Το Χρώμα του Καπνού

By RainbowManiacF

46.8K 6.6K 4.9K

«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνού... More

Π ρ ό λ ο γ ο ς
Κεφάλαιο 1o|| Σον
Κεφάλαιο 2ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 3o|| Σον
Κεφάλαιο 4o|| Χόουπ
Κεφάλαιο 5ο|| Σον
Κεφάλαιο 6ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 7ο|| Σον
Κεφάλαιο 8ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 9|| Σον
Κεφάλαιο 10|| Χόουπ
Κεφάλαιο 11 {Α}
Κεφάλαιο 11 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 12|| Χόουπ
Κεφάλαιο 13|| Σον
Κεφάλαιο 14|| Χόουπ
Κεφάλαιο 15|| Σον
Κεφάλαιο 16|| Χόουπ
Κεφάλαιο 17|| Σον
Κεφάλαιο 18|| Χόουπ
Κεφάλαιο 19|| Σον
Κεφάλαιο 20|| Χόουπ
Κεφάλαιο 21|| Σον
Ανακοίνωση || Ευχαριστίες
Κεφάλαιο 22|| Χόουπ
Κεφάλαιο 23 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 23 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 24|| Χόουπ
Κεφάλαιο 25|| Σον
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27|| Χόουπ
Κεφάλαιο 28 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 28 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 29|| Χόουπ
Κεφάλαιο 30 {Β}
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32 {A}|| Σον
Κεφάλαιο 32 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 33|| Χόουπ
Κεφάλαιο 34|| Σον
Ευχαριστίες
Ε π ί λ ο γ ο ς
Επιστροφή (Σον)
Ανακοίνωση

Κεφάλαιο 30 {Α}|| Σον

625 98 140
By RainbowManiacF

Πόσα λάθη θα κάνω ακόμα;

Είμαι ξεροκέφαλος, το ξέρω.

Ίσως, ήρθε η ώρα να μάθω μέσα από τις χαμένες μου επιλογές.

Πρέπει να γίνω θαρραλέος.

[...]

Έφτασα στο αστυνομικό τμήμα, με τη καρδιά μου να τρέμει μέσα στον θώρακα μου. Τα μάτια μου, σε απόλυτη εγρήγορση, σάρωσαν τον εξωτερικό χώρο εξεταστικά. Αυτοκίνητα έτρεχαν βιαστικά πάνω στην άσφαλτο του κεντρικού δρόμου, δίπλα στον οποίο βρισκόταν το κτήριο της αστυνομίας. Ήταν νωρίς ακόμα. Βέβαια, έτσι κι αλλιώς, ο ήλιος δεν μπορούσε να αγγίξει τη γη με το φως του. Οι ψηλές πολυκατοικίες δεν επέτρεπαν στις αχτίδες του να προσεγγίσουν το έδαφος.

Ανακάτεψα τα μαλλιά μου βιαστικά, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά προς τον γαλανό ουρανό. Ένα περίεργο συναίσθημα διέτρεχε το κορμί μου. Ένιωθα λες κι από τη στιγμή που θα πάταγα το πόδι μου στο εσωτερικό του αστυνομικού τμήματος δεν θα είχα την ευκαιρία να δω ξανά τον έξω κόσμο, τα αστέρια και το Φεγγάρι, όλα όσα αγαπούσα πιο πολύ και από εμένα.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και έσπρωξα την γυάλινη πόρτα. Στο τέλος, όλα πληρώνονται σε αυτή τη ζωή. Αν και ένας μικρός ψίθυρος, στα βάθη του μυαλού μου, με διαβεβαίωνε πως η ώρα για τη δικιά μου πληρωμή των χρωστούμενων δεν είχε φθάσει, τουλάχιστον όχι ακόμη. Προχώρησα λίγο πιο μέσα τρίβοντας νευρικά, για ένα δευτερόλεπτο, το γυμνό μου αυχένα. Ο χώρος στο εσωτερικό της αστυνομίας ήταν δροσερός από τα κλιματιστικά που είχαν πάρει στη κυριολεξία φωτιά. Σχεδόν όλες οι πολιτείες της Αμερικής βίωναν τον χειρότερο, καλοκαιρινό καύσωνα, των τελευταίων αιώνων.

