδι. Την ακούμπησα προσεχτικά στο έδαφος ενώ έσκυψα στο ύψος της. Δεν μπορούσα να διακρίνω το όμορφο πρόσωπό της μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας. Το μόνο που με καθοδηγούσε ήταν αυτό το χαρακτηριστικό της άρωμα, η μυρωδιά της βανίλιας.

Εκείνη με εντόπιζε από την ανάμειξη του τσιγάρου και της αντρικής κολόνιας μου.

«Μόλις δεν ακούς πια τις σειρήνες θέλω να τρέξεις όσο πιο γρήγορα μπορείς στο βενζινάδικο στη γωνία και να πάρεις τη Σόνια. Πες της να έρθει και να σε βρει. Δεν θα βγεις μέχρι να την δεις! Μου το υπόσχεσε;» είπα ξέπνοος.

«Μην με αφήσεις!»

«Μου το υπόσχεσε;» ύψωσα τον τόνο της φωνής μου.

Τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά μου απότομα, σ'ένα τελευταίο, απελπισμένο φιλί. Το χέρι της άγγιξε τις γωνίες του προσώπου μου σιγά σιγά προσπαθώντας να αποθηκεύσει στη μνήμη της την υφή του δέρματος μου. Ανταποκρίθηκα αμέσως και την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου με όλο μου το είναι. Την λάτρευα, ζούσα για να βλέπω το χαμόγελο της, για να ακούω τις ανάσες της, όπως το προηγούμενο βράδυ όταν ξεγελάσαμε τα σχέδια της μοίρα και γίναμε ένα με πάθος στο κρεβάτι μου.

Έκανα λίγο πίσω και ακούμπησα το κούτελό μου πάνω στο δικό της. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν καθώς χάιδεψαν τα απαλά μαγουλά της. Φοβόμουν πως θα την έχανα. Δεν μπορούσα να φανταστώ το μέλλον μου χωρίς εκείνη να με συμπληρώνει όπως τα αστέρια και το φεγγάρι ολοκλήρωναν τον νυχτερινό ουρανό.

«Θα με αγαπάς για πάντα;», την ρώτησα καθώς ο ήχος από τα περιπολικά ήταν σχεδόν δίπλα μας.

Ήταν εγωιστικό. Απόλυτα. Το ήξερα αλλά το χρειαζόμουν για να συνεχίσω να ζω την απαίσια πραγματικότητα που θα ακολουθούσε. Είχα την ανάγκη να την ακούσω να μου το λέει, να το επιβεβαιώνει μια τελευταία φορά.

«Για όσο ζω και αναπνέω!»

Ήταν τα λόγια της. Η καταστροφή μας, ο ερωτάς μας, αυτή η μανιακή αγάπη που πλέον είχε γίνει ένα κομμάτι μας, το οποίο θα μας ένωνε για πάντα. Όσο διαφορετικοί κι αν ήμασταν.

«Ωραία, ωραία,» την καθησύχασα, «Κι εγώ... σ' αγαπάω!»

Χαμογέλασα πάνω στα χείλη της, προσπαθώντας να την μπερδέψω και να κάνω τα πράγματα να φαίνονται λιγότερο άσχημα. Την κοίταξα για λίγα, επιπλέον, δευτερόλεπτα. Και τότε έφυγα, μονομιάς, εξαφανίστηκα και ήταν το πιο επίπονο πράγμα που έκανα ποτέ μου.

Πετάχτηκα ξανά στον δρόμο. Δεν έκανα τον κόπο να βάλω όλη μου την δύναμη στο τρέξιμο. Ήταν ήδη μάταιο. Όλα ήταν μάταια. Οι προβολείς ενός περιπολικού έπεσαν πάνω μου, και μετά κι άλλου, κι άλλου ένα. Πριν το καταλάβω με είχαν περικυκλώσει. Σταμάτησα να κινούμε ακαριαία.

«Ψηλά τα χέρια,» ένας αστυνομικός προϊδοποιήσε σημαδεύοντας με μ'ένα όπλο.

Κάποιος με ακινητοποιήσε και πίεσε το πρόσωπο μου στην άσφαλτο, χωρίς καν να το συνειδητοποίησω. Μου πέρασαν χειροπέδες. Ένα δάκρυ κύλησε, τραχύ έπεσε στο έδαφος. Μου συμπεριφέρονταν λες κι ήμουν ο χειρότερος εγκληματίας. Ενώ, ήμουν άλλος ένας αθώος που πλήρωνε για τα σπασμένα κάποιου άλλου.

Όλα είχαν τελειώσει. Δεν είχα την δυνατότητα να αντικρίσω τον νυχτερινό ουρανό. Το φεγγάρι μοιρολογούσε τον χαμένο του γιο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και το μόνο που ήθελα... να γυρίσω τον χρόνο πίσω, να μείνω σε εκείνη τη μικρή στιγμή που μου χαμογελούσε, γυμνή στην αγκαλιά μου, στην στιγμή που ήταν αιώνια δικιά μου.

Συγχώρησε με μητέρα.

