~24~

139 18 2
                                    

Η Evie ένιωσε να χάνει την ισορροπία της. Προτού σωριαστεί στο κατάστρωμα, δυνατά χέρια την έπιασαν. Γύρισε και είδε την σκληρή έκφραση της Eden, με τα χείλη της σφιγμένα. Απόλυτη ησυχία είχε επικρατήσει στο κατάστρωμα. Κανείς δεν τολμούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση. Την σιωπή έσπασαν οι σπαρακτικοί λυγμοί της Selene που είχε σωριαστεί στα γόνατα. 

"Τι έκανες;! Τι έκανες;!" ούρλιαξε στον Denneth. 

Εκείνος έβαλε το πιστόλι του πίσω στη ζώνη του με μία έκφραση που δήλωνε απόλυτη απάθεια. "Αυτό που έπρεπε. Δεν έπρεπε να ακούσω τον Bridget. Δυστυχώς, όλοι κάνουμε λάθη," αποκρίθηκε ψυχρά. Έπειτα στράφηκε στους άνδρες του. "Αν κανείς άλλος έχει καμία εξίσου φαεινή ιδέα, ας φανερωθεί τώρα. Δεν έχω όλη την ημέρα μπροστά μου." Περίμενε λίγο. "Όχι; Ωραία. Βάλτε τους σε μία βάρκα και αφήστε τους στο έλεος της θάλασσας."

"Και η Iris, καπετάνιε;" ρώτησε ένας. 

"Μαζί τους," αποκρίθηκε ο Denneth με ένα μοχθηρό χαμόγελο. "Για να σας δείξω ότι δεν είμαι τόσο άκαρδος και ότι έχω την καλοσύνη να σας αφήσω να πεθάνετε μαζί της."

Έτσι, οι άνδρες του Denneth τους άρπαξαν και τους οδήγησαν σε μία βάρκα. Η τελευταία εικόνα που είχε η Evie από το κατάστρωμα του «Asbaroth» ήταν η Selene να ορμάει στο σώμα της Iris και τον Denneth να την χαστουκίζει προτού δύο από τους άνδρες του σηκώσουν το σώμα της καπετάνισσας και το μεταφέρουν κι αυτό στη βάρκα. Έπειτα, έλυσαν την βάρκα από το πλοίο και άφησαν το ρεύμα της θάλασσας να τους παρασύρει μακριά. 

Ήταν στενάχωρα και δεν υπήρχαν κουπιά, αλλά εκείνη τη στιγμή είχαν σημαντικότερα πράγματα στο νου της. Η Iris αιμορραγούσε ακατάσχετα. Ο Δράκουλας έβγαλε το σακάκι της και έκοψε το μανίκι από το πουκάμισό της. Το έβρεξε με θαλασσινό νερό και καθάρισε προσεκτικά την πληγή. Η Iris έτρεμε από τον πόνο και το κρύο. 

"Ήταν τυχερή. Η σφαίