Το Χρώμα του Καπνού

Autorstwa RainbowManiacF

46.8K 6.6K 4.9K

«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνού... Więcej

Π ρ ό λ ο γ ο ς
Κεφάλαιο 1o|| Σον
Κεφάλαιο 2ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 3o|| Σον
Κεφάλαιο 4o|| Χόουπ
Κεφάλαιο 5ο|| Σον
Κεφάλαιο 6ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 7ο|| Σον
Κεφάλαιο 8ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 9|| Σον
Κεφάλαιο 10|| Χόουπ
Κεφάλαιο 11 {Α}
Κεφάλαιο 11 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 12|| Χόουπ
Κεφάλαιο 13|| Σον
Κεφάλαιο 14|| Χόουπ
Κεφάλαιο 15|| Σον
Κεφάλαιο 16|| Χόουπ
Κεφάλαιο 17|| Σον
Κεφάλαιο 18|| Χόουπ
Κεφάλαιο 19|| Σον
Κεφάλαιο 20|| Χόουπ
Κεφάλαιο 21|| Σον
Ανακοίνωση || Ευχαριστίες
Κεφάλαιο 22|| Χόουπ
Κεφάλαιο 23 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 23 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 24|| Χόουπ
Κεφάλαιο 25|| Σον
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27|| Χόουπ
Κεφάλαιο 28 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 28 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 29|| Χόουπ
Κεφάλαιο 30 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 30 {Β}
Κεφάλαιο 32 {A}|| Σον
Κεφάλαιο 32 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 33|| Χόουπ
Κεφάλαιο 34|| Σον
Ευχαριστίες
Ε π ί λ ο γ ο ς
Επιστροφή (Σον)
Ανακοίνωση

Κεφάλαιο 31

725 108 124
Autorstwa RainbowManiacF

ATTENTION PLEASE:
Λοιπόν, οφείλω να σας προειδοποιήσω πως στο κεφάλαιο θα γίνει αναφορά σε ερωτική σκηνή. ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ, ΟΜΩΣ, ΤΙΠΟΤΑ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ. ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΟ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΗ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ.

Βασικά, δεν υπάρχει καν αυτή η σκηνή... για ευνόητους λόγος.

1ον
Δεν μπορώ να γράψω τέτοιες σκηνές.

2ον
Δεν χρειάζεται να το κάνω, το Χρώμα του Καπνού θα παραμείνει ρομαντικό, με τον δικό μου μοναδικό τρόπο.

3ον
Με το ζόρι έγραψα και ό,τι έγραψα ήδη. Αν και είχε πλάκα 😈😇😛

Διαβάζετε με δική σας ευθύνη (Ξέρω εγώ δεν έχει τίποτα πονηρό μέσα, αλλά εγώ πρέπει να το αναφέρω).

. . .

Να με αγαπάς, τόσο έντονα όσο ένιωσες όταν με φίλησες για πρώτη φορά.


Χόουπ ,

Η ώρα του πρωινού ήταν πάντα η καλύτερη της ημέρας. Ίσως, επειδή κανένας, αγουροξυπνημένος, δεν είχε διάθεση και όρεξη για μεγάλες συζητήσεις ή ακόμη για να αρθρώσει δυο τρεις κουβέντες. Εκείνο το πρωί, όμως, αποδείχτηκε μια από τις λιγοστές εξαιρέσεις. Η μητέρα μου είχε σηκωθεί νωρίς νωρίς από τα μαλακό στρώμα του κρεβατιού της για να ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα για την οικογένεια της. Τη τραπεζαρία μας είχαν καταλάβει φρυγανιές με μαρμελάδα βερίκοκου, ζεστά κρουασάν από το πλησιέστερο φούρνο, τυροπιτάκια, τηγανίτες με μέλι και μια κανάτα φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκάλι.

Έκατσα στη καρέκλα μου, με το στομάχι μου να διαμαρτύρεται. Όλα αυτά τα καλούδια μου είχαν ανοίξει την όρεξη. Το μόνο που έμενε να κάνω ήταν να ορμίσω στο λαχταριστό φαγητό.

«Χόουπ, περίμενε και τους υπόλοιπους παιδί μου!» η μητέρα μου με κοίταξε μ'ένα αυστηρό βλέμμα.

Αναστέναξα ηττημένη και απογοητευμένη.

«Συγγνώμη,» της απάντησα, κατσουφιάζοντας.

Τότε, από τη σκάλα ακούστηκαν σιγανά βήματα. Ο πατέρας μου κατέβαινε προσεχτικά τα σκαλοπάτια, μ'ένα τεράστιο χαμόγελο, ενόσω κρατούσε τη μικρή, ακόμη μισοκοιμισμένη, αδελφή μου στην αγκαλιά του.

«Πως και έτσι αγάπη μου; Έχεις να φτιάξεις τέτοιο πρωινό από τη μέρα που παντρευτήκαμε!» δήλωσε, φανερά εντυπωσιασμένος από τις ικανότητες της γυναίκας του και χαχάνισε ελαφρά.

Η Ίσλα έτριψε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της καθώς χασμουρήθηκε.

«Νομίζω πως η μικρή μας θέλει λίγο ακόμα ύπνο!» παρατήρησε η μητέρα μου ενώ ο πατέρας μου φιλούσε απαλά τα μαλακά μαλλιά της.

«Θα τη βάλω να κοιμηθεί λίγο στο καναπέ!» πρότεινε.

Η μητέρα μου έγνεψε καταφατικά, επιτρέποντας σ'ένα γλυκό χαμόγελο να απλωθεί στο πρόσωπο της. Ο πατέρας μου κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, σφίγγοντας το μικρό επονομαζόμενο ''ζιζάνιο'' στην αγκαλιά του. Τα μικρά της χέρια κρέμονταν στο πλάι των ώμων του ενώ το κεφάλι της ξεκουραζόταν πάνω στο στέρνο του.

«Αλήθεια, προς τι όλος αυτός ο σαματάς μαμά;» την ρώτησα όταν μείναμε μόνες μας.

Το πρόσωπο της έλαμψε μ'ένα δείγμα πονηριάς και ενθουσιασμού.

«Μην κουνηθείς στιγμή!» με προειδοποίησε, κουνώντας το δείκτη του χεριού της.

Έτρεξε προς το διάδρομο. Παρέμεινα ακίνητη στη θέση μου, ακόμη να λιγουρεύομαι τα πάντα πάνω στο τραπέζι. Τότε άκουσα να ανοίγει ένα συρτάρι από τη μεγάλη συρταριέρα που είχαμε στο χολ. Ξαφνικά με διέτρεξε ένα κύμα αγωνίας, το οποίο κορυφώθηκε και έφτασε στο απόγειο του μόλις την αντίκρισα να ξαναέρχεται στη τραπεζαρία. Κρατούσε μια έντονη ροζ, χάρτινη σακούλα.

«Δεν μπορούσα να μη σου το πάρω για τα γενέθλια σου. Όταν το είδα στη βιτρίνα φώναζε πως ήταν κομμένο και ραμμένο για εσένα!» είπε ξέπνοη, μονομιάς, «Ελπίζω να σου αρέσει γλυκιά μου και να το φορέσεις αύριο, στα γενέθλια σου.»

Μου έδωσε τη τσάντα και φίλησε φευγαλέα το μάγουλο μου. Την άνοιξα με τρελή περιέργεια.

Όταν το είδα πρώτη φορά δεν ήξερα άμα ήταν, όντως, του γούστου μου ή τουλάχιστον κοντά στις στυλιστικές προτιμήσεις μου. Όμως, όλα άλλαξαν αφού το ξεδίπλωσα και το παρατήρησα προσεχτικά, λεπτομερώς.

Το περιεχόμενο του δώρου μου ήταν ένα μακρύ, λευκό φόρεμα. Είχε ένα λεπτό ύφασμα, που μαρτυρούσε καλοκαίρι, και στένευε στη μέση ώστε να αναδεικνύει καλύτερα τις νεανικές καμπύλες και κυρίως το γυναικείο σωματότυπο κλεψύδρας. Οι τιράντες του, αρμονικά δεμένες με ολόκληρο το ρούχο, άφηναν μεγάλο μέρος από τους ώμους εκτεθειμένο ενώ το βαθύ -αν και όχι τόσο για να το πει κανείς αβυσσαλέο- ντεκολτέ του άφηνε γυμνά μονάχα όσα έπρεπε να φανούν στο ευρύ κοινό, στέρνο και λίγο στήθος.

«Λοιπόν, σου αρέσει;» απόρησε, εξακολουθώντας να χαμογελάει εναγωνίως.

Σηκώθηκα απότομα από τη καρέκλα μου και την αγκάλιασα.

«Το λατρεύω!»

Όντως το λάτρευα τώρα. Τελικά, ήταν τόσο όμορφο. Ήθελα με μανία να το φορέσω, όχι για να με δει το πλήθος στα γενέθλια μου και να με θαυμάσει. Αλλά, για εμένα. Είχε έρθει η ώρα να νιώσω μοναδική και να το μοιραστώ αυτό το συναίσθημα με το σκοτάδι της καρδιάς μου. Μα, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ίσως πνίγηκε, στον μαύρο, απόμακρο κόσμο της φύσης του... κι ας τον είχα ανάγκη για να αναπνέω, για να συνεχίσω τη ζωή μου πιο δυνατή από ποτέ άλλοτε.

Άραγε, μπορεί ο Σον να με άφησε ολομόναχη να παλέψω πρόσωπο με πρόσωπο ενάντια στους πιο εκδικητικούς δαίμονες της νύχτας;

Ελπίζω, πως όχι.

Επειδή, προσδοκώ πως θα γυρίσει, για να με σώσει από την απειλή ενός τυφώνα πλασμένου από τον πόνο, που προσφέρουν οι ανελέητοι εφιάλτες.

[...]

Ήταν απόγευμα πλέον. Το καλοκαίρι άφηνε τη καυτή μαγεία του να απλωθεί στην ατμόσφαιρα. Η μέρα, μεγάλη σε διάρκεια πια, δεν επέτρεπε στο Φεγγάρι να λάβει τη θέση του στον ουρανό όσο σύντομα του επέτρεπε τον χειμώνα.

Καθόμουν στα μπροστινά σκαλοπάτια του σπιτιού μας, διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Μου άρεσε να περνάω ένα κομμάτι του ελεύθερου μου χρόνου εκεί έξω. Ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να καλύψει το μειονέκτημα του να μην έχουμε έναν κήπο. Η μητέρα μου θύμωνε που ξόδευα λεπτά από τη ζωή μου εκεί. Έλεγε πως έδινα τροφή στους γείτονες μας για κουτσομπολιό. Δεν συμφωνούσα μαζί της. Εκείνα τα σκαλιά μου πρόσφεραν απλόχερα ηρεμία και γαλήνη. Ακόμη κι αν είχαν θέα στον δρόμο -ήταν ακριβώς μπροστά στην άσφαλτο για την ακρίβεια- που χώριζε το πεζοδρόμιο του σπιτιού μου από αυτό του Σον, εξακολουθούσαν στο μυαλό μου να παίρνουν τη μορφή του πιο υπέροχου, καταπράσινου, ανθισμένου κήπου.

Γύρισα τη σελίδα του βιβλίου μου. Ο επίλογος πλησίαζε όλο και περισσότερο με κάθε αριθμό που αυξανόταν στην άκρη του χαρτιού. Είχα βεβαιωθεί πως εκείνο το σημείο αποτελούσε το ιδανικό για διάβασμα αρκετό καιρό τώρα. Ίσως, από τότε που γύρισα από το νοσοκομείο υγιής, απαλλαγμένη από τον προσωρινό πόνο και τρόμο. Ευτυχώς, από τη γειτονιά μας δεν περνούσαν πολλά αυτοκίνητα, και όταν περνούσαν στην πλειονότητα τους ήταν των πλησίων σε άλλες περιοχές κατοίκων ή ακόμη και των ιδιοκτητών των σπιτιών, τα οποία πλαισίωναν το δικό μας.

Κούνησα το κεφάλι μου γρήγορα δεξιά και αριστερά. Δεν ήξερα γιατί δεν είχα την δυνατότητα να συγκεντρωθώ στην ανάγνωση του βιβλίου μου εκείνη την ημέρα. Σκεφτόμουν πολλά και διάφορα. Το γεγονός πως έλειπε, με εμένα να μην γνωρίζω που βρίσκετε με αποδυνάμωνε τόσο εύκολα.

Γιατί του ήταν πάντα τόσο δύσκολο να κατανοήσει πως τον έχω ανάγκη;

Το χελιδόνι κελάηδησε μια τελευταία φορά.

Η άνοιξη έδωσε τη θέση της στο καλοκαίρι και εκείνο επιμένει να μην παραδοθεί στον χειμώνα.

Φεύγω για χώρες ζεστές Ήλιε μου.

Ψάχνω τους καρπούς της αιώνιας ζωής.

Αναζητώ την ελευθερία μου στο βλέμμα σου.

Σ'αυτό το βλέμμα που ενώ πρέπει να με οδηγεί προς την αέναη γαλήνη με καθηλώνει στην επώδυνη σιωπή των αγγέλων.

Πλέον ξεφύλλιζα τις σελίδες χωρίς νόημα. Έκλεισα το βιβλίο και το ακούμπησα στη ποδιά μου. Ένα θερμό αεράκι φύσηξε τα μαλλιά μου προς τα πίσω. Το δέρμα μου δεχόταν τις αναπαυτικές αγκαλιές του αχνού φωτός από τον απογευματινό Ήλιο, ο οποίος έτεινε αργά να δοθεί στο Φεγγάρι. Τα αυτιά μου, ευαίσθητα και στον πιο ισχνό ήχο, αφουγκράστηκαν τις ρόδες ενός αυτοκινήτου να πλησιάζουν προς την ερημική μας γειτονιά.

Θα μπορούσα να αναγνωρίσω τον ήχο του κινητήρα του από χιλιόμετρα μακριά. Θα μπορούσα να αισθανθώ την ανάσα του να εναγκαλίζει τα κύματα του αέρα από την άλλη άκρη του κόσμου. Θα μπορούσα να αντικρίσω, έστω νοερά, τα γαλάζια του μάτια από τον παράδεισο ή την κόλαση.

Σηκώθηκα από τη θέση μου σαν ελατήριο, αφήνοντας μονομιάς το βιβλίο στην πλατιά επιφάνεια του σκαλιού. Σχεδόν έτρεξα στην άκρη του πεζοδρομίου για να έχω καθαρό οπτικό πεδίο. Έπειτα, κοντοστάθηκα ενώ τα χέρια μου περιέλαβαν το στομάχι μου, το οποίο είχε δεθεί στη κυριολεξία κόμπος από την αγωνία μου.

Τότε το είδα. Το μαύρο audi του προσέγγιζε τη γειτονιά μας, λίγο και πιο πολύ με κάθε λεπτό που περνούσε, ώσπου έφτασε έξω από το σπίτι του. Ο κινητήρας του αμαξιού του σταμάτησε να δονήται καθώς τον κοιτούσα αποσβολωμένη. Η καρδιά μου άρχισε να πάλλεται ξέφρενα όταν βγήκε από το εσωτερικό του. Ήθελα σαν τρελή να τρέξω προς το μέρος του, να τον αγκαλιάσω, να τον φιλήσω, να ακούσω τη φωνή του. Όμως, κάτι, με κρατούσε κολλημένη στη θέση μου. Στα πόδια μου είχαν δεθεί νοερά τούβλα. Ένιωθα ευάλωτη, ενώ ποτέ δεν είχα αισθανθεί έτσι αντικρίζοντας τον.

Με κοίταξε. Έκλεισε τη πόρτα του, τα μάτια του να ακτινοβολούν την πιο σαγηνευτική γαλάζια λάμψη που έχω δει.

Σ'αγαπάω.

Δεν έκανε τίποτα για να με πλησιάσει, παρά μόνο κατευθύνθηκε προς το πορτ μπαγκαζ και έβγαλε το σακβουαγιάζ του. Έκανε δυο βήματα προς την κύρια πόρτα του σπιτιού του, σαν να μην με είχε δει... σαν να είχα περάσει απαρατήρητη. Και τότε ελευθερώθηκα από τα δεσμά μου. Έτρεξα προς το μέρος του, δίχως να ενδιαφερθώ για καμία επίπτωση των όσων θα έπραττα.

