Το Χρώμα του Καπνού

By RainbowManiacF

46.8K 6.6K 4.9K

«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνού... More

Π ρ ό λ ο γ ο ς
Κεφάλαιο 1o|| Σον
Κεφάλαιο 2ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 3o|| Σον
Κεφάλαιο 4o|| Χόουπ
Κεφάλαιο 5ο|| Σον
Κεφάλαιο 6ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 7ο|| Σον
Κεφάλαιο 8ο|| Χόουπ
Κεφάλαιο 9|| Σον
Κεφάλαιο 10|| Χόουπ
Κεφάλαιο 11 {Α}
Κεφάλαιο 11 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 12|| Χόουπ
Κεφάλαιο 13|| Σον
Κεφάλαιο 14|| Χόουπ
Κεφάλαιο 15|| Σον
Κεφάλαιο 16|| Χόουπ
Κεφάλαιο 17|| Σον
Κεφάλαιο 18|| Χόουπ
Κεφάλαιο 19|| Σον
Κεφάλαιο 21|| Σον
Ανακοίνωση || Ευχαριστίες
Κεφάλαιο 22|| Χόουπ
Κεφάλαιο 23 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 23 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 24|| Χόουπ
Κεφάλαιο 25|| Σον
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27|| Χόουπ
Κεφάλαιο 28 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 28 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 29|| Χόουπ
Κεφάλαιο 30 {Α}|| Σον
Κεφάλαιο 30 {Β}
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32 {A}|| Σον
Κεφάλαιο 32 {Β}|| Σον
Κεφάλαιο 33|| Χόουπ
Κεφάλαιο 34|| Σον
Ευχαριστίες
Ε π ί λ ο γ ο ς
Επιστροφή (Σον)
Ανακοίνωση

Κεφάλαιο 20|| Χόουπ

997 142 140
By RainbowManiacF

Κάποιος, κάποτε μου είχε πει πως τα όνειρα δεν γίνονται αλήθεια. Κι όμως, αυτή τη φορά έσπασαν τα ασήκωτα δεσμά τους, έγιναν σύννεφα πυκνά, τόσο πολύ σαν το χνουδωτό βαμβάκι. Επειδή, απόψε, ο ωκεανός απλώθηκε στο απαλό στρώμα του κρεβατιού μου. Δεν ήταν φουρτουνιασμένος. Όχι. Ούτε, επικίνδυνος. Μονάχα, λίγο ζαλισμένος από το αλκοόλ που είχε κλέψει μια στάλα από τη λογική του. Αλλά, αν το ποτό φέρνει στην επιφάνεια τα συναισθήματα του αυτά, που μόνο οι ελάχιστοι κι τολμηροί μπορούν να πουν... τότε, θα φροντίζω να τον ραντίζω με την αμβροσία των θεών... το καλό, κόκκινο κρασί της αγάπης, μέχρι το τέλος του περίπλοκου μας κόσμου.

Κι ελπίζω, πως ένα βράδυ, σαν κι αυτό, όταν εκείνος πλέον θα είναι νηφάλιος, θα μου σιγομουρμουρίσει το ανεκπλήρωτο, αγαπημένο μου "Σ'αγαπώ" κάτω από το σεληνόφωτο.

[...]

Ζωηρές, δραστήριες, αληθινές και ατόφιες ελπίδες. Αυτό έβλεπα κάθε φορά στο μικρό πρόσωπό της. Η αδερφή μου, ένα κομμάτι της οικογενείας μου, είχε μια τόσο έντονη σπίθα στο βλέμμα της.

Δεν φοβόταν να κοιμηθεί μόνη της τα βράδια. Τα παραμύθια για γενναίους πρίγκιπες και όμορφες πριγκίπισσες, δεν της αρκούσαν ποτέ. Κι ο ύπνος δεν την έβρισκε, μέσα σε προτάσεις γραμμένες από ανθρώπους που κατείχαν αυτή τη περιβόητη μαγεία, η οποία νανούριζε τα παιδιά.

Ίσως, στο τέλος, οι γλυκές ιστορίες που ποτέ δεν θέλησε να ακούσει να έφταιγαν για αυτούς τους ατελείωτους εφιάλτές της. Άραγε, τι σχηματιζόταν μέσα στο μυαλό της όταν ξάπλωνε μέσα στο ζεστό της κρεβάτι;

''Χόουπ, κοίτα! Ο Τζακ βρήκε πέτρες για να οχυρώσουμε τον πύργο μας!'' δήλωσε χαρούμενα με την δυνατή, γλυκιά τσιριχτή φωνή της.