«Καλησπέρα νεαρέ, πως θα μπορούσαμε να σε βοηθήσουμε;» με ρώτησε, ξαφνικά, μια ψηλή, αλλά σχετικά εύσωμη, περίπου τριαντάχρονη αστυνομικός.

Τέλεια! Δεν είχα μπει για τα καλά στο εσωτερικό του κτηρίου και ήδη τραβούσα όλα τα βλέμματα πάνω μου, σκέφτηκα.

«Με φώναξε,» ανακάλεσα γρήγορα στο νου μου το όνομα του άνδρα με τον οποίο μίλησα εχθές το πρωί, «ο Κύριος Τράβις!»

«Α ναι, σωστά, εσύ θα είσαι ο Σον Ρόμπερτς. Πέρνα μέσα, σε περιμένει!» η ευγενική γυναίκα με συνόδευσε μέχρι τη πόρτα του γραφείου του.

Όλα φαίνονταν τόσο πρωτόγνωρα στα μάτια μου. Όσο ανήκουστο και αν ήταν, δεν ήξερα πολλά από αστυνομία και εγκλήματα. Αστείο, έτσι; Ο αρχή παραβάτης, ο ναρκομανής, το υποτιθέμενο "κακό αγόρι" να μην έχει επισκεφθεί ποτέ του ένα αστυνομικό κέντρο για όλες τις παραβιάσεις που έχει κάνει στη μικρή του ζωή; Ναι, λοιπόν. Ίσως, τελικά, να μην ήμουν ποτέ το λεγόμενο "κακό αγόρι".

Ποιος βάζει αυτούς τους ανόητους τίτλους στους ανθρώπους, μωρό μου;

Δεν έμαθα ποτέ γιατί το κακό ονομάζεται κακό και το καλό καλό.

Δεν γνωρίζω τι είναι ο παράδεισος για να τον αναζητώ... και όμως τον ψάχνω.

Δεν θέλω να χαθώ στη κόλαση, ακόμη κι αν ξέρω πως μπορεί να μην υπάρχει.

Πες μου, έναν καινούριο λόγο που με αποκαλούν... κακό;

«Τζον, έφθασε το πακέτο σου!» αστειεύτηκε καθώς άνοιξε τη πόρτα του γραφείου του και αντίκρισε τον γνωστό συνάδελφο της.

Ο έγχρωμος άνδρας, ο οποίος καθόταν σε μια μεγάλη και αναπαυτική, δερμάτινη καρέκλα, χαμογέλασε αχνά, φευγαλέα. Έπειτα, της έκανε νεύμα να μας αφήσει μόνους μας. Εκείνη, εκτέλεσε τις εντολές του επακριβώς και εξαφανίστηκε, κλείνοντας τη πόρτα πίσω της γρήγορα.

«Νόμιζα πως οι ανακρίσεις γίνονται σε κάτι δωμάτια σαν κουτιά, με τον αστυνομικό να ασκεί ένα είδος τρομοκρατίας ώσπου να λυγίσει ο ύποπτος,» δήλωσα μ'έναν σαρκαστικό τόνο, έτοιμος να υποστώ τη συνέχεια.

«Και ποιος σας είπε κύριε Σον Ρόμπερτς πως εδώ σήμερα θα σας κάνουμε ανάκριση;»

«Για φόνο μιλάμε, σωστά;» απόρησα με την ηρεμία του.

«Ξέρετε, εγώ δεν έκανα ποτέ λόγο στο τηλέφωνο για φόνο νεαρέ μου. Άλλη είναι η αιτία της παρουσίας σας εδώ σήμερα. Απλά, οφείλω να παραδεχτώ, πως άσκησα λίγη τρομοκρατία για να σας πείσω να έρθετε!»

Γέλαγε τώρα, κάπως αυτάρεσκα, φανερά ικανοποιημένος με τις ηγετικές του ικανότητες.

«Κάτσε!» μου έδειξε τη κενή καρέκλα απέναντι του.

Τη πλησίασα αργά αργά και έκατσα με τους αντίστοιχους ρυθμούς.