«Σον,» φώναξα αγανακτισμένα, σαν να εξαρτώταν η ζωή μου από το άκουσμα του ονόματός του στην ατμόσφαιρα.

Μερικές ατίθασες τούφες από τα ατημέλητα μαλλιά του παρασύρθηκαν στο πέρασμα ενός απρόσμενου, δυνατού αέρα. Όλα συνέβαλαν στον να τον κάνουν να φαντάζει τόσο ιδανικός για εμένα.

«Χόουπ,» μουρμούρισε χαμένα, μ'ένα τρομοκρατημένο βλέμμα.

Έφτασα κοντά του λαχανιασμένη από το σύντομο τρέξιμο μου. Χρειαζόμουν σοβαρή γυμναστική, αλλά αυτή δεν ήταν η ώρα για να σκέφτομαι κάτι τέτοιο.

«Που ήσουν; Κάνεις ταξιδάκια χωρίς να λες τίποτα και σε κανέναν;» ξέσπασα, φανερά οργισμένη.

Πρώτα φάνηκε σαν να μην περίμενε να αντιδράσω έτσι. Μετά, μου έριξε ένα περιφρονητικό, αδιάφορο βλέμμα. Δεν μου έδωσε καμία σημασία και έβγαλε τα κλειδιά του σπιτιού του από τη τσέπη του. Το σώμα του σφίχτηκε, όμως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Οι μυς του τεντώθηκαν, διαγράφοντας τις καμπύλες του κορμιού του μέσα από τη μαύρη μπλούζα του.

«Σου μιλάω!» τίναξα τα χέρια μου στον αέρα.

Μου έστρεψε τη πλάτη του και άνοιξε τη πόρτα, αφού πρώτα την ξεκλείδωσε βιαστικά. Στη συνέχεια, σήκωσε την αποσκευή του από το έδαφος και τη τοποθέτησε στο εσωτερικό του χολ. Ένα δάκρυ, που δεν είχα συνειδητοποιήσει πως ήταν έτοιμο να κάνει την επιβλητική του εμφάνιση, έτρεξε πάνω στο μάγουλο μου. Τον παρατηρούσα χαμένα πλέον, τις χαώδης προς το μικρό μυαλό μου κινήσεις του.

«Αυτό ήταν! Τελειώσαμε!» ήταν το μόνο που είπα καθώς αισθανόμουν μια νέα πληγή να ανοίγει στη καρδιά μου και να αιμορραγεί αργά.

Πήγα να φύγω όταν το δυνατό, τόσο ζεστό, του χέρι με τράβηξε προς το εσωτερικό του σπιτιού του. Έκλεισε τη πόρτα, κατευθείαν, χωρίς να χάσει χρόνο. Με αγριοκοίταξέ, καθώς με κόλλησε στον τοίχο. Σκούπισε με τον αντίχειρά του το αλμυρό υγρό που έβρεξε το ζυγωματικό μου.

«Συγγνώμη,» σιγομουρμούρισε και περικύκλωσε το κορμί μου με τα χέρια του.

Ύστερα, πίεσε με μια απίστευτη δύναμη τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Ανταποκρίθηκα, αν και αρχικά ξέχασα τι έπρεπε να κάνω εκείνη τη στιγμή. Βασικά, ποτέ δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπέ να κάνω όταν με φίλαγε, απλά αφηνόμουν ελεύθερη στην αίσθηση του να με αγγίζει με πάθος και ένταση.

«Μου έλειψες! Φοβήθηκα πως με ξέχασες, πως με άφησες!» ψιθύρισα πάνω στο στόμα του, απομακρύνοντας τα χείλη μου από τα δικά του.

Τώρα έκλαιγα, επηρεασμένη από την απότομη μου ψυχολογική κούρσα στα μονοπάτια της αγάπης.