Χαμογέλασα, κουνώντας το κορμί μου μαζί με την κούνια στην οποία είχα στρογγυλοκαθίσει αρκετή ώρα τώρα. Κοίταξα γεμάτη ενθουσιασμό προς το μέρος της. Ένα τεράστιο χαμόγελο είχε απλωθεί στα μικρά της χείλη. Στο υπόβαθρο διέκρινα τον Τζάκ. Μέσα στα χέρια του κουβαλούσε αμέτρητες, μικρές πέτρες από την άλλη πλευρά του πάρκου στην παιδική χαρά και στο μικρό πλαίσιο γεμάτο με άμμο, όπου η Ίσλα είχε φτιάξει έναν μεγάλο, αμμώδες πύργο.

Ύστερα από πολύ ιδρώτα, που έριξε μαζί με τον Τζακ, κατόρθωσε επιτέλους να φτιάξει δύο επίπεδα στο, όχι και τόσο σταθερό, κάστρο της. Πλέον, το μόνο που έλειπε από την ολοκλήρωση του σπουδαίου έργου της ήταν αυτές οι πολυπόθητες πέτρες.

Κάτι τέτοιες μέρες καταλάβαινα πως κι το πιο απλό πράγμα για εκείνη ήταν τόσο σπουδαίο. Ανακάλυπτε τον κόσμο, ζούσε το λεπτό χωρίς να την ενδιαφέρει το επόμενο, το οποίο θα ακολουθούσε βιαστικά το προηγούμενο και ου το καθεξής.

''Τώρα τις φέρνω!'' φώναξε, κάπως εξαντλημένα και κουρασμένα ο φίλος μου, ο οποίος προσφέρθηκε να με βοηθήσει στην επίβλεψη της Ίσλας για το απόγευμα.

Εκείνη έτρεξε κατά πάνω του. Χωρίς να χάσει χρόνο βούτηξε με ανυπομονεσία όσες περισσότερες πέτρες μπόρεσε από τη χούφτα του. Τότε, κι αφού εξοπλήστικε πλήρως με κάμποσες, όρμισε να τελειώσει το οικοδόμημά της.

Ο Τζακ τίναξε τα χέρια του από τα χώματα κι κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Έριξε μια κλεφτή ματιά στην μικρή κυρία που του είχε κλέψει τη καρδιά με το παιδικό της νάζι. Έπειτα, κάθισε δίπλα μου, στην άλλη κούνια.

''Αυτό το κορίτσι δεν κουράζεται με τίποτα. Ώρες ώρες νομίζω πως είστε τόσο ίδιες!'' δήλωσε, φανερά έκπληκτος μπροστά στο γεγονός της ομοιότητας μας ως προς τη συμπεριφορά.

Χαμογέλασα λοξά, κοιτώντας την να απολαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο με ατελείωτο παιχνίδι. Το περιέργο, όμως, ήταν πως η Ίσλα έπαιζε μόνη της, ξέχωρα από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της. Ήταν όντως, μοναχικός τύπος, κλειστή και ήσυχη, σαν κι μένα.

''Τζακ, σου αρέσουν τα παραμύθια;'' τον ρώτησα απροειδοποίητα, γεμάτη απορία να ακούσω την απάντηση του.

Γύρισα και εστίασα το βλέμμα μου στο πρόσωπό του, για να επεξεργαστώ την αντίδρασή του στα λόγια που μόλις είχαν ξεφύγει ασυναίσθητα από τα χείλη μου. Εκείνος γέλασε δυνατά, θα έλεγε κάποιος κάπως χλευαστικά και ειρωνικά.

''Χόουπ, νομίζω πως σε βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι!'' αποκρίθηκε χαμένα, μ'ένα τρεμάμενο γέλιο.

''Δεν έχει ήλιο τώρα ανόητε, είναι απόγευμα!'' ξεφύσηξα απόλυτα ενοχλημένη με την αφέλειά του.

Έστρεψε το κεφάλι του προς τον ουρανό. Μια έκφραση δέους άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στα αρρενωπά χαρακτηριστικά του. Τα μάτια του έλαμπαν, να εκπέμπουν μια απόμακρη αλλά τόσο γλυκιά ταυτόγχρονα σπιρτάδα.