«Με τη Μάγια Κάλιγκαν, ποιες ήταν οι σχέσεις σας;» ρώτησε, σέρνοντας τη καρέκλα του κοντά στο ξύλινο γραφείο του.

Κατάπια με ταχύτητα, σε μια απόπειρα να προετοιμάσω τις φωνητικές μου χορδές για μια συζήτηση που προβλεπόταν αρκετά μεγάλη.

«Δεν είχαμε και τις πιο στενές σχέσεις. Ένα διάστημα ήμασταν κάτι παραπάνω από φίλοι και κάτι λιγότερο από ζευγάρι. Αλλά, ήταν μονάχα ένας μήνας. Μετά, θα την έβλεπα στους δρόμους της Νέας Υόρκης που και που, τίποτα παραπάνω!»

Φάνηκε σκεπτικός, ενόσω επεξεργαζόταν την απάντηση μου.

«Γνωρίζεις κάποιον που θα μπορούσε να της προμηθεύει οποιουδήποτε είδους ναρκωτικά; Κάποιον, που θα ήθελε να τη δει στα χειρότερα της; Ό,τι μου πεις είναι άκρως εμπιστευτικό, μίλα ελεύθερα!»

Τα λόγια του εισέβαλαν στα αυτιά μου. Οι μυς μου τεντώθηκαν, έτοιμο να λάβουν μέρος σ'έναν άνισο αγώνα επιβίωσης και αντοχής. Το αίμα έτρεχε να προλάβει τη καταστροφή, να μεταφέρει στη καρδιά φρέσκο οξυγόνο πριν εκείνη προλάβει να σβήσει από το χάρτη των ζωτικών, για τον άνθρωπο, οργάνων.

Ήξερα πολύ καλά. Πάντα ήξερα. Μεγαλώσαμε μαζί. Τον είδα να υψώνεται σπουδαίος μια φορά στη ζωή του, μόνο και μόνο για να συντριβεί το αμέσως επόμενο λεπτό. Είχε υπάρξει καλός άνθρωπος. Κάποτε είχε ένα αφελές και παιδικό βλέμμα. Πριν κάτι χρόνια ήταν ευγενικός, τόσο διαφορετικός. Μα άλλαξε και μαζί του άλλαξα κι εγώ. Χάσαμε και οι δυο μας τον δρόμο προς την ένδοξη αιωνιότητα, με την ιδέα πως η αληθινή ευτυχία απαιτεί την καταστροφή. Η θύελλα της άσπρης, καταστροφικής σκόνης τον παρέσυρε στο πέρασμά της. Εκείνος με τη σειρά του, κρατώντας με σφιχτά από το χέρι με τράβηξε μαζί του στο εσωτερικό του λευκού χάους. Και αυτό ήταν. Χωρίς πολλά λόγια. Απλά χαλάσαμε τους εαυτούς μας με τον ποιο άδοξο και εξαθλιωτικό τρόπο. Κρίμα, επειδή οι ζωές μας προβλέπονταν μεγάλες και εμείς τις κάναμε να φαντάζουν τόσο μικρές.

«Όχι, δεν μου έρχεται κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό,» είπα για ακόμη μια φορά ψέματα, όσο πιο ήρεμα μπορούσα, ώστε να μην προδοθώ από μόνος μου.

Και εδώ θα απορούσε κανείς... γιατί ποτέ δεν τον φανέρωσα όταν εκείνος με απειλούσε συνεχώς, έχοντας την απατηλή ιδέα στο νου του πως ήμουν του χεριού του;

Δεν ξέρω. Ούτε κατάλαβα ποτέ τον λόγο που ένα κομμάτι μου τον προστάτευε μέχρι τέλους. Με εκμεταλλευόταν. Εξάλλου, το γνώριζα πολύ καλά. Καλύτερα; Το έβλεπα. Κάθε μέρα που ήμασταν μαζί. Εκείνος πιο απρόοπτος και εκδηλωτικός, κουβαλούσε τη μιζέρια του παντού, αφού πρώτα φρόντιζε να τη κρύψει καλά μέσα στη μαυρίλα του κόσμου του. Αντίθετα εγώ ήμουν πιο πράος και εσωστρεφής, ένας παρατηρητής του σύμπαντος, ένας ονειροπόλος, που ήταν πραγματικά ερωτευμένος με τα άστρα και την ηγέτιδα τους. Τελικά, ήμασταν τόσο διαφορετικοί. Όμως, με κάποια τρομακτική δύναμη της ζωής, ο Ντάρεν κολλούσε μαζί μου μ'έναν ιδιαίτερο τρόπο.

