Το Χρώμα του Καπνού

By RainbowManiacF

46.8K 6.6K 4.9K

«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνού... More

Π ρ ό λ ο γ ο ς
Κεφάλαιο 1o|| Σον
Κεφάλαιο 2ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 3o|| Σον
Κεφάλαιο 4o|| Χόουπ
Κεφάλαιο 5ο|| Σον
Κεφάλαιο 6ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 7ο|| Σον
Κεφάλαιο 8ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 9|| Σον
Κεφάλαιο 10|| Χόουπ
Κεφάλαιο 11 {Α}
Κεφάλαιο 11 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 12|| Χόουπ
Κεφάλαιο 13|| Σον
Κεφάλαιο 14|| Χόουπ
Κεφάλαιο 15|| Σον
Κεφάλαιο 16|| Χόουπ
Κεφάλαιο 17|| Σον
Κεφάλαιο 18|| Χόουπ
Κεφάλαιο 19|| Σον
Κεφάλαιο 20|| Χόουπ
Κεφάλαιο 21|| Σον
Ανακοίνωση || Ευχαριστίες
Κεφάλαιο 22|| Χόουπ
Κεφάλαιο 23 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 24|| Χόουπ
Κεφάλαιο 25|| Σον
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27|| Χόουπ
Κεφάλαιο 28 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 28 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 29|| Χόουπ
Κεφάλαιο 30 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 30 {Β}
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32 {A}|| Σον
Κεφάλαιο 32 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 33|| Χόουπ
Κεφάλαιο 34|| Σον
Ευχαριστίες
Ε π ί λ ο γ ο ς
Επιστροφή (Σον)
Ανακοίνωση

Κεφάλαιο 23 {Α}|| Σον

893 123 130
By RainbowManiacF

Μία σελήνη πριν τα άστρα αποκαλύψουν τα συναισθηματά τους στην ελπίδα του ουρανού τους...

Όταν ήμασταν στην Καλιφόρνια, εκείνα τα τόσο μακρινά και τόσο κοντινά την ίδια στιγμή καλοκαίρια, η Μάγια μου είχε πει πως το ποτό μπορεί να αλλάξει ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό. Τότε, θυμάμαι, πως είχα γελάσει χλευαστικά με τα λεγόμενά της, κρατώντας το γυμνό κορμί της σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μου.

Ήταν εκείνη η μελαγχολική περίοδο της άγριας εφηβείας.

Τα εποχιακά, περιφερειακά Μοτέλ, με τη σύντομη διαμονή και τα μικρά, ακατάστατα δωμάτια κοντά στην παραλιακή είχαν μετατραπεί στη δική μας, προσωπική, γλυκιά κόλαση. Κάθε πρωί λιώναμε κάτω από τον καυτό ήλιο στην άμμο της Σάντα Μπάρμπαρα*. Τα κύματα έσκαγαν στις ακτές, το δέρμα τσουρουφλιζόταν, η αλμύρα γινόταν ένα με το κορμί μας.

Το καλοκαίρι μαζί της αιώνιο. Κάθε ζεστή μέρα να χαρακτηρίζεται μόνο από γεμάτες ένταση στιγμές. Επειδή, έτσι ήταν η Μάγια. Δημιουργούσε σκηνές ζηλοτυπίας στη μέση της παραλίας. Επέλεγε πάντα τι θα κάνουμε και πότε. Τα βράδια έσβηνε τη φλόγα του σώματός της, χρησιμοποιώντας το κορμί μου ως σανίδα σωτηρίας. Και πάνω από όλα... ζούσε δυνατά, σαν να μην υπήρχε αύριο.

Ίσως, εκείνο τον καιρό, ένα κομμάτι μου να είχε αγαπήσει το πάθος της για διασκέδαση. Μπορεί τότε οι δαίμονες μου να είχαν βρει στα αλήθεια ένα μικρό καταφύγιο μέσα στη μεγάλη έκταση του χάους μου. Αλλά, το λιμάνι της, δεν θα μου πρόσφερε ποτέ την παντοτινή αγαλλίαση. Όχι. Η ευημερία, η γαλήνη... η ευτυχία δεν άκουγε ποτέ στο όνομά εκείνης.