«Δεν αντέχω χωρίς εσένα!» είπε ξεψυχισμένα, σφίγγοντας με πάνω στο στέρνο του.

«Που ήσουν τότε;»

Με επεξεργάστηκε, με την αναπνοή του να βρίσκει καταφύγιο πάνω στα χείλη μου. Πέρασα τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά του. Το άρωμά του πλημμύρισε το σώμα μου. Δεν με ένοιαζε το πως ήταν το σπίτι του, ακόμη κι αν δεν είχα μπει ποτέ στο εσωτερικό του. Τα μάτια του εκείνη τη στιγμή ήταν ό,τι πιο πολύτιμο και υπέροχο είχα στην ζωή μου. Τον είχα ανάγκη. Να τον αισθανθώ ολοκληρωτικά. Δεν ήθελα να υπάρχει τίποτα που να δίνει τροφή και αφορμή για τον χωρισμό μας.

«Στο χάος!» απάντησε και διέκρινα κάτι απρόσιτο στα μάτια του, μια πληγή που δεν θα έκλεινε εύκολα.

Ακούμπησα, κάπως δειλά, τις γωνίες του προσώπου του ενόσω έψαχνα να βρω το αθώο παιδί στον συννεφιασμένο ουρανό του βλέμματος του. Έτρεμε ενώ άγγιξε απαλά τον ώμο μου και ακούμπησε το κεφάλι του στην κλείδα μου. Απέφευγε να με κοιτάξει κατάματα. Φίλησε το λαιμό μου, με την ανάσα του να ηλεκτρίζει το δέρμα μου.

«Κρυώνω,» σιγομουρμούρισα, απόλυτα αφημένη στο συναίσθημα της στιγμής.

Λένε πως ο καύσωνας καίει τα κορμιά και τα παραλύει.

Λένε πως δεν γίνεται να κρυώνεις στη μέση του καλοκαιριού.

Κι όμως εγώ παραδίνομαι στο ψύχος των ονείρων μου που ζητούν μια στάλα ζέστης για να αποκτήσουν ζωή.

Σου δίνω κάθε κράμα από ελπίδες και εφιάλτες για να αποκτήσω τη θέρμη των φιλιών σου.

«Άσε με να σε ζεστάνω,» δήλωσε με μια βαθιά εκπνοή.

Δεν του απάντησα. Τον άφησα να με αγαπήσει με τον ξεχωριστό του τρόπο. Πριν το καταλάβω τα μπράτσα του γλιστρούσαν κάτω από το σημείο που η γάμπα μου έκανε τη χαρακτηριστική καμπύλη, κοντά στο γόνατο. Με σήκωσε, κρατώντας το σώμα μου γερά στα χέρια του. Ανέβηκε τις σκάλες προς τον επάνω όροφο προσεχτικά. Φτάσαμε στο δωμάτιο του με τις καρδιές μας να σφυροκοπούν μέσα στο στήθος μας.

Όλα έγιναν γρήγορα μα όμορφα.

Δεν θα άλλαζα το παραμικρό από εκείνο το βράδυ. Θα του επέτρεπα να κάνει τα πάντα με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό και τρόπο. Και δεν ντράπηκα λεπτό που έμεινα γυμνή μπροστά στα μάτια του. Εξάλλου ούτε εκείνος αισθάνθηκε έτσι.

Με ζέστανε. Με αγάπησε. Με λάτρεψε.

Μου έκανε έρωτα όπως τα Αστέρια κάνουν έρωτα στο Φεγγάρι κάθε νύχτα.

Γλυκά και αργά.

[...]

Σον ,

Φίλαγα απαλά το γυμνό της δέρμα, καθώς το βλέμμα της παρέμεινε καρφωμένο πάνω μου. Το πράσινο δάσος των ματιών της άφηνε σε αμέτρητα πουλιά να χτίσουν τις φωλιές τους, να βρουν τη χαμένη θαλπωρή τους στα κλαδιά των δέντρων της. Το ένα χέρι της ξεκουραζόταν στο πλάι του κεφαλιού της, ελαφρά λυγισμένο, ενώ το άλλο είχε τρυπώσει κάτω από το μαξιλάρι, ανασηκώνοντας το.