''Θα έρθεις στη Λουιζιάνα για τους προημιτελικούς αγώνες τον επόμενο μήνα, έτσι;'' αναρωτίθηκε ανήσυχα, περιμένοντας υπομονετικά αυτό που θα ερχόταν σε λίγο, από ένα κορίτσι τρελά ερωτευμένο με το σκοτάδι.

''Δεν ξέρω. Είναι μακριά Τζακ! Οι γονείς μου θα φοβούνται συνεχώς και δεν θα το αντέξω να με παίρνουν τηλέφωνο εκατόχιλιάδες φορές το λεπτό για να δουν άμα είμαι όντως καλά!''

Το βλέμμα του άφησε τον απογευματινό ουρανό κι βυθίστηκε μέσα στα μάτια μου. Με ελαφρά, αργά βήματα σηκώθηκε από τη θέση του. Πριν καλά καλά επεξεργαστώ τη συμπεριφορά του, εκείνος είχε βρεθεί κιόλας μπροστά μου. Τα χέρια του άρπαξαν τα σιδερένια σχοινιά της κούνιας, η οποία έτριζε αρκετή ώρα τώρα μαζί με την περιοδική κίνηση του κορμιού μου πέρα δώθε σαν ένα εκρεμμές. Χωρίς πολύ προσπάθεια, αφού η δυναμή του μπορούσε να ανακάμψει και τον πιο σκληρό αντίπαλο στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, σταμάτησε ακαριαία τη μικρή μου ταλάντωση.

Τα μάγουλα μου άρχισαν να καίνε. Καυτό αίμα έβραζε μέσα μου κι σιγά σιγά συγκεντρωνόταν δίχως τέλος στα ζυγωματικά μου ενώ έσκυψε, ώστε να είμαστε στο ίδιο ύψος.

''Έλα τώρα, Χόπι! Αφού το ξέρεις, θα σε προσέχω σαν τα μάτια μου!'' η βραχνή φωνή του ήχησε στα αυτιά μου.

Μετά από πολύ καιρό, είχα γίνει ξανά η Χόπι. Ένα χαίδευτικό του ονόματός μου, που κάποτε είχε θαφτεί βαθιά στο παρελθόν, κι μάλιστα στα χρόνια του δημοτικού, είχε πλέον έρθει πάλι στην επιφάνεια. Το γεγονός ότι το χρησιμοποιούσε με αυτή την άνεση, λες κι τίποτα δεν είχε αλλάξει από τότε, όταν ήμασταν ακόμα μικρά παιδιά, με εκνεύριζε, κι για κακή μου τύχη πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο.

''Μην με ξαναπείς έτσι!'' είπα θυμωμένα, αποφεύγοντας να τον αντικρίσω κατευθείαν.

Ο Τζακ, δεν θα καταλάβαινε ποτέ. Ήθελε να είναι συνεχώς το επίκεντρο. Ένας νέος γεννημένος για να εξιτάρει τα πλήθη με το ταλέντο του στη μπάλα. Την κυνηγούσε με μανία, ξανά κι ξανά. Έτρεχε, όλο και πιο γρήγορα υπό τα αυστηρά σφυρίγματα του προπονητή του, ελπίζοντας πως μια μέρα όλες οι απαιτήσεις των αγαπημένων του, επιτέλους θα ικανοποιηθούν.

Μα στο τέλος, όλοι ζητούσαν περισσότερα από εκείνον. Πολλά περισσότερα. Τόσα, που έχανε το μέτρημα. Του ξέφευγαν πρόσημα, πολλαπλασιασμοί, διαιρέσεις... όπως στα μαθηματικά. Ο άγνωστος χ, παρέμενε ένα καλά κρυμμένο, αφανέρωτο μυστικό όσες φορές κι αν προσπαθούσε να λύσει την εξίσωση τη ζωής του. Επειδή, η δικιά του ζωή δεν ήταν απλή, κι κάποιες φορές τα μαθηματικά είναι πολύ πιο ξεκάθαρα από τις επιλογές των ανθρώπων.

Ακούμπησα το αξύριστο μάγουλο του με την ανάστροφη του χεριού μου. Άγριο, αιχμηρό σαν τα αγκάθια των όμορφων τριαντάφυλλων, γρατζουνούσε το μάγουλό του το δέρμα μου. Ένα ήταν το σίγουρο. Όλοι κουβαλάμε δαίμονες στις ψυχές μας.