«Δεν με βοηθάς καθόλου νεαρέ μου!» ξεφύσησε και σηκώθηκε από τη καρέκλα του.

Άρχισε να περπατάει γύρω γύρω στο μεγάλο χώρο του γραφείου του. Τα μάτια μου τον ακολουθούσαν από άκρη σε άκρη ενώ τα δάχτυλα των χεριών μου συγκρούονταν νευρικά μεταξύ τους.

«Σον,» γύρισε και με κοίταξε, «μπορώ να σου μιλάω στον ενικό σωστά;»

Έγνεψα καταφατικά.

«Μιλάμε για μια από τις πιο επικίνδυνες συμμορίες δρόμων. Για μια ομάδα που διακινεί, ασύστολα, ναρκωτικά και αν σου φαίνομαι υπερβολικός τότε δεν καταλαβαίνεις το κίνδυνο που διατρέχει κάθε έφηβος στην χώρα μας!»

Εστίασα το βλέμμα μου στο πάτωμα. Για κάποιο λόγο η άμεση επαφή των ματιών μας με έκανε να αισθάνομαι ένοχος -αν κι εν μέρη όντως ήμουν, αφού έκρυβα την αιχμηρή αλήθεια, όλα όσα ήξερα.

«Πως βρήκατε το τηλέφωνο μου; Πως μάθατε για τον θάνατο της Μάγιας; Που την εντοπίσατε; Και το κυριότερο, γιατί υποψιάζεστε πως εγώ σχετίζομαι με τέτοιους ανθρώπους;»

Χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα.

Κι άλλα ψέματα, το ένα πίσω από το άλλο, να δημιουργούν μια πελώρια, σκουριασμένη αλυσίδα.

«Όλα αυτά είναι απόρρητα!» δήλωσε με αυστηρότητα.

«Αυτό λέτε συνέχεια. Κι όμως ακόμη δεν έχω τη παραμικρή ιδέα πως μπορώ να σας βοηθήσω. Δεν έχω καμιά σχέση με όσα με ρωτάτε!Αν θέλετε να με συλλάβετε, κάντε το!» ύψωσα τη φωνή μου.

Ένιωθα σαν να δεχόμουν μια επίθεση, την οποία έπρεπε επειγόντως να αντικρούσω... δυστυχώς, με περισσότερα ψέματα κάθε φορά.

Πόσο άθλιος είσαι μικρέ μου εαυτέ;

«Σον, δεν έχω κανένα στοιχείο εναντίων σου. Κανονικά δεν πρέπει να σου πω τίποτα. Μπορώ να χάσω τη δουλειά μου γι'αυτό που θα κάνω τώρα!» έβγαλε γρήγορα έναν άσπρο φάκελο από ένα μεταλλικό ντουλάπι κοντά στο παράθυρο.

Παρακολούθησα τις κινήσεις του, τη μία μετά την άλλη, με αγωνία. Πέταξε τον φάκελο στο τραπέζι, μπροστά μου.

«Διάβασε!» πρόσταξε και έκατσε ξανά στην, προεδρική θα έλεγε κανείς, θέση του.

Έκανε πίσω τη πλάτη του, αφού πρώτα άφησε μια βαριά ανάσα να ξεφύγει από τα μεγάλα χείλη του. Επεξεργάστηκα το αρχείο προτού το ανοίξω. Έπειτα, κατάπια αργά. Ένα πράγμα που μισούσα όταν αγχωνόμουν; Στέγνωνε ο λαιμός μου, σε σημείο ανυπόφορα κουραστικό.

«Είναι ο φάκελος της υπόθεσης!» με πληροφόρησε σιγανά, αλλά με σταθερότητα.

Τον κοίταξα έκπληκτος, ίσως και άφωνος.