Αισθανόμουν λες κι ένα κομμάτι μου συνέχιζε να ονειρεύεται πως ό,τι συνέβη μεταξύ μας πριν λίγα λεπτά ήταν ακόμη ένα τρελό, ανέφικτο σενάριο της φαντασίας μου.

Ήταν γυμνή, το ζεστό, λευκό της δέρμα, το όμορφο σώμα της να απλώνεται πάνω στα σεντόνια του κρεβατιού μου. Είχαμε κάνει έρωτα, για πρώτη φορά. Και εκείνη η πρώτη μας φορά για την Χόουπ σήμαινε ακόμα πιο πολλά. Επειδή, ήμουν ο εκλεκτός που του επέτρεψε να κατακτήσει το κορμί της, να άκουσε τις ανάσες της και να αντικρίσει τον ιδρώτα του να στεγνώνει αργά πάνω από το δέρμα της.

Μου χαμογέλασε και ανακάτεψε τα μαλλιά μου. Τα χέρια μου, ανυπάκουα στις σκέψεις μου, τόσο αχόρταγα, διέτρεχαν τις καμπύλες της ξανά και ξανά. Δεν ήθελα να τελειώσει. Άμα με άφηνε θα της έκανα έρωτα μέχρι το πρωί, έως το επόμενο βράδυ, θα την έκανα δικιά μου μέχρι τη τελευταία μου πνοή.

«Πως νιώθεις;» την ρώτησα σιγανά.

Συμπεριφερόμουν απόλυτα χαζά. Μα, εξάλλου, οι ερωτευμένοι μοιάζουν και πράττουν σαν χαζούς.

Περίεργο και ανήκουστο, έτσι;

Πάντα απεχθανόμουν εκείνους τους ανθρώπους που επέτρεπαν στον έρωτα να τους τρελάνει και να τους καταντήσει τόσο αυθόρμητους και ανόητους. Ποτέ δεν πίστευα πως αυτό θα συνέβαινε και σε μένα. Όμως, αποδείχθηκα λάθος για άλλη μια φορά.

«Όμορφα,» μου απάντησε και ανύψωσε λίγο τη μέση της ενόσω τα δάχτυλα μου γλιστρούσαν κάτω από την πλάτη της.

Το στήθος της σφίχτηκε. Με το άλλο μου χέρι χάιδεψα το στέρνο της. Το κεφάλι της γύρισε στο πλάι για να αποφύγει το βλέμμα μου. Σταμάτησα να την αγγίζω και τοποθέτησα του αγκώνες μου στα πλάγια φυλακίζοντας την από κάτω μου. Τότε έστρεψε ξανά το πρόσωπο της προς το δικό μου.

«Χόουπ,» στραβοκατάπια, αργά και σταθερά.

Ήμουν έτοιμος να της το πω, τις λέξεις που δεν επέτρεπα μέχρι τώρα να ειπωθούν στο διάφανο χαρτί του αέρα.

Η αχνή, ασημένια λάμψη από το φως του Φεγγαριού τρύπωσε στο δωμάτιό μου και έπεσε πάνω στις γωνίες του προσώπου της. Τα πράσινα μάτια της χρωματίστηκαν με τη λαμπερή απόχρωση της αστερόσκονης. Οι πνεύμονες της γέμιζαν με το λιγοστό οξυγόνο που είχε απομείνει στον χώρο, το τρυφερό στήθος της να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει. Παραμέρισα λίγες τούφες από τα μαλλιά της, οι οποίες είχαν κολλήσει στον λαιμό της. Χαμογέλασε γλυκά, μ'ένα χαμόγελο που έκανε τα πάντα να φαντάζουν τόσο εύκολα.

«Σε αγαπάω,» έκλεψε τις σκέψεις μου και τις αποτύπωσε στην ατμόσφαιρα πριν από εμένα.

Αισθάνθηκα μια πίεση στο στέρνο μου. Η καρδιά έτρεχε να κρύψει τον ενθουσιασμό της αλλά οι παλμοί την πρόδιδαν, ξεκινώντας μια βροντερή συναυλία.