Κάποιοι ίσως περισσότερους, ενώ κάποιοι άλλοι λιγότερους. Πάντως, οι δικοί του μαύροι άγγελοι ήταν πολλοί, κι πλήθαιναν δίχως τελειωμό όσο έφτανε κοντά στην ενηλικίωση κι την επιτακτική ανάγκη να πραγματοποιήσει τα όνειρα όλων των υπόλοιπων για εκείνον.

Άραγε, τι όνειρα στα αλήθεια είχε ο ίδιος για τον εαυτό του;

''Μπορώ να σε αγκαλιάσω;'' με τράβηξε από τις διάσπαρτες μου σκέψεις απότομα.

Η καρδιά δεν χτυπούσε δυνατά για να τον ζητάει. Έμενε σιωπηλή μπροστά στις απαιτήσεις του. Κι πάντα υπέκυπτε όταν γινόταν μάρτυρας του πόνου, ο οποίος ζωγραφιζόταν με έντονες αποχρώσεις στο ανυποψίαστό του βλέμμα.

Έγνεψα θετικά, μ'ένα ζεστό, γλυκό χαμόγελο.

Άραγε, είμαι κενή;

Επειδή, η ζωή μου αποκτά πνοή μόνο στο άγγιγμά σου. Το λατρεύω.

Είναι αγνό, απαλό, τόσο τρυφερό σαν το πρώτο θρόϊσμα των φύλλων στο αγαπημένο μου ανοιξιάτικο αεράκι.

Με πλησίασε, κάπως δειλά στην αρχή. Έκλεισα τα βλεφαρά μου ασυνείδητα μόλις ένιωσα τη ζεστή ανάσα του κοντά στη καμπύλη του λαιμού μου. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από την γεροδεμένη του πλάτη, όταν με είχε πια εγκλωβίσει στην αγκαλιά του.

Υποτίθεται, πως κρατούσα τα πάντα μου για τον σκοτεινό μου ουρανό. Κι όμως, ένα κομμάτι μου, έδινε τα ψυχικά μου υπάρχοντα αργά και σταθερά σε κάποιον άλλον από λύπηση. Μια ζωντανή-νεκρή δίχως συνείδηση των πράξεών της. Ακριβώς, αυτό γινόμουν όσο έμενα μακριά του. Ένα σώμα παγωμένο, χωρίς το παραμικρό σημάδι ζεστασιάς. Ήθελα να αφανιστώ. Αν η μοίρα δεν με θέλει δικιά του σ'αυτή τη ζωή, επιθυμώ σαν τρελή να γεννηθώ στην αγκαλιά του την επόμενη φορά που θα αποκτήσω ανάσες για να δω τον όμορφο κόσμο μας ξανά από την αρχή.

''Τι ώρα είναι;'' απόρησε, η θερμή αναπνοή του να γαργαλάει τον γυμνό μου αυχένα.

Έριξα μια κλεφτή ματιά στην οθόνη του κινητού μου, αφού πρώτα το έβγαλα, χωρίς να διακόψω την σωματική μας επαφή, από την τσέπη του σκούρου μου μπλε τζιν.

''Σχεδόν εφτά!'' ανακοίνωσα σιγανά μέσα στα στιβαρά του χέρια, αισθάνοντάς τον να εισπνέει το αρωμά μου.

''Τι; Γαμώτο! Έχω προπόνηση σε μια ώρα. Πρέπει να φύγω. Θα μπορέσετε να γυρίσετε με τα πόδια;'' πετάχτηκε μακριά μου σαν να τον διαπέρασε ηλεκτροσόκ, φανερά αγχωμένος.

Κούνησα το κεφάλι μου πάνω κάτω βιαστικά, ως ένδειξη συγκατάφασης. Τότε, μου έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο, το οποίο προκάλεσε μια μικρή ανατριχίλα στο κορμί μου. Στη συνέχεια, έτρεξε προς την Ίσλα, η οποία καμάρωνε πλέον τον ολοκληρωμένο, βασιλικό της πύργο, κι της χάρισε μια τεράστια, γεμάτη θαλπωρή αγκαλιά. Εκείνη, του αφιέρωσε ένα παιδικό, ναζιάρικο βλέμμα αγάπης μαζί με τη συνοδεία ενός γέλιου ευτυχίας και ξεγνοιασιάς.