«Ξέρεις ποιο είναι το περίεργο σε αυτή τη δουλειά;» ακούμπησε τα χέρια του στα πλαϊνά χερούλια της καρέκλας του.

«Όχι,» απάντησα μονολεκτικά, κάπως δειλά.

Γέλασε.

«Έχω μάθει να κόβω φάτσες!»

«Δηλαδή;»

«Με το που μπαίνει κάποιος εδώ μέσα, καταλαβαίνω αμέσως άμα έχει κάνει κάτι κακό. Άμα είναι, όντως, εγκληματίας ή όχι. Και εσύ παιδί μου, είσαι τόσο αθώος... το λένε τα μάτια σου. Όμως, υπάρχει κάτι εκεί μέσα σου, στη ψυχή σου. Κάτι που δεν μου λες και κάνει την αθωότητα σου να σπιλώνεται!»

Είχα μείνει απλά άναυδος. Δεν είχα τίποτα να πω. Με είχε μάθει, μονάχα μέσα σε λίγα λεπτά. Μπροστά του ήμουν απόλυτα διαυγής, σαν τα νερά μιας ήρεμης θάλασσας, ένα καλοκαιρινό πρωινό. Μπορούσε να δει καθαρά τον πυθμένα της καρδιάς και των σκέψεων μου. Ανατρίχιασα. Πρώτη φορά, μετά από τη Χόουπ, κάποιος είχε τη δυνατότητα να βλέπει βαθιά μέσα μου.

«Θέλω να μου φερθείς με ειλικρίνεια, όπως κι εγώ!» επισήμανε με αυτοπεποίθηση και σοβαρότητα ταυτόγχρονα.

Προσπέρασα την προτροπή του και άνοιξα τον φάκελο της υπόθεσης "Μάγια Κάλιγκαν" με τρεμάμενα χέρια.

Τα γράμματα, αν κι μικρά, ήταν απόλυτα ευανάγωστα σε όλη την έκταση του μεγάλου κειμένου, εκτυπωμένα με φρέσκο μαύρο μελάνι. Όλα τα στοιχεία είχαν αναλυθεί διεξοδικά σε ένα έγγραφο περίπου δέκα σελίδων. Μου πήρε αρκετή ώρα να το διαβάσω ολόκληρο, καθώς προσπαθούσα να κατανοήσω πλήρως και τη πιο μικρή πληροφορία, το παραμικρό στοιχείο, την πιο ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Ο αστυνομικός, που άκουγε στο όνομα Τζον, με περίμενε υπομονετικά να τελειώσω την ανάγνωση μου. Και όντως, τα μάτια μου σάρωσαν όλες τις σελίδες, έφτασαν στη τελευταία πρόταση μετά από μισή ώρα, η οποία φάνηκε σαν αιώνας. Είχα ανατριχιάσει, τόσα καινούρια γεγονότα να βομβαρδίζουν το άπειρο σε τέτοια τρομερά συμβάντα μυαλό μου.

Η Μάγια Κάλιγκαν, το κορίτσι των ατελείωτων καλοκαιριών, της σκόνης της χρυσής άμμου της Καλιφόρνιας και του εκτυφλωτικού ήλιου, που συνόδευε την αλμύρα της θάλασσας, δεν ζούσε πια. Άφησε τη τελευταία της πνοή σ'ένα υγρό και σκοτεινό σοκάκι της πόλης μας. Το σώμα της, κρύο και μελανιασμένο, παραδόθηκε στις αγκάλες του Θανάτου κάτω από τον αγουροξυπνημένο ουρανό, υπό την επήρεια σκληρών ναρκωτικών. Δίπλα της βρέθηκαν παραπεταμένες δυο τρεις αδειασμένες σύριγγες. Φορούσε ένα κόκκινο, κοντό και άκρως αποκαλυπτικό φόρεμα. Εξάλλου, έτσι ήταν η Μάγια, απελπιστικά ερωτική μέχρι και τη τελευταία της ανάσα. Την βρήκε ένας περαστικός. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν μια απλή μεθυσμένη έφηβη που λιποθύμησε στο πουθενά. Όμως, μετά ανακάλυψε πως ήταν νεκρή. Η αίγλη της νιότης της είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει. Τα ναρκωτικά είχαν καταλάβει όλο το αίμα στις φλέβες της. Η καρδιά της δεν άντεξε και παραδόθηκε, χωρίς καμία αντίσταση, στον βασιλιά της καταστροφής. Η μητέρα της έμαθε για το θάνατο της την ίδια μέρα. Ο πατέρας της Μάγιας δεν ζούσε, είχε πεθάνει μόλις εκείνη έκλεισε τα πέντε της. Φαίνεται πως είχε έρθει η ώρα, η κόρη να σμίξει με τον πατέρα της, να βρει τη χαμένη θαλπωρή και να αναπαυτεί εν ειρήνη.