Η καρδιά φτερούγιζε μόνο σε μια λέξη... στον ήχο της ύπαρξής του κοριτσιού που γεννήθηκε για να συμπληρώνει το μισό μου εγώ και να μας κάνει το αγαπημένο μου εμείς. Γιατί, ο οργανισμός μου μπορούσε να αισθανθεί την πολυπόθητη πληρότητα, αποκλειστικά κοντά στην ελπίδα της ψυχής μου... την Χόουπ.

Έπινα και έπινα. Το αλκοόλ γέμιζε και το πιο μικρή σπιθαμή του κορμιού μου. Ένα κεφάλι βομβαρδισμένο με χιλιάδες σκόρπιες σκέψεις. Πάνω από τα σκοτεινά σοκάκια του μυαλού μου να αιωρούνται αμέτρητες ιδέες. Κρέμονταν με θέα το κενό. Κι όμως δεν εξαφανίζονταν, σαν μικρές φωνούλες που δεν έλεγαν να με αφήσουν στην ησυχία μου.

«Σον, σταμάτα να πίνεις, σε παρακαλώ!» η Μάγια πήρε το ποτήρι με τη βότκα μέσα από το χέρι μου, κάνοντας μια απότομη, αλλά προσεκτική, κίνηση.

Τα μάτια της φαίνονταν πρησμένα από το κλάμα. Η φιγούρα της κουρασμένη.

Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που έδωσα όνομα στον μεγαλύτερο και κρυφό μου φόβο... την ιδέα του θανάτου κάποιου σημαντικού ανθρώπου για τη ζωή μου, ακόμη και αν αυτός στη πραγματικότητα υπήρξε χειρότερος από τον οποιοδήποτε. Ναι, όντως, ο Ντάρεν στερούταν κάθε ωραίας και υψηλής αξίας για τον άνθρωπο. Όμως, εκείνος δεν έπαυε να παραμένει ένας αγαπητός μου φίλος -αν κάποιος θα μπορούσε να τον πει έτσι.

Σκεπτόμενος το τώρα, στο τέλος το όνομα που έδινε σάρκα και οστά σε αυτή την σκέψη ταίριαζε απόλυτα με το ίδιο το όνομα του φίλου μου. Επειδή, ο Ντάρεν ήταν ο θάνατος... ύπουλος, μυστήριος, αψυχολόγητος, περίεργος, αυθόρμητος, μίζερος, απόμακρος και ακόμα περισσότερα, πολλά περισσότερα.

«Δώσε μου το πίσω,» παρακάλεσα απαρηγόρητος, σαν μικρό παιδί που του έπαιρναν το παγωτό του μέσα από τα χέρια πριν καν εκείνο προλάβει να γευτεί την αγαπημένη του γεύση.

«Έχεις γίνει λιώμα Σον, φτάνει,» μου έριξε μια αγριεμένη ματιά.

Το βλέμμα της θύμιζε λίγο αυτό μιας άγριας γάτας, την οποία κανένας δεν μπορούσε να τιθασεύσει. Άπειρα φώτα, πολύχρωμα και ζωηρά, χόρευαν πάνω στο όμορφο πρόσωπό της από τους προβολείς που στριφογύριζαν γύρω γύρω λες κι είχαν πάρει φωτιά. Η μουσική δυνατή, εκκωφαντική να επιβαρύνει την ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, με μεγάλη πίεση, μέχρι που αισθάνθηκα από τις άκρες των ματιών μου να κυλάνε ζεστά δάκρυα πόνου.

«Άαρον, μπορείς να μας κάνεις το λογαριασμό;» δήλωσε ευγενικά η Μάγια, η φωνή της να απευθύνεται ήρεμα στο γνωστό της αγόρι πίσω από το μπαρ.

«Δεν θέλω να φύγω!» παραπονέθηκα, ανοίγοντας τα βλέφαρα μου απότομα στο άκουσμα των όσων είπε.

Εκείνη με κοίταξε μ'ένα επιθετικό και αυστηρό βλέμμα.