''Θα τα πούμε στο σχολείο τη Δευτέρα... Αα κι ναι, μην ξεχάσεις να σκεφτείς το θέμα της Λουιζιάνας!'' μου υπενθύμισε, υπό την παρουσία μιας αυστηρής έκφρασης.

Ένα ήταν το σίγουρο. Δεν θα άφηνε τα πράγματα όπως είχαν. Ό,τι περνούσε από το χέρι του θα γινόταν εφικτό, χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι συνέπειες. Γιατί, έτσι ήταν ο Τζακ. Διεκδικούσε, ζητούσε κι απαιτούσε. Όμως, για πόσο ακόμα θα μπορούσαν οι υπόλοιποι να χορεύουν στους ρυθμούς που εκείνος κι η δυναμική προσωπικότητα του όριζαν; Τι κι αν στο τέλος, αναμειγνυόταν με τα ίδια του τα λάθη;

Τον παρατήρησα να χάνεται στον ορίζοντα, ανάμεσα στα πυκνά δέντρα του πάρκου. Μεγάλα πεύκα απλώνονταν στην μικρή, αν κι μοναδικά γοητευτική, έκταση πράσινου. Σιγά σιγά, με την επίπονη συνοδεία του τρεχάμενου χρόνου, το φεγγάρι άρχισε να αχνοφαίνεται στον απογευματινό ουρανό. Όμορφο, ολοστρόγγυλο κοσμούσε την απεραντοσύνη του κόσμου μας.
''Χόουπ, πάμε σπίτι; Κουράστηκα!'' η Ίσλα διέκοψε την σύντομη στιγμή που κοιτούσα εντυπωσιασμένη, με δέος, τη σελήνη.

Τα μάτια της φαίνονταν κουρασμένα. Ήταν φανερό πως το παιχνίδι με την άμμο για ακόμη μια φορά αποδείκτηκε τρομερά εξαντλητικό.

Της χαλογέλασα. Ποτέ, δεν μου άρεσαν τα πολλά λόγια. Θεωρούσα πως το γεγονός αυτό, ότι τις περισσότερες φορές στη ζωή μου χρησιμοποιούσα τη γλώσσα του σώματος αντί τη κανονική, ήταν κάτι σαν ευλογία... κατά κάποιο τρόπο. Επειδή, ίσως, στο τέλος, τα πολλά λόγια μπορεί να είναι όντως φτώχια. Αν κι βέβαια πάντα θα υπάρχουν στιγμές, που τα λόγια θα υπάρξουν αναγκαστικά αναγκαία αλλά και πάλι δεν θα καλύψουν όλα αυτά που θέλουμε να πούμε με λύσσα.

Φύλαξα το μικροσκοπικό της χέρι μέσα στο δικό μου, αφήνωντας την θέση μου στη κούνια ελεύθερη. Στάθηκα στα πόδια μου γερά. Για κάποιο περίεργο λόγο, ένιωθα πως το έδαφος θα εξαφανιζόταν, με μένα να πέφτω στο κενό.

''Να σου κάνω μια ερώτηση;'' το ζιζάνιο-αδελφή μου απόρησε δυνατά.

''Αχά, σ'ακούω!'' δήλωσα, κοιτώντας την με ανησυχία, ωσότου περπατούσαμε χέρι χέρι έξω από το πάρκο κι προς το σπίτι μας.

''Τι είναι ο θάνατος;'' ρώτησε φοβισμένα, δημιουργώντας ένα άβολο κλίμα.

Έσφιξα τη παλάμι της μπροστά στη σκέψη του να πεθαίνεις. Ξαφνικά, η τελευταία ανηφόρα προς το σπίτι, έμοιαζε τόσο απότομη. Δεν απάντησα αμέσως. Άφησα τα λεπτά να περάσουν υπερβολικά αργά. Χαμένη σ'ένα παράλληλο σύμπαν, σκεπτόμενη την αναπόφευκτη φρίκη του να μην υπάρχεις πια, πορευόμουν προς τη πηγή της ζωής, την οικογένεια. Η μονοκατοικία μας άρχισε να ξεπροβάλλει. Μέσα σ'ένα ασύλληπτα μικρό χρονικό διάστημα στεκόμασταν έξω από την πιο οικεία πόρτα, που έχω συναντήσει στην πονεμένη μου ζωή.