«Σον, είναι ευθύνη μου να μην ξαναβρεθεί ποτέ κανείς έφηβος νεκρός στο έδαφος αυτής της χώρας από ναρκωτικά!» ο αστυνομικός με επανέφερε, απρόσμενα, στην πραγματικότητα.

Με κοίταγε μ'ένα βλέμμα που εξέπεμπε μια γλυκιά ζεστασιά, σαν εκείνη τη στιγμή να απευθυνόταν στο δικό του γιο.

«Το ξέρω,» ψέλλισα σιγανά.

Πες τα όλα, δόλιε άνθρωπε.

Άσε τα ψέματα που τρώνε τα σωθικά του κόσμου μας να έρθουν στην επιφάνεια.

Κραύγασε δυνατά τα λόγια, τα ονόματα, τις πράξεις, τα συμβάντα, τα λάθη, όλα όσα καίνε τα όνειρα της γενιάς μας.

Επέτρεψε στο αχνό φως της αλήθειας να γίνει η θεόσταλτη ελευθερία σου.

«Σκέψου ξανά παιδί μου. Κάποιον, οποιοδήποτε, έστω ένα άτομο που θα μπορούσε να ξέρει κάποιο από τα λεγόμενα, βαποράκια!» με παρακάλεσε, η ελπίδα να παίρνει σάρκα και οστά στα σκούρα καστανά του μάτια.

Μια καλά κοιμισμένη δύναμη μέσα μου άρχισε να φουντώνει, ήθελε να τα αποκαλύψει όλα. Μα οι σκέψεις μου δεν μπορούσαν να πάρουν τη μορφή λέξεων. Όλα όσα απαιτούσε η λογική να παραδεχθώ και να φανερώσω, πέθαιναν από τον ψυχρό δολοφόνο της παρόρμησης, το συναίσθημα.

«Δεν ξέρω,» ήταν το μόνο που είπα.

Τότε μια έκφραση απογοήτευσης κυριάρχησε στο πρόσωπο του.

Τον προστάτευα ακόμα. Ίσως, να με τρομοκρατούσε η ιδέα πως υπήρχε η πιθανότητα ο Ντάρεν να με σύρει μαζί του στη κόλαση, άμα έλεγα την αλήθεια. Από την άλλη, πολύ απλά ήμουν τόσο ανόητος και συναισθηματικός που δεν τολμούσα να πω όσα ήξερα. Πάντως, ένα ήταν το βέβαιο, ο υποτιθέμενος φίλος μου, ο κρυφός γιος του Διαβόλου, είχε μπλέξει, με όλη την έννοια της λέξης. Δεν γνώριζα το πότε, το πως ή με ποιους ετοίμαζε τις βρωμοδουλειές του. Όμως, οι πράξεις του είχαν ήδη αποδώσει τους πιο θανατηφόρους, δηλητηριώδεις καρπούς. Ο θάνατος της Μάγια, της κοπέλας που αγάπησε έστω και για λίγους μήνες, δεν ήταν τυχαίος. Ήταν το πρώτο θύμα του. Σίγουρα δεν θα σταματούσε. Τουλάχιστον, όχι τώρα. Το μοιραίο του παιχνίδι είχε αρχίσει και ο πρώτος που υπέκυψε στις δυνάμεις του, πλήρωσε το τίμημα με τους τελευταίους χτύπους της καρδιάς του.

«Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;» του έδωσα το φάκελο πίσω.

«Βέβαια!»