«Σε λατρεύω!» ανταποκρίθηκα με τη φωνή μου να αντηχεί σαν ένας παθιασμένος ψίθυρος.

Την έκλεισα στην αγκαλιά μου.

Είχα πολλά να της πω, να της δείξω και να της αποκαλύψω. Μα, η ώρα δεν είχε έρθει.

Τουλάχιστον, όχι ακόμη.

Την απελευθέρωσα με δειλές κινήσεις και έπεσα δίπλα της, στην έκταση του κρεβατιού μου που είχε μείνει κενή. Η Χόουπ με πλησίασε και πέρασε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα μου. Έκρυψε το πρόσωπο της κάτω από το πηγούνι μου, οι ζεστές ανάσες της να συγκρούονται απαλά στον ώμο μου.

«Αύριο είναι τα γενέθλια σου!» πιο πολύ το υπενθύμισα βροντερά στον εαυτό μου, παρά σε εκείνη.

«Ναι, είναι!» απάντησε, κάπως θλιμμένα.

«Δεν χαίρεσαι;»

«Χαίρομαι, όχι, όμως, που θα γίνω δεκαοκτώ. Χαίρομαι, επειδή θα έχεις την ευκαιρία να είσαι μαζί μου ανάμεσα στο πλήθος! Θα μπορούμε να στεκόμαστε πλάι ο ένας στον άλλο χωρίς φόβο!»

Ένα κύμα απορίας, ίσως τρόμου, με διαπέρασε με το άκουσμα των λέξεων "μαζί" και "πλήθος".

«Πως θα γίνει αυτό; Τι εννοείς;»

Ένωσε το κορμί της με το δικό μου. Φίλησα τον ώμο της επιτρέποντας στα χέρια μου να εγκλωβίσουν το εκτεθειμένο σώμα της μέσα στην αγκαλιά μου. Τότε μου σιγομουρμούρισε όλες τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, αυτών που εγώ δεν ήμουν δίπλα της.

Δεν ήξερα άμα έπρεπε να χαρώ και να αισθάνομαι ευτυχία.

Δεν ήθελα να δώσουμε αφορμή σε κανέναν για να μας κρίνει.

Δεν αποδεχόμουν τη σκέψη πως οι δαίμονες θα ξυπνούσαν ξανά στην οροφή ενός πολυτελούς ξενοδοχείου κάτω από το Σεληνόφωτο ενώ ο έρωτας μου θα έσβηνε τη φλόγα των κεριών του.

Ένιωθα πως κάτι κακό θα συνέβαινε.

Και όντως, οι φοβίες μου έγιναν αλήθεια.

Εκείνη η νύχτα βάφτηκε με τα απόμακρα χρώματα του θανάτου,αλλάζοντας τις ζωές μας μια και για πάντα. Εκείνο το βράδυ η Σελήνη τραγούδησε τη τελευταία μελωδία της ζωής της στα αστέρια. Τα άστρα έσβησαν και ο ουρανός άρχισε να μοιρολογεί για τα χαμένα του παιδιά, τους αγαπημένους του εραστές.

Czytaj Dalej

To Też Polubisz

2.7K 380 36
«Όλοι μου λένε πως θα γίνει πιο εύκολο, πως με τον καιρό θα περάσει και θα γίνουν όλα καλά. Αλλά ο πόνος δε περνάει, κάθε μέρα γίνεται και πιο δυνατό...
612K 20K 70
Η Μελίνα, μια 18 χρόνη μαθήτρια Τρίτης λυκείου, οι γονείς της δεν παντρεύτηκαν ποτέ , μια εφηβική τρέλα , η μητερα της μόλις την γέννησε εφυγε και απ...
677K 53.2K 41
Περίληψη στο πρώτο κεφάλαιο! ➿ • highest #5 in teen fiction! ©️Do not copy my story. Wattpad 2017-18
70.6K 10.3K 80
20 βιβλίο. #4 της σειράς Σαντα Ροζα Τζούνιορ. Τελευταία ιστορία της σειράς. Η Αλεξάνδρα έχει πάντα ότι θέλει.Έτσι μεγάλωσε και έτσι έγινε.Ανεξάρτητη...