Άραγε, πότε απέκτησα νταντά;

Ο νεαρός άνδρας, που σίγουρα δεν ήταν παραπάνω από εικοσιπέντε χρονών, έκοψε την απόδειξη και την πάσαρε διακριτικά στην Μάγια, μ'ένα πονηρό χαμόγελο να απλώνεται στα λεπτά του χείλη. Τα δάχτυλα του ήρθαν σε επαφή με τα δικά της. Του χαμογέλασε πίσω, φανερά προσεκτικά. Αυτό το αγόρι ήταν σίγουρα πιο πολλά από απλά ένας γνωστός ή φίλος.

«Θες βοήθεια να τον πας πίσω στο σπίτι του;» την ρώτησε δυνατά για να τον ακούσει, αφού πρώτα ανασήκωσε τον κορμό του και πλησίασε το αυτί της

Πλέον, η μικρή απόσταση ανάμεσα τους και στη ξύλινη μπάρα που τους χώριζε, είχε μειωθεί απειλητικά πολύ. Το κορίτσι φωτιά, που κάποτε έστω και απατηλά μου χάρισε στιγμές περιορισμένης ελευθερίας, πέρασε τα χέρια του γύρω από τον αυχένα του. Τότε, δίχως να χάσει χρόνο, εκείνος φίλησε τα σαρκώδη χείλη της παθιασμένα. Υπήρχε τόσος πόθος στο φιλί του που δεν πήρε ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μια ανάσα, λες και η Μάγια είχε γίνει πια το οξυγόνο του.

Τελικά, ο έρωτας... μας κάνει τρελούς.

Ίσως, ο χρόνος για τους δυο τους, να ήταν απεριόριστος. Ακόμη και όταν η μουσική έπαψε να ηχεί στην ατμόσφαιρα για μερικά λεπτά, μόνο για να ακολουθήσει ένα άλλο τραγούδι αμέσως μετά, εκείνοι συνέχιζαν να φιλιούνται ακάθεκτοι.

Το μυαλό μου άρχισε να θολώνει, κι δεν έφταιγε αποκλειστικά το ποτό γι αυτό. Η Μάγια μου είχε πει τις προάλλες πως είχε σχέση με τον Ντάρεν. Όμως, αυτή τη στιγμή ανήκε σε κάποιον άλλον. Το γνώριζα αρκετά καλά πως στα αλήθεια εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κτήμα οποιουδήποτε. Άλλαζε τους άνδρες σαν τα πουκάμισα. Ή ακόμα χειρότερα αυτά τα πουκάμισα λερώνονταν από μόνα τους όταν την άγγιζαν και ήθελαν με απόγνωση να γευτούν λίγο από το πάθος της για ζωή. Κανένας, δεν έμενε μαζί της για περισσότερο από δύο ή τρεις μήνες, στο μέγιστο. Επειδή, εκείνη πάντα τους έδιωχνε μακριά της, πριν γεννηθούν τα αιχμηρά συναισθήματα του έρωτα.

Η ίδια μου το είχε εξομολογηθεί στη Σάντα Μπάρμπαρα. Η διορία μας τελείωνε. Ο χρόνος μας ως "ζευγάρι του Διαβόλου" περιοριζόταν ανησυχητικά γρήγορα. Ώσπου, έμειναν ακριβώς τρεις μέρες πριν το "διαλύσουμε" όπως εκείνη χαρακτηριστικά έλεγε όλη την ώρα.

Περπατούσαμε στην άμμο. Ο νυχτερινός ουρανός έδινε ένα μαύρο και απόμακρο χρώμα στην ήρεμη θάλασσα, τόσο σκούρο σαν μια σκοτεινή τρύπα. Το μόνο που φαινόταν ήταν η ασημένια λάμψη του φεγγαριού, η οποία δημιουργούσε ένα νοερό, απαλό άσπρο μονοπάτι πάνω στο νερό. Τα κύματα έτρεχαν στην αμμουδιά. Έβγαιναν με θάρρος μέχρι έξω στην ακτή, χτυπώντας τα γυμνά μας πόδια.

Άπειρα μπλεγμένα, νοσταλγικά συναισθήματα.