Δεν με μεγάλωσες για να σκοτώνω.

Ο γιος σου δεν είναι δολοφόνος.

Πατέρα, θα προφέρεις ξανά το όνομα του παιδιού σου ή για σένα είμαι άλλος ένας νεκρός εγκληματίας;

Οικογένεια, μην με θρηνήσεις.

Μονάχα, σε εκλιπαρώ, μην με ξεχάσεις.

Και εσύ;

Ήλιε μου, Φεγγάρι μου, Σύμπαν μου, Κόσμε μου.

Δεν θα σου ζητήσω να με περιμένεις.

Συνέχισε με το κεφάλι ψηλά να ζεις τη ζωή που εσύ θες.

Κάνε τα όνειρα σου πραγματικότητα.

Ζωγράφισε στην μνήμη σου ανθρώπους που ακτινοβολούν και σβήσε αυτούς που σου μαυρίζουν την ψυχή.

Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη που διψάς να δεις από κοντά.

Ερωτεύσου ξανά από την αρχή.

Αγάπα ολοκληρωτικά κάποιον.

Βρες την χαμένη θαλπωρή σε μια άλλη αγκαλιά.

Γιατί η δικιά μου ξαφνικά μετατράπηκε στον χειμώνα, τόσο κρύα, τόσο αδρή... δεν μπορεί να σε ζεστάνει πλέον.

Μάθε τον κόσμο, άλλαξε τον με τον μοναδικό σου τρόπο, όπως εσύ ξέρεις.

Διάβασε άπειρα βιβλία, γίνε μάρτυρας ωραίων στιγμών της ανθρωπότητας.

Σπούδασε, μάθε πολλές γλώσσες για να μιλάς με αυθεντικούς ανθρώπους που κυοφορούν διαφορετικές κοσμοθεωρίες από εσένα.

Κάνε πολλά παιδιά, από αληθινή σου επιθυμία και όχι επειδή το απαιτεί η κοινωνία μας. Άσε στον κόσμο κομμάτια από τη λάμψη σου κι ας μην είναι κομμάτια και δικά μου.

Όσο για εμένα;

Μόνο να με θυμάσαι.

Το πρώτο βράδυ που σε φίλησα, το δεύτερο και το τρίτο και το τέταρτο.
Τη νύχτα που με άφησες να σμίξω τα κορμιά μας.

Εκείνη τη φεγγαρολουσμένη μέρα που σου είπα πως 'Σε αγαπάω'.

Μονάχα να με θυμάσαι, όταν ο κόσμος σου με λαχταρά,

Σον.

Τι κι αν σε λαχταράω για το υπόλοιπο της ζωής μου;

Τι κι αν θέλω μονάχα εσένα δίπλα μου για πάντα;

Δεν με ρωτάς αν πονάω.

Θα ζήσω.

Έτσι ακριβώς όπως μου είπες.

Θα μάθω τον κόσμο από την αρχή, σαν μικρό παιδί.

Θα γνωρίσω τα μέρη που γαληνεύουν την ψυχή του ανθρώπου.

Δεν θέλω να ερωτευτώ ξανά, όχι τόσο δυνατά όσο ερωτεύτηκα εσένα.

Θα σε θυμάμαι.

Θα σε καλώ στα όνειρα μου να συντροφεύεις τον ύπνο μου.

Θα γίνω πολλά πράγματα. Τόσα που θα είσαι περήφανος για εμένα.

Μόνο που δεν θα γίνω μητέρα.

Όχι, αν τα παιδιά μου δεν έχουν το ονειροπόλο βλέμμα σου.

Όχι, αν δεν είναι κομμάτια σου.

Όχι, αν δεν έχουν γεννηθεί από την αγάπη μας.

Θα σε θυμάμαι αιώνια.

Κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι, κάθε απόγευμα και κάθε νύχτα.

Είμαι μόνο δικιά σου,

Χόουπ.

Continue Reading

You'll Also Like

876K 34.6K 97
" ΕΊΠΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΓΑΜΩΤΟ! ΓΙΑΤΊ ΔΕΝ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ΜΟΥ ΜΈΣΑ;ΓΙΑΤΊ ΜΕΝΕΙΣ;" φώναξε μέσα στο πρόσωπο μου και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν θα φύγω. Δεν...
3.2K 157 44
Αυτό το στορι είναι η συνέχεια της προηγουμενης ιστορίας. Άλλαξα τον τίτλο γιατί πλέον κατέληξε με άλλον η πρωταγωνίστρια. Όποτε θα δουμε τι έγινε με...
37.2K 3.2K 51
Η Ηρώ ήθελε πάντα ένα σπίτι κοντά στην θάλασσα. Όταν τελικά βρίσκει το ιδανικό μαζί με την μαμά της και περνάει εκεί το καλοκαίρι, γνωρίζει καινούργ...
571K 29.4K 55
"Πες μου σε παρακαλώ ότι το θες αυτό όσο το θέλω κι εγώ" είπε με κομμένη την ανάσα. Ένιωθα κατακόκκινη, η ντροπή μου ήταν εμφανής άλλη μία φορά. Τε...