Κεφάλαιο 3ο

1.8K 162 44
                                    

《Εσύ εδώ;》τον ρώτησε χωρίς να το πιστεύει. 《Εγώ εδώ》της χαμογέλασε. 《Τι θες;》τον ρώτησε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. 《Το τηλέφωνό σου》της είπε. 《Όχι》του απάντησε και πήγε να κλείσει την πόρτα, όμως την εμπόδισε με το χέρι του. Την έσπρωξε και μπήκε μέσα. 《Σου είπα να μπεις;》τον ρώτησε. 《Δεν θυμάμαι να σε ρώτησα》της απάντησε και της έκλεισε το μάτι. Στριφογύρισε τα μάτια της και τον κοίταξε. 《Ποιος είσαι τέλος πάντων;》ρώτησε αγανακτισμένη. Κάθισε χαλαρός στον καναπέ και απλώθηκε. 《Γιατί να στο πω;》την ρώτησε και έκλεισε τα μάτια του. 《Εμμ. Γιατί δεν σε ξέρω καν; Και σε έχω δει μόνο μια φορά στην καφετέρια; αγενέστατο πλάσμα》του είπε και έκλεισε την πόρτα. 《Αν ήθελες να με μάθεις ας μου έδινες το τηλέφωνό σου》της είπε και την κοίταξε με το ένα μάτι ανοιχτό. 《Τι ζόρι τραβάς με το τηλέφωνό μου, επιτέλους;》τον ρώτησε και ξεφύσηξε. 《Πειράζει να το έχω;》την ρώτησε χαλαρός και εκείνη γέλασε ειρωνικά. 《Φυσικά και πειράζει》του είπε εκνευρισμένη. 《Το υφάκι αυτό, αλλού. Όχι σε εμένα Γιώτα》της είπε και εκείνη έμεινε. 《Πως..πως ξέρεις το όνομά μου;》τον ρώτησε σαστισμένη. 《Όποιος ενδιαφέρεται, μαθαίνει. Έτσι δεν λένε;》την ρώτησε χαμογελαστός. 《Θεε μου》είπε και κοίταξε προς τα πάνω. 《Ούτε αυτός δεν σε σώνει》της είπε και την πλησίασε.

《Ξέρεις..έχεις ωραία μάτια》της έκανε κοπλιμέντο. 《Πολλοί μου το λένε》του απάντησε και τον έσπρωξε προς τα πίσω. 《Μπορείς να μου πεις γιατί είσαι εδώ;》τον ρώτησε. 《Έμαθα ότι ψάχνεις δουλειά》της είπε και εκείνη ανασήκωσε το φρύδι της. 《Και εσύ που το ξέρεις;》τον ρώτησε. 《Θα μου μιλάς στον πληθυντικό》την διέταξε. 《Και γιατί αυτό;》τον ρώτησε. 《Γιατί το λέω εγώ. Ακολούθα με》την πρόσταξε. 《Δεν ακολουθώ αγνώστους》του είπε πεισματικά. 《Και αφού σου είμαι άγνωστος τότε γιατί μου μίλησες;》της είπε με το χαμόγελο του νικητή και εκείνη τον αγριοκοίταξε.

Βγήκαν έξω από το σπίτι και την πήγε προς το αυτοκίνητό του. 《Μπες μέσα》της είπε. 《Ναι ρε. Ευτυχώς που μου το είπες και εγώ σκεφτόμουν να καθίσω στην οροφή》του είπε ειρωνικά και έβαλε τα χέρια την μέση της. 《Πολλές ειρωνείες κάνεις και δεν είναι καλό αυτό》την προειδοποίησε. 《Γιατί; Θα μου κάνεις ντα;》τον ρώτησε στο ίδιο στυλ και του έβγαλε έξω την γλώσσα. 《Δεν είναι κακή ιδέα》της είπε πονηρά και εκείνη τον αγριοκοίταξε. 《Αστείο》του είπε. 《Καθόλου》της έριξε μια τελευταία ματιά πριν μπει μέσα και εκείνη ξεροκατάπιε.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. 《Που πάμε;》τον ρώτησε αλλά εκείνος είχε τα μάτια του ευθεία. Τον κοίταξε αλλά δεν μιλούσε και ξεφύσηξε. 《Θα είναι κι άλλοι εκεί;》τον ρώτησε αλλά και πάλι δεν της μίλησε. 《Με πας στην δουλειά μου; Σε έχει στείλει κάποιος να με παραλάβεις;》τον ρώτησε πάλι αλλά το μόνο που έπαιρνε ως απάντηση ήταν η σιωπή. 《Εσύ θα είσαι ο συνάδελφός μου;》τον ρώτησε και ήταν σαν να μιλάει μόνη της. Κουνούσε το πόδι της νευρικά. Δεν τον άντεχε. Ούτε στο ελάχιστο δεν τον είχε γνωρίσει και τώρα την πήγαινε κάπου που ούτε ο Θεός δεν ξέρει!