Τα λεπτά περνούσαν αργά, για πρώτη φορά. Ο χρόνος μαζί της πάντα εξαφανιζόταν με μια απίστευτη ταχύτητα. Κι όμως εκείνο το βράδυ σταμάτησε για να αφουγκραστεί τα πληγωμένα λόγια μιας μικρής αλλά καλά κρυμμένης όμορφης ψυχής. Ήταν σιγανά μουρμουρητά τα οποία αιωρήθηκαν στο ζεστό αεράκι του καλοκαιριού.

Δεν πόνεσαν, ούτε με πλήγωσαν. Επειδή, αυτά τα συναισθήματά της γέμιζαν μεγάλα κενά της ύπαρξής της. Μου ψιθύρισε πως με είχε ερωτευτεί, ότι δεν το ήθελε γιατί πολύ απλά δεν ήταν στη συμφωνία. Μα εκείνη την εύθραυστη στιγμή όλες οι συμφωνίες μας-η δικιά της συμφωνία- είχαν πάψει να υπάρχουν. Όλα, πλέον, ήταν ανοιχτά. Η καρδιά δεν συμφωνούσε, το νοητό συμβόλαιο μας είχε εξαφανιστεί εκεί που όλα γίνονταν σκόνη και αστέρια, πάνω στην χιλιοπονεμένη λευκή άμμο της Καλιφόρνιας.

«Σον, φεύγουμε. Ο Άαρον θα φέρει το αυτοκίνητό σου αργότερα,» η Μάγια διέκοψε απότομα τη σύντομη αναδρομή μου στο παρελθόν, στο δικό μας παρελθόν.

Πετάχτηκα αμέσως από τη θέση μου. Το αμάξι μου ήταν ιερό, η ελευθερία μου, δεν μπορούσα να το εμπιστευτώ στον οποιοδήποτε.

«Δεν θα είσαι καλά!» φώναξα αγριεμένα.

«Εγώ μια χαρά είμαι. Άλλος τα έχει τσούξει και άμα οδηγήσει τον βλέπω να κοιτάει τα ραδίκια ανάποδα!» με τράβηξε από το δερμάτινο μπουφάν μου προς την έξοδο.

Και επαναλαμβάνω, πότε απέκτησα προσωπική νταντά;

Περνάγαμε γρήγορα ανάμεσα από το πλήθος. Κάποια αγόρια, της ηλικίας μου, επεξεργάζονταν τη Μάγια από πάνω μέχρι κάτω, ακόμα και τη πιο μικρή καμπύλη του κορμιού της. Το κεφάλι μου πονούσε υπερβολικά πολύ. Είχα πιει. Κι ένας Θεός ξέρει πόσο. Πάντως, σίγουρα, απόψε ξεπέρασα τα όρια μου.

«Θα οδηγήσεις εσύ, σωστά το φαντάζομαι έτσι;» μουρμούρισα ζαλισμένα, καθώς το λεπτό της χέρι έσπρωχνε την πόρτα της εξόδου.

Μου χαμογέλασε με νάζι. Έπειτα, άρπαξε με το ελεύθερο της χέρι το δικό μου, σπρώχνοντάς με έξω από αυτή την βρώμικη τρύπα στο κέντρο της πόλης, που όλοι αποκαλούσαν το καλύτερο κλαμπ της περιοχής μας.

«Καλά φαντάζεσαι!» δήλωσε, γεμάτη αυτοπεποίθηση ενώ με οδηγούσε προς το όχημά της.

Ένα μαύρο Audi μας περίμενε στην άλλη άκρη του χώρου στάθμευσης του γνωστού μαγαζιού.

«Μην φοβάσαι, ο Άαρον είναι άτομο εμπιστοσύνης,» είπε σιγανά, μόλις φτάσαμε στο αυτοκίνητό της.

Χαμογέλασα λοξά, αφήνοντας το κεφάλι μου να ξεκουραστεί στην οροφή του αμαξιού της, ενόσω εκείνη ξεκλείδωνε την πόρτα του οδηγού.

«Εκείνος σου πήρε το αυτοκίνητο;» άφησα ένα ειρωνικό γελάκι να αντηχήσει στην ατμόσφαιρα.

