Ξεκίνησε τις παλιές κλασσικές συνήθειες. Το ψάρεμα τον βοηθούσε να ηρεμήσει. Είχαν περάσει εβδομάδες από τότε και όσο κι αν έπαιρνε, τόσο πιο πολύ έχανε τις ελπίδες του. Δεν το σήκωνε, δεν είχε δώσει σημείο ζωής. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει λάθος!
Πήρε μια βαθιά ανάσα και καθαρός αέρας εισχώρησε στα πνευμόνια του. Η κατάσταση αυτή ήταν ανυπόφορη. Έφυγε μακριά του χωρίς να ξέρει αυτό το γιατί. Παιδευόταν σχεδόν όλη μέρα στο σπίτι του αλλά δεν μπορούσε να βρει άκρη. Έσπαγε το κεφάλι του και το μόνο που κατάφερνε να κάνει επιτυχώς, ήταν να μην κοιμάται για μέρες. Βέβαια και αυτό πλέον το είχε σιχαθεί. Αναστέναζε και ξεφυσούσε συνεχώς.
Ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που βρισκόταν στην βάρκα του να περιμένει με υπομονή. Ο ήλιος είχε πλέον εξαφανιστεί και ο ουρανός είχε ωραία, απαλά χρώματα. Ανάμεσά τους και το πορτοκαλί, το μοβ αλλά και το ροζ. Έκλεινε τα μάτια του τις περισσότερες φορές για να ακούσει τα πουλιά να κελαηδούν, να ακούσει τους ήχους της θάλασσας ή του ανέμου. Όταν έστριψε το κεφάλι του προς την στεριά είδε ανάμεσα στα δέντρα μια μορφή να ξεπροβάλλει και έσμιξε τα φρύδια του. 《Ποιος είναι;》φώναξε..
《Μπορούμε να πάμε μια βόλτα;》ρώτησε η Γιώτα την φίλη της. 《Ναι, φυσικά! Που θες;》την ρώτησε η Αθηνά μασουλώντας. 《Οπουδήποτε, εκτός από εδώ μέσα》απάντησε και σηκώθηκε. 《Καλά φιλενάδα, ηρέμησε λίγο. Θα πάμε》σηκώθηκε και εκείνη με την σειρά της. Η Γιώτα ετοιμάστηκε γρήγορα, το ίδιο και η Αθηνά.
Άρχισαν να περπατούν. 《Τελικά, που;》ρώτησε. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους κοιτώντας το πεζοδρόμιο. Η Αθηνά αναστέναξε και συνέχισαν μέχρι που μπροστά τους εμφανίστηκαν τα μαγαζιά. 《Πάμε να κάτσουμε σε κάποια καφετέρια》είπε και προχώρησε μπροστά βάζοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος της καθώς έχει κουραστεί από την συμπεριφορά της φίλης της.
《Γεια σας. Τι θα πάρετε;》τους ρώτησε ο σερβιτόρος αφού έκατσαν. 《Εγώ έναν φραπέ μέτριο χωρίς γάλα》είπε και χαμογέλασε. Κοίταξε την φίλης της. 《Γιώτα;》την ρώτησε αλλά εκείνη έδειχνε να μην επικοινωνεί με τον κόσμο. 《Μάλιστα.》μουρμούρισε η Αθηνά. 《Μια σοκολάτα》άκουσε την αδύναμη φωνή της και την κοίταξε. 《Δεν πίνω καφέ εγώ》συνέχισε και κοίταξε ευθεία. Ο σερβιτόρος έγνεψε και αποχώρησε.