''Χόουπ, γιατί δεν απαντάς;''

Την κοίταξα στα μάτια. Οι πνεύμονες μου φούσκωναν και ξεφούσκωναν βάναυσα. Ίσως, τα κύτταρα είχαν πλέον παραδοθεί κι ένας άλλος θάνατος καταλάμβανε το κορμί μου.

Τι θα της απαντούσα; Τι θα μπορούσα να της πως; Δεν ήθελα να την τρομάξω. Το βλέμμα της γεμάτο απορία, έκαιγε το πράσινο δάσος μου. Οι φυλλωσίες των δέντρων γέμιζαν με τα σημάδια της φθοράς. Στάχτες αιωρούνταν στον αέρα. Μια γη μαύρη, άγονη, εξαφανισμένη. Ίσως, αυτό να είναι ο θάνατος. Μια επικίνδυνη φωτιά που καίει το πιο καταπληκτικό δάσος της ζωής μας.

''Ίσλα, ο θάνατος είναι-,'' πήρα μια βαθιά ανάσα, κάνοντας την απόπειρα να της δώσω μια απάντηση όταν η πόρτα του σπιτιού μας άνοιξε απότομα.

Η μητέρα μου, μια γυναίκα μετρίου αναστήματος, η οποία φορούσε όπως πάντα την αγαπημένη της καρό πιτζάμα, στεκόταν κι μας μελετούσε σαν το πιο δυσανάγνωστο βιβλίο που είχε πέσει στα χέρια της.

''Μαμά!'' η μικρή πριγκίπισσά της οικογένειας μας, φώναξε εκστασιασμένα καθώς έτρεξε στην αγκαλιά της μητρικής φιγούρας.

Εκείνη έκλεισε στα χέρια της το πλάσμα που με κόπο έφερε στο κόσμο, ενώ την σήκωσε ψηλά. Μου πρόσφερε ένα ζεστό χαμόγελο, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, με μένα να τις ακολουθώ.

''Άκουσα τις φωνές σας! Γι'αυτό κι άνοιξα! Πως τα περάσατε; Ο Τζακ, καλά;'' με βομβάρδισε με ατελείωτες ερωτήσεις.

''Όλα καλά μαμά!'' μουρμούρισα κουρασμένα, σχεδόν άψυχα.

Μια συνηθισμένη μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Η Ίσλα, άφησε την γλυκιά, παιδική φωνή της να γεμίσει το σαλόνι μας. Το κεφάλι μου βούϊζε. Ένας τρελός πονοκέφαλος έκλεβε την ηρεμία στο μυαλό μου.

Με αργά βήματα, κι χωρίς να καληνυχτίσω τους αγαπημένους μου, ανέβηκα στο δωματιό μου. Η ρουτίνα μπορεί να καταντήσει τόσο βαρετή κι ανιαρή. Μπάνιο, στέγνωμα των μαλλιών -αν κι δεν ήταν πολύ μακριά για να χρειαστούν πολλές ώρες, ταλαπαιρώντας τα με επιβλαβή θερμό αέρα- , πιτζάμες κι παρατήρηση του ροζ μου τοίχου μέχρι να με πάρει ο λυτρωτικός ύπνος στις αγκάλες του. Κάπως έτσι είχε ολοκληρωθεί η σημερινή μου μέρα.

Το φεγγάρι με είχε βρει να ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, μ'ένα νυχτικό του Μίκυ. Γενικά, από μικρή λάτρευα τη Ντίσνεϋ κι όλους τους χαρακτήρες της. Γι'αυτό κι οι αγαπημένοι μου ήρωες είχαν γίνει κομμάτι της νυχτερινής μου γκαρνταρόμπας.

Πόρτες που έκλειναν απαλά και γλυκές "καληνύχτες" αιωρούνταν στον διάδρομο. Όλοι, ταλαιπωρημένοι από το σκοπό της ημέρας, ετοιμάζονταν να αναπαύσουν τα κορμιά τους κάτω από τα ζεστά παπλωματά τους.