«Ίσως... μάλλον... μπορεί!» αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο.

Έκλεισα τα βλέφαρά μου. Το κρύο μέταλλο μείωνε το κάψιμο που αισθανόμουν στο μάγουλο μου αρκετή ώρα τώρα. Το μυαλό μου για ακόμη μια νύχτα ήταν ανίκανο να συγκεντρωθεί στο οτιδήποτε. Οι σκέψεις ατελείωτες, δίχως τελειωμό.

Γλυκιά ησυχία απλώθηκε στον χώρο. Ποτέ, όμως, η έλλειψη δυνατών συζητήσεων αναμεσά μας δεν δημιουργούσε άβολες στιγμές. Μάλιστα, η σιωπή της πολλές φορές ήταν πιο ευχάριστη από το να ακούω συνέχεια την μελωδική, αν κι σχετικά βαριά, φωνή της. Τις περισσότερες φορές, αυτό που με σαγήνευε σ'εκείνη δεν είχε καμία σχέση με την εξωτερική της εμφάνιση. Μου άρεσε ο αυθορμιτισμός της, η τρέλα της να ζει την στιγμή. Η Μάγια δεν μετρούσε με μιζέρια τα λεπτά που της έμεναν για να ζήσει, όσα κι αν αυτά ήταν. Πάντα, γέμιζε και το πιο μικρό δωμάτιο με ερωτισμό, ηλεκτριζοντάς τον. Βέβαια, σ'αυτόν τον τομέα βοηθούσε σημαντικά και η γοητευτική της ύπαρξη.

Γνωριστήκαμε στο Μαλιμπού. Οι γονείς μου -συγκεκριμένα ο πατέτας μου- είχαν αποφασίσει να περάσουμε εκεί τις διακοπές μας για τη μητέρα μου. Πίστευαν πως ο αέρας της Καλιφόρνιας θα την βοήθαγε και ο ήλιος θα εξαφάνιζε τα προβλήματα της οικογένειας μας. Αλλά εμένα δεν με σταματούσε τίποτα. Συνέχισα να βγαίνω τα βράδια στα κοντινά κλαμπάκια της περιοχής. Έπινα και μεθούσα. Δεν με ένοιαζε το παραμικρό. Ήμουν ένας εγωιστής, ένα κακομαθημένο και τιποτένιο αγόρι. Όλοι έβλεπαν πως για μένα η ελπίδα είχε πεθάνει ή τουλάχιστον αιμορραγούσε συνεχώς, πλησιάζοντας τον θάνατο.

Ένα βράδυ την είδα που με παρατηρούσε από την άλλη άκρη του ξύλινου μπαρ ενός κλαμπ στο κέντρο. Ήταν όμορφη... απελπιστικά όμορφη. Δεν κράτησε πολύ η οπτική μας επαφή. Όλα έγιναν γρήγορα.

Εκείνη τη νύχτα έκανα έρωτα για πρώτη φορά, με τα μουρμούρητα της να με καθοδηγούν στα σατανικά μονοπάτια της ηδονής. Ύστερα, ήρθε η πρότασή της. Μου πρότεινε να περάσουμε μαζί δύο εβδομάδες στην Σάντα Μπάρμπαρα, στην μικρή αλλά γοητευτική πατρίδα της.

Μετά από άπειρα ψέματα στους ανθρώπους που με έφεραν στη ζωή, πέταξα βιαστικά δυο αλλαξιές ρούχα σε μια βαλίτσα και φύγαμε. Κατευθυνθήκαμε προς τον Βορρά και όταν φτάσαμε τον αυθορμιτισμό κατέλαβαν οι απαιτήσεις της. Καιγόμασταν τη νύχτα και ξαναγεννιόμασταν μέσα από τις στάχτες μας το επόμενο πρωί, όπως ακριβώς οι φοίνικες, οι οποίοι στόλιζαν κάθε άκρη της Καλιφόρνιας.

«Σον, νομίζω πως ξέρω που είναι ο Ντάρεν!» είπε ξαφνικά αγχωμένα, η ένταση της φωνής της χαμηλή, σαν ένας δειλός ψίθυρος.

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα με μεγάλη ταχύτητα. Όλες οι αναπολήσεις του παρελθόντος εξαφανίστηκαν μονομιάς.

Η καρδιά άρχισε να χτυπάει δυνατά, τρελή και τρομοκρατημένη στην ιδέα του θανάτου, ζητούσε να δει ξανά το αγόρι της καταστροφής ζωντανό.

«Πως;»

«Ο Άαρον... ξέρει την αλεπού. Τον έχουν βασανίσει. Δεν έδωσε τα λεφτά της τελευταίας δόσης. Έχει τραύματα. Όμως, είναι ζωντανός.»

Στραβοκατάπιε, κοιτώντας με τώρα επίμονα. Ύστερα, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.

«Ξέρω πως σου είχα πει ότι κάτι έτρεχε με τον Ντάρεν. Όπως, επίσης, ξέρω πως είσαι τόσο μπερδεμένος τώρα...»

«Σταμάτα Μάγια! Πως στο καλό βρήκες αυτόν τον Άαρον; Και γαμώτο γιατί πηδιέσαι μαζί του; Αξίζεις πολλά περισσότερα,» την διέκοψα απότομα.

Με κοιτούσε χαμένα, τα χέρια της να τρέμουν.

«Θα στα πω όλα. Την επόμενη εβδομάδα ο Ντάρεν θα μεταφερθεί σε μια μικρή αποθήκη στο Μανχάταν. Το μόνο που θέλω είναι να μου πεις άμα θα έρθεις μαζί μου Σον!»

Το αίμα έπαψε να κυλάει στις φλέβες μου. Μπορούσα να νιώσω το κάψιμο να καταστρέφει τα σωθικά μου σαν μια ανελέητη φλόγα. Η απάντηση μου ακολούθησε ακαριαία, χωρίς καν τη παραμικρή θέληση να βουτήξω την ερωτησή της στα βαθιά νερά της λογικής.

« Θα έρθω μαζί σου! »

[...]

*Σάντα Μπάρμπαρα: Η Σάντα Μπάρμπαρα (Santa Barbara) είναι πόλη και ανήκει στην ομώνυμη κομητεία, που βρίσκεται στην πολιτεία της Καλιφόρνιας. Η πόλη βρίσκεται μεταξύ του όρους Σάντα Ινιέζ και του Ειρηνικού Ωκεανού.

[...]

Τα μυστήρια πρέπει να λύνονται.

Οι φιλίες δεν πρέπει να χάνονται.

Εγώ κι εσύ, λέμε πως είμαστε ίδιοι.

Μα εγώ άλλαξα με προορισμό τον παράδεισο και εσύ την κόλαση.

Ίσως, ήρθε η ώρα οι δρόμοι μας να χωρίσουν.


Γειααα σας! Τι κάνετε βρε αγαπημένες μου;

Λοιπόν, ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο από το παρελθόν.

Spoiler: ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Με πολύ αγάπη,
Αντιγόνη <3

Continue Reading

You'll Also Like

70.6K 10.3K 80
20 βιβλίο. #4 της σειράς Σαντα Ροζα Τζούνιορ. Τελευταία ιστορία της σειράς. Η Αλεξάνδρα έχει πάντα ότι θέλει.Έτσι μεγάλωσε και έτσι έγινε.Ανεξάρτητη...
185K 21.1K 34
All she ever wanted was to escape.To forget.But destiny had different plans. |Περίληψη στο πρωτο κεφάλαιο.| Απαιτείται να εχετε διαβασει το Colours. ...
2.7K 380 36
«Όλοι μου λένε πως θα γίνει πιο εύκολο, πως με τον καιρό θα περάσει και θα γίνουν όλα καλά. Αλλά ο πόνος δε περνάει, κάθε μέρα γίνεται και πιο δυνατό...
529K 46.6K 129
*1ο βιβλίο* Του δινω ενα φιλάκι στο μέτωπο και μετα παω πανω και ξαπλώνω. Αν πάθαινε κατι... Μονο αυτο σκεφτομαι... Αν πάθαινε κατι πως θα συνέχιζα ν...