《Γιώτα; Γιώτα;》της έλεγε αλλά εκείνη δεν απαντούσε. 《Ξέρω πως σου είναι δύσκολο να τον ξεχάσεις αλλά πρέπει γλυκιά μου》άρχισε να λέει αλλά η Γιώτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. 《Βρε συ, υπάρχουν τόσοι πολλοί ωραίοι τριγύρω αν κοιτάξεις..》είπε αλλά η Γιώτα την διέκοψε. 《Εγώ θέλω μόνο εκείνον. Δεν με ενδιαφέρουν οι άλλοι》της είπε με ενοχλητικό βλέμμα από αυτό που άκουσε. Η Αθηνά την κοίταξε. Έσφιξε τα χείλη της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έστριψε τα μάτια προς τον ουρανό και ξεροκατάπιε. Σηκώθηκε απότομα και τα μάτια της Γιώτας έπεσαν απάνω της. 《Σήκω》είπε η φίλη της και πέταξε τα λεφτά απάνω στο τραπέζι. Άρχισε να περπατάει και η Γιώτα την κοιτούσε χαμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει την συμπεριφορά της αυτή τη φορά. Τι προσπαθούσε να κάνει πάλι;
Άρπαξε την τσάντα της και την ακολούθησε. 《Είναι μακριά;》πέταξε την ερώτηση. 《Ποιο;》ρώτησε παραξενεμένη. 《Το σπίτι του Γιώτα!》της είπε φωναχτά άθελά της και έβαλε τα χέρια στη μέση της. Στο πρόσωπό της χαράκτηκε ένα μικρό χαμόγελο. 《Μην με κοιτάς σαν χαζή. Πες μου》της είπε και γέλασαν. 《Δεν νομίζω να είναι σπίτι..》της είπε και κοίταξε το ρολόι της στο κινητό. 《Τι εννοείς;》την ρώτησε η Αθηνά. 《Πάμε σπίτι》είπε η Γιώτα αποφασιστικά.
Όταν έφτασαν πήραν το αμάξι και άρχισαν πάλι την διαδρομή. 《Που πάμε;》ρώτησε η Αθηνά και η Γιώτα ανέβασε ταχύτητα συγκεντρωμένη στον δρόμο. 《Εκεί που βρίσκεται》της απάντησε και ο αέρας μπέρδευε τα μαλλιά τους.
Ξεφυσούσε και ήλπιζε να πήγαινε σωστά μιας και είχε πάει το πολύ δύο με τρεις φορές. Ωραία δουλειά ήταν και αυτή!
Μετά από αρκετή ώρα σταμάτησαν. Μπροστά τους απλωνόταν ένα, κάτι σαν δάσος. 《Είμαστε σε δάσος;》ρώτησε. 《Όχι ακριβώς》χαχάνισε η Γιώτα και βγήκαν έξω. 《Αλλά τότε;》συνέχισαν να περπατάνε στο γρασίδι. 《Μείνε εδώ》της είπε η Γιώτα και πήρε μια βαθιά ανάσα. Συνέχισε την διαδρομή προς τα κάτω και ευχόταν να είχε έρθει στο σωστό μέρος. Μέσα από τα κλαδιά των δέντρων αντίκρυσε την θάλασσα και πιο μακριά μια βάρκα. Χαμογέλασε αχνά. 《Αυτός πρέπει να είναι》μουρμούρισε χαμογελαστή.
《Ποιος είναι;》άκουσε την φωνή της και έμεινε έκπληκτη. 《Καλά, πως με άκουσε;》μονολόγησε και βρέθηκε στην θάλασσα, απέξω. Ήθελε να φτάσει κοντά του. Μπορούσε να κολυμπήσει στα ρηχά αλλά στα βαθιά ούτε να το συζητήσει με τόσες βουτιές που είχε κάνει. Χαχάνισε στις αναμνήσεις αυτές και η βάρκα αυτή τη φορά ερχόταν προς το μέρος της. Αναγνώρισε το πρόσωπό του και έμειναν να κοιτιούνται και οι δύο.
Βγήκε από την βάρκα και περπάτησε στα ρηχά για να τον φτάσει. Φορούσε φόρμα και το παγωμένο νερό που ακουμπούσε δεν την ένοιαζε. Έφτασαν κοντά και οι ανάσες τους, πλέον, ήταν ίδιες. Βαθιές και αργές. 《Γιατί;》την ρώτησε και έκλεισε τα μάτια της. 《Γιατί με απάτησες》του απάντησε σιγανά και ο Άρης ανασήκωσε τα φρύδια του. Ξαφνικά τα σύννεφα είχαν πάρει ένα γκρι χρώμα. 《Ποτέ δεν το έκανα αυτό》της είπε σίγουρος και εκείνη τον κοίταξε. Ελαφριές σταγόνες άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό. 《Και γιατί υπάρχουν φωτογραφίες;》τον ρώτησε λίγο πιο έντονα και εκείνος κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. 《Τι λες;!》την ρώτησε και η βροχή δυνάμωνε. Η Γιώτα νευρίασε. 《Τι εννοώ; ΜΗΝ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΑΝΗΞΕΡΟ》μια λάμψη φάνηκε και έσκισε τον ουρανό στα δύο. 《ΔΕΝ ΣΕ ΑΠΑΤΗΣΑ ΠΟΤΈ》ακούστηκε ο ήχος του μπουμπουνητού και ο Άρης έπαιρνε ανάσες για να ηρεμήσει. 《ΣΟΒΑΡΆ;; ΚΑΙ ΤΙ ΈΚΑΝΕΣ ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ ΣΟΥΥ;;》του φώναξε και έβγαλε το κινητό της. Πήγε πολύ γρήγορα στη συλλογή της και του έδειξε τις φωτογραφίες. Ο κεραυνός χτύπησε λίγα μέτρα πιο μακριά τους και ο Άρης θυμωμένος πήρε το κινητό της και το πέταξε στη θάλασσα. Η Γιώτα έβγαλε μια κραυγή. Της άρπαξε τα μπράτσα με δύναμη και την κόλλησε απάνω του. 《ΠΡΩΤΟΝ. ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΜΑΤΑ. ΔΕΎΤΕΡΟΝ. ΜΗΝ ΤΟ ΞΑΝΑΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΌ ΓΙΑΤΊ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΒΡΙΣΚΌΣΟΥΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΊΟ ΞΑΝΑ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΈΡΑΤΟ ΜΟΥ ΜΕΣΑ》της φώναξε. Τον κοίταξε φοβισμένη και τα μάτια του είχαν γίνει ένα σκούρο μπλε. 《Δεν έκανα τίποτα》της είπε ξανά πιο ήρεμος καθώς είδε το φοβισμένο ύφος της. Σκεφτόταν. Πότε το είχε κάνει; 《Γιώτα πραγματικά, είχα μεθύσει τότε αλλά ήμουν σπίτι μου. Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί δεν ήξερα τι συνέβη》της εξήγησε καθώς θυμήθηκε ένα συμβάν. Ξαφνικά η φλέβα στο λαιμό του πετάχτηκε και γρύλισε. 《Θα την σκίσω》είπε και έπαιρνε βαθιές ανάσες. 《Η Βερόνικα》είπαν και οι δυο μαζί και κοιτάχτηκαν.
《Γιώτα αλήθεια δεν έκανα τίποτα. Απλώς αυτή πιο πριν όταν είχα πάει σπίτι μου ήταν εκεί και την έδιωξα και μάλλον όταν είχα μεθύσει να ήρ-》τον διέκοψε. 《Σε πιστεύω》του είπε απάνω στα χείλη του και άρχισε να την φιλάει αχόρταγα. Τα χέρια της στο λαιμό του και τα δικά του τυλιγμένα στη μέση της σφιχτά. Την είχε κολλήσει απάνω του και εκείνη έβγαζε μικρούς αναστεναγμούς..
*****
Επ. Επ. Επ. Καλημέραααα!
Ναι ξέρω. Δεν είμαι καλά:3 είναι πρωί και βάζω κεφάλαιο. Αχνέ χδ. Είμαι περήφανη.
Αχαχαχαχ εντάξει τώρα; ορίστε. Είναι πάλι μαζί. Ευχαριστημένες Deadly Woman μου; αιντε γιατί πολύ με έχετε απειλήσει )':
Επίσης να πω ότι η ιστορία τελειώνει:( πφφφ.
Αυτάα χοχο
Στη φωτογραφία: η βροχή
Μπαιιιι♥♡
#ΝΤΟΝΑΤΣΑΚΙΑ #ΛΟΒΕΕ
-ροδ:3'