Κεφάλαιο 4ο

1.7K 154 26
                                    

《Ψάρεμα;》τον ρώτησε. 《Ναι》απάντησε εκείνος και κλείδωσε το αμάξι. 《Τι εννοείς;》τον ρώτησε. 《Τι δεν κατάλαβες;》απάντησε με ερώτηση. 《Εννοώ πως το ψάρεμα δεν είναι δουλειά, αλλά χόμπι..》του είπε και εκείνος άρχισε να περπατάει ευθεία. 《Για μένα είναι τρόπος ζωής..εσύ..πες το όπως θες.》την πληροφόρησε και σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Εκείνη τον κοίταξε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και έκανε γρήγορα βήματα, προσέχοντας πάντα τον κουβά που κρατούσε στα χέρια της, για να τον προλάβει..《Και δηλαδή, πως βγάζεις χρήματα;》τον ρώτησε. 《Πολύ απλά αυτά που πιάνω, τα πουλάω σε μαγαζιά.》της είπε καθώς κρατούσε δύο καλάμια στα χέρια του. 《Μάλιστα..και εγώ τι δουλειά έχω εδώ;》τον ρώτησε. Εκείνος ξεφύσηξε. 《Πολλές ερωτήσεις δεν κάνεις;》την κοίταξε για μια στιγμή και εκείνη σούφρωσε τα χείλη της εκνευρισμένη. Έκανε πολλές ερωτήσεις γιατί ήθελε να μάθει..άλλωστε, εκείνος δεν της είχε πει ότι ήθελε να την μάθει; Καλά να πάθει τώρα. Ηθαλέστα και Παθέστα κύριος!

Περπάτησαν για λίγο και μετά εκείνος σταμάτησε. 《Εδώ είμαστεε..》της είπε και μπροστά της απλωνόταν μια τεράστια καταγάλανη λίμνη που απάνω υπήρχαν τεράστια πράσινα τριφύλλια με κάποια μικροσκοπικά κίτρινα λουλουδάκια. Γύρω Γύρω από την λίμνη υπήρχαν τεράστια δέντρα και πουλιά να τιτιβίζουν και να πετούν χαίροντας την φύση. Είδε επίσης και ένα ξύλινο καραβάκι και μέσα είχε μια κουβέρτα που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της αλλά και κουπιά, φυσικά δεν έλειπε και το σακίδιό του. Κοίταξε δίπλα της αλλά δεν τον είδε. Δεν μπορούσε να τον φωνάξει κιόλας. Ούτε το όνομά του δεν ήξερε..

《Πίσω σου..》άκουσε την φωνή του και γύρισε να τον κοιτάξει. Είχε υποκλιθεί μπροστά της και στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό μπουκέτο από μοβ βιολέτες. Εκείνη χαμογέλασε και εκείνος περπάτησε προς το μέρος της. 《Δικά σου》της είπε και της τα πρόσφερε. Τα δέχτηκε με χαρά και τα έφερε κοντά στη μύτη της. 《Μυρίζουν υπέροχα》αναφώνησε και εκείνος γέλασε ελαφριά. 《Θα έρθεις;》την ρώτησε καθώς είχε μπει εκείνος, ήδη μέσα στην βαρκούλα. Εκείνη έγνεψε και της άπλωσε το χέρι για να την βοηθήσει. Τα χέρια τους έδεσαν και ένιωσαν και οι δύο έναν στιγμιαίο ηλεκτρισμό. Την κόλλησε απάνω του ξαφνικά και η βάρκα κουνήθηκε προκαλώντας μικρά κυματάκια στο νερό. Πήρε μια κοφτή ανάσα και τον κοίταξε στα μάτια..Αυτά που μέσα τους έκρυβαν τον ουρανό ολόκληρο, χωρίς καμία καταιγίδα..《Είσαι καλά;》την ρώτησε μετά από λίγο. 《Ναι..》απάντησε εκείνη και ξεκόλλησε διακριτικά από πάνω του, χαρίζοντάς του ένα αμήχανο χαμόγελο.