Έκλεισα τα βλεφαρά μου, τα χέρια μου απλωμένα σε όλη την έκταση του κρεβατιού μου. Τικ τακ, οι δείκτες του ρολογιού χόρευαν χωρίς σταματημό. Μεσάνυχτα. Ένα φεγγάρι, σε σχήμα αψεγάδιαστου κύκλου. Κλέβει την παράσταση από τα αστέρια. Κι όμως εκείνο θέλει να ενωθεί μόνο μαζί τους. Όπως κι εγώ με εκείνον.

Αλήθεια, πότε το ταβάνι μου απέκτησε αυτό το τόσο ενδιαφέρον, αλλά χαώδης άσπρο χρώμα; Να θυμηθώ να πω στο πατέρα μου να του δώσουμε ζωή με άπειρα αστέρια που λάμπουν στο σκοτάδι, για να μου τον θυμίζουν κάτι τέτοιες νύχτες.

Τικ τακ.

Η καρδιά πάλλεται αργά, μόνο και μόνο για να πάψει να υπακούει στις λειτουργίες της, όταν νιώθει το ψυχρό αεράκι της νύχτας να χτυπάει ένα πληγωμένο κορμί.

Πότε άφησα το παράθυρο μου ανοιχτό; Κάποιος προσπαθεί να εισβάλλει στον ιδιωτικό μου χώρο.

Τα μάτια ανοιγοκλείνουν απότομα. Πετάγομαι από τη θέση μου. Αν υπάρχει αρχή και τέλος. Τότε αυτή θέλω να είναι η Αρχή των Πάντων.

Ένα αγόρι λαβωμένο πέφτει μέσα στο δωμάτιο μου, σαν πληγωμένος άγγελος. Δειλά, απατηλά βήματα προς τα πίσω. Η πλάτη μου συγκρούεται με δύναμη στον τοίχο. Πόνεσα, άρα γαμώτο αυτό δεν είναι όνειρο. Η μυρωδιά του αλκοόλ απλώνεται σαν ψευδαίσθηση σε όλη την έκταση του χώρου.

Σηκώνεται κι ψέλλει το όνομα μου.Ο δικός μου Σον. Οι ανάσες μου εξατλούνται. Σε παρακαλώ εαυτέ μου, μην με αφήσεις στο πουθενά τώρα.

Με πλησιάζει, παραπατάει, αλλά αυτή τη φορά δεν μπερδεύει τα πόδια του. Μια ανάσα μακριά. Χείλη που ζητούν με απόγνωση την λύτρωση.

''Δεν αντέχω άλλο μακριά σου!'' λέξεις μαγευτικές, γεμάτες ένταση και πάθος.

Τα ακροδάχτυλά του τρέμουν καθώς χαϊδεύουν τα μαγουλά μου. Με αγγίζει με φόβο, λες κι θα σπάσω.Τα χείλη ενώνονται βίαια μέσα σ'ένα δευτερόλεπτο. Μπορώ να γευτώ την βότκα, τη γεύση του Σον Ρόμπερτς. Τόσο ιδανικά εθιστική.

Σε ικετεύω όνειρο γλυκό, ας μην κοιμάμαι για ακόμη μια φορά. Γιατί, αυτή τη στιγμή τον νιώθω τόσο δυνατά.

Ας είναι αλήθεια, έστω κι για μια μελαγχολική νύχτα.

Continue Reading

You'll Also Like

2.7K 380 36
«Όλοι μου λένε πως θα γίνει πιο εύκολο, πως με τον καιρό θα περάσει και θα γίνουν όλα καλά. Αλλά ο πόνος δε περνάει, κάθε μέρα γίνεται και πιο δυνατό...
349K 16.6K 100
"ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΏ ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ" μου φωνάζει καθώς πιάνει ένα βάζο και το ρίχνει στο πάτωμα. Χιλιάδες γυαλιά εκτοξεύονται στο πάτωμα ενώ μερικά στ...
70.6K 10.3K 80
20 βιβλίο. #4 της σειράς Σαντα Ροζα Τζούνιορ. Τελευταία ιστορία της σειράς. Η Αλεξάνδρα έχει πάντα ότι θέλει.Έτσι μεγάλωσε και έτσι έγινε.Ανεξάρτητη...
529K 46.6K 129
*1ο βιβλίο* Του δινω ενα φιλάκι στο μέτωπο και μετα παω πανω και ξαπλώνω. Αν πάθαινε κατι... Μονο αυτο σκεφτομαι... Αν πάθαινε κατι πως θα συνέχιζα ν...