«Πότε θα γίνει η κηδεία της;» απόρησα, έχοντας την επιθυμία να μου δοθεί η ευκαιρία να την αποχαιρετήσω σωστά.

Χαμογέλασε αχνά και τοποθέτησε τον φάκελο στο συρτάρι του γραφείου του.

«Το σώμα της θα μεταφερθεί στη Σάντα Μπάρμπαρα αύριο. Η Κηδεία θα γίνει τη Πέμπτη το απόγευμα, στο κοιμητήριο κοντά στη θάλασσα.»

Κούνησα το κεφάλι μου πάνω κάτω, ως ένδειξη κατανόησης.

«Να πας αγόρι μου. Αφού την ήξερες... θα ήταν το καλύτερο, να της πεις ένα αντάξιο αντίο!» παρότρυνε, πλησιάζοντας με.

«Θα πάω,» τον βεβαίωσα.

«Χαίρομαι,» είπε και με συνόδευσε προς την έξοδο.

Έσφιξα τα χέρια μου καθώς πλησίαζα την πόρτα του γραφείου του. Αυτή ήταν η τελευταία μου ευκαιρία για να του πω τα πάντα. Αλλά, αποδείχθηκα , ξανά, ένας δειλός.

«Μπορώ να έχω το τηλέφωνο σας;» δήλωσα προτού γυρίσει το πόμολο.

«Θα στο δώσει η συνάδελφος πριν φύγεις!» με καθησύχασε και αυτό ήταν.

Όλα τελείωσαν. Προς το παρόν ήμουν ασφαλής, μα κανείς δεν ήξερε για πόσο ακόμα. Επειδή, είχα απλά κερδίσει μια σύντομη παράταση ζωής.

Α/Ν

Γεια σας...

*ενός λεπτού σιγή*

Εμ ναι, λοιπόν, είμαι σίγουρη πως κάποιοι από εσάς θα έχετε ψιλοθυμώσει που ο Σον παριστάνει στον αστυνομικό τον ανήξερο ενώ ξέρει πολύ καλά ποιος οφείλεται για τον θάνατο της Μάγιας. Για να μη πω πως κάποιες, εμ Χαρά για σένα λέω κυρίως, θα θέλατε να μου δώσετε καμιά ήπια μπουνιά 😂 Όντως, ο Σον, έχασε την ευκαιρία του στο να απαλλαχθεί από το Ντάρεν. Αλλά, στη συνέχεια θα τον αναλάβει η ίδια η ζωή 😉

Επίσης, όπως είδατε αυτό είναι το πρώτο μέρος του κεφαλαίου, ναιπ θα έχει και δεύτερο κομμάτι.

Πραγματικά, γράψτε μου εδώ...
--->
Γιατί νομίζετε πως ο Σον δεν αποκάλυψε την αλήθεια και τι πιστεύετε γενικά πως θα ακολουθήσει στα επόμενα και τελευταία κεφάλαια.

Με αγάπη Αντιγόνη <3

SPOILER ALERT: Στη συνέχεια του κεφαλαίου ο Σον ταξιδεύει έως τη Σάντα Μπάρμπαρα για τη κηδεία της Μάγιας, χωρίς να πει κάτι στη Χόουπ για τις εξελίξεις. Εκεί, εκτός από πολλές αναμνήσεις, θα αντιμετωπίσει ξανά τους αιώνιους δαίμονες του! 😈😈😈

Continue Reading

You'll Also Like

185K 21.1K 34
All she ever wanted was to escape.To forget.But destiny had different plans. |Περίληψη στο πρωτο κεφάλαιο.| Απαιτείται να εχετε διαβασει το Colours. ...
931K 99.3K 94
Highest Rank:#1 in Teen Fiction. Winner of the #READINT2017 Νο 107:Life is better when you are drunk.??? **************************************...
63.7K 4.3K 36
"Μπορεί να μην είμαι έμπειρη αλλά.."η πλάτη της αποχωρίστηκε την πόρτα, με μικρά βήματα πλησίαζε τον άνδρα απέναντι της που πλέον ένιωθε εκείνος πως...
677K 53.2K 41
Περίληψη στο πρώτο κεφάλαιο! ➿ • highest #5 in teen fiction! ©️Do not copy my story. Wattpad 2017-18