Είχε τόσα πολλά να ρωτήσει αλλά εκείνος ήταν λες και είχε πιει το αμίλητο νερό. Βέβαια, τώρα ήταν και η ευκαιρία της να τον παρατηρήσει καλύτερα. Γύρισε έτσι ώστε να τον βλέπει αλλά να μην το καταλάβει και εκείνος βέβαια ότι τον παρακολουθεί. Αυτή η γκρι φόρμα και η μαύρη μπλούζα εφάρμοζαν τέλεια απάνω στο σώμα του σαν αυτοκόλλητα. Φαινόντουσαν οι μυς του, οι γραμμώσεις του..όλα. Είδε ότι είχε και κάτι τατουάζ σε ολόκληρο το δεξί του χέρι. Αυτά τα μπλε μάτια που ήταν προσηλωμένα στον δρόμο και το μακρύ μαλλί που το είχε πιάσει σε έναν μικρό κότσο και το λιγοστό μούσι τον έκαναν, για εκείνη, απίστευτα ελκυστικό. Έκπεμπε αυτή την ηρεμία και την γαλήνη όπου δεν το είχε ξανά συναντήσει. Της φάνηκε περίεργο..

《Σου αρέσει αυτό που βλέπεις;》την ρώτησε με στραβό χαμόγελο και την κοίταξε στιγμιαία. 《Έχω δει και καλύτερα》του απάντησε και το χαμόγελό του έσβησε. 《Που πάμε;》ξανάρχισε τις ερωτήσεις και εκείνος ξεφύσηξε. 《Μια χαρά ήσουν τόση ώρα που δεν μιλούσες. Σε παρακαλώ να το κάνεις πιο συχνά》της απάντησε και εκείνη θύμωσε αλλά προτίμησε να κοιτάξει έξω από το παράθυρό της παρά να τσακωθεί μαζί του, αφού της είχε βρει πιθανόν μια δουλειά..

《Φτάσαμε》τον άκουσε να λέει και σήκωσε το κεφάλι της για να δει το τοπίο. Βγήκε έξω από το αυτοκίνητο και το παρατήρησε. Μπροστά της απλωνόταν μια μεγάλη λίμνη και περιβαλλόταν από θάμνους και δέντρα. 《Τι κάνουμε εδώ;》τον ρώτησε. 《Δουλειά》της απάντησε και της έδωσε απροειδοποίητα το τενεκεδάκι με τα δολώματα. Έβαλε έναν ήχο που εκδηλώνει την αηδιαστικότητα και τον κοίταξε. 《Τι δουλειά ακριβώς;》τον ρώτησε. 《Ψάρεμα!》της απάντησε ..

------------------------------------------------------

Γειαα. Ιιι γει. Το τρίτο κεφάλαιο:3 χοχο για πείτε μου γνώμεςςς;)

Χμμ. Πως τον βλέπετε αυτόν τον τύπο; καλό; κακό;..κάτι άλλο;

Εικόνα: το αγόρι μας.
Όπου δεν ξέρουμε ακόμη το όνομά του:3

Αυτάαα. Καληνύχτα σαςς:*
#ΝΤΟΝΑΤΣΑΚΙΑ #ΛΟΒΕΕ♥♡
-Ροδ:3'

Ο Βυθός Των Ματιών Σου.Where stories live. Discover now