《Φύγαμε λοιπόν..》της είπε και έκατσε κάτω. Πήρε τα δύο κουπιά στα χέρια του και άρχισε να κάνει κυκλικές κινήσεις. Η Γιώτα παρακολουθούσε κάθε κίνησή του. Το μπλουζάκι που φορούσε καθώς έκανε κουπί τον έκανε ακόμη πιο σέξυ και εκείνη ξεροκατάπινε αρκετές φορές. Μετά αναρωτήθηκε..γιατί τον κοιτούσε;; Θα μπορούσε να θαυμάσει και κάτι άλλο. Τόση φύση υπήρχε γύρω της. Κι όμως, για έναν ανεξήγητο λόγο δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. 'Έλα βρε Γιώτα, έλα ξεκόλλα!'έλεγε από μέσα της αλλά χωρίς αποτέλεσμα..《Μην με ματιάσεις όμως!》της είπε ανάμεσα σοβαρού και αστείου. 《Βρε, αι σιχτήρ》του είπε και εκείνος γέλασε. 《Έχεις πλάκα》της είπε. 《Ναι. Βλέπεις; Σπάνιο σε γυναίκα》του είπε ειρωνικά και στριφογύρισε τα μάτια της.

Μετά από λίγο έφτασαν στην μέση της λίμνης και σταμάτησε. Έκατσε αναπαυτικά και έβαλε ένα σκουλήκι στο αγκίστρι. Το πέταξε μακριά στο νερό και περίμενε..《Σοβαρά τώρα;》τον ρώτησε. 《Ναι, που είναι το πρόβλημα;》την ρώτησε έχοντας τα μάτια του κλειστά. 《Αυτό δεν είναι βαρετό;》τον ρώτησε και εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. 《Το ψάρεμα μάλιστα σε βοηθάει να αποκτήσεις υπομονή, να είσαι ήρεμος αλλά προετοιμασμένος και για τον παραμικρό κίνδυνο που παραμονεύει. Επίσης αν δεν δεις αποτελέσματα από κάτι, πρέπει να περιμένεις. Κάτι τέτοιο χρειάζεσαι και γενικά στην ζωή..》της απάντησε και εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της. 《Κατάλαβα..》του απάντησε και αναστέναξε κοιτώντας γύρω της.

《Πάντως..ωραία είναι εδώ..》του είπε μετά από λίγα λεπτά σιωπής. 《Σ' αρέσει;》την ρώτησε και την κοίταξε.《Πολύ》του απάντησε χαμογελώντας. Μετά σιωπή..κοίταξε τον ουρανό και είδε να έχει ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα..《Ο ήλιος πρέπει να έπεσε》τον πληροφόρησε. 《Το κατάλαβα》της είπε και κουνούσε το πόδι του. 《Κατά τα άλλα, πρέπει να έχεις υπομονή..》του είπε κοροϊδεύοντάς τον αφού είδε αυτή του την κίνηση. 《Αυτό είναι συνήθεια..》της απάντησε και σταμάτησε.

Άρχισε να βραδιάζει. 《Δεν θα φύγουμε;》τον ρώτησε και χασμουρήθηκε. 《Κουράστηκες;》την ρώτησε και εκείνη έγνεψε. 《Γιατί; Έσκαβες;》την ειρωνεύτηκε και τον αγριοκοίταξε. 《Καλά καλά, μην μας φας!》υποχώρησε. 《Πάρε, την κουβέρτα, σκεπάσου και κοιμήσου》της είπε. 《Μα, γιατί δεν φεύγουμε;》τον ρώτησε παραξενεμένη. 《Γιατί δεν έχω πιάσει τίποτα. Απλώς κάνε ότι λέω》της είπε κοιτώντας υπομονετικά το νερό. Το αισθανόταν. Σίγουρα θα έπιανε κάτι. 《Μα δεν-》πήγε να πει αλλά την διέκοψε. 《Αν δεν κάνεις ότι σου λέω θα σε πετάξω στην λίμνη》της είπε και εκείνη κουκουλώθηκε γρήγορα ενώ εκείνος χαμογέλασε νικητήρια. 《Καληνύχτα..》ψέλλισε. 《Καληνύχτα..》ψέλλισε και εκείνος και έκλεισε τα μάτια της..

------------------------------------------------------

Χευυυ. Γεια σαςς. Τι κάνετε;;*.* αχνε:3 πως σας φαίνεται;; εγώ τον λατρεύω:')..καιι ακόμη δεν ξέρουμε το όνομά του.-. Που θα πάει; θα σε μάθουμε κύριος;). Τι γνώμη έχετε εσείς για εκείνονν;;:)

Εικόνα: η λίμνη και το καραβάκι♥

Αυτάααα. Καληνύχτα σαςς:*
#ΝΤΟΝΑΤΣΑΚΙΑ #ΛΟΒΕΕ♡
-Ροδ:3'

Ο Βυθός Των Ματιών Σου.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα