Κεφάλαιο 32ο

827 85 48
                                    

Ξεκίνησε τις παλιές κλασσικές συνήθειες. Το ψάρεμα τον βοηθούσε να ηρεμήσει. Είχαν περάσει εβδομάδες από τότε και όσο κι αν έπαιρνε, τόσο πιο πολύ έχανε τις ελπίδες του. Δεν το σήκωνε, δεν είχε δώσει σημείο ζωής. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει λάθος!

Πήρε μια βαθιά ανάσα και καθαρός αέρας εισχώρησε στα πνευμόνια του. Η κατάσταση αυτή ήταν ανυπόφορη. Έφυγε μακριά του χωρίς να ξέρει αυτό το γιατί. Παιδευόταν σχεδόν όλη μέρα στο σπίτι του αλλά δεν μπορούσε να βρει άκρη. Έσπαγε το κεφάλι του και το μόνο που κατάφερνε να κάνει επιτυχώς, ήταν να μην κοιμάται για μέρες. Βέβαια και αυτό πλέον το είχε σιχαθεί. Αναστέναζε και ξεφυσούσε συνεχώς.

Ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που βρισκόταν στην βάρκα του να περιμένει με υπομονή. Ο ήλιος είχε πλέον εξαφανιστεί και ο ουρανός είχε ωραία, απαλά χρώματα. Ανάμεσά τους και το πορτοκαλί, το μοβ αλλά και το ροζ. Έκλεινε τα μάτια του τις περισσότερες φορές για να ακούσει τα πουλιά να κελαηδούν, να ακούσει τους ήχους της θάλασσας ή του ανέμου. Όταν έστριψε το κεφάλι του προς την στεριά είδε ανάμεσα στα δέντρα μια μορφή να ξεπροβάλλει και έσμιξε τα φρύδια του. 《Ποιος είναι;》φώναξε..

《Μπορούμε να πάμε μια βόλτα;》ρώτησε η Γιώτα την φίλη της. 《Ναι, φυσικά! Που θες;》την ρώτησε η Αθηνά μασουλώντας. 《Οπουδήποτε, εκτός από εδώ μέσα》απάντησε και σηκώθηκε. 《Καλά φιλενάδα, ηρέμησε λίγο. Θα πάμε》σηκώθηκε και εκείνη με την σειρά της. Η Γιώτα ετοιμάστηκε γρήγορα, το ίδιο και η Αθηνά.

Άρχισαν να περπατούν. 《Τελικά, που;》ρώτησε. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους κοιτώντας το πεζοδρόμιο. Η Αθηνά αναστέναξε και συνέχισαν μέχρι που μπροστά τους εμφανίστηκαν τα μαγαζιά. 《Πάμε να κάτσουμε σε κάποια καφετέρια》είπε και προχώρησε μπροστά βάζοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος της καθώς έχει κουραστεί από την συμπεριφορά της φίλης της.

《Γεια σας. Τι θα πάρετε;》τους ρώτησε ο σερβιτόρος αφού έκατσαν. 《Εγώ έναν φραπέ μέτριο χωρίς γάλα》είπε και χαμογέλασε. Κοίταξε την φίλης της. 《Γιώτα;》την ρώτησε αλλά εκείνη έδειχνε να μην επικοινωνεί με τον κόσμο. 《Μάλιστα.》μουρμούρισε η Αθηνά. 《Μια σοκολάτα》άκουσε την αδύναμη φωνή της και την κοίταξε. 《Δεν πίνω καφέ εγώ》συνέχισε και κοίταξε ευθεία. Ο σερβιτόρος έγνεψε και αποχώρησε.

《Γιώτα; Γιώτα;》της έλεγε αλλά εκείνη δεν απαντούσε. 《Ξέρω πως σου είναι δύσκολο να τον ξεχάσεις αλλά πρέπει γλυκιά μου》άρχισε να λέει αλλά η Γιώτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. 《Βρε συ, υπάρχουν τόσοι πολλοί ωραίοι τριγύρω αν κοιτάξεις..》είπε αλλά η Γιώτα την διέκοψε. 《Εγώ θέλω μόνο εκείνον. Δεν με ενδιαφέρουν οι άλλοι》της είπε με ενοχλητικό βλέμμα από αυτό που άκουσε. Η Αθηνά την κοίταξε. Έσφιξε τα χείλη της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έστριψε τα μάτια προς τον ουρανό και ξεροκατάπιε. Σηκώθηκε απότομα και τα μάτια της Γιώτας έπεσαν απάνω της. 《Σήκω》είπε η φίλη της και πέταξε τα λεφτά απάνω στο τραπέζι. Άρχισε να περπατάει και η Γιώτα την κοιτούσε χαμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει την συμπεριφορά της αυτή τη φορά. Τι προσπαθούσε να κάνει πάλι;

Ο Βυθός Των Ματιών Σου.Where stories live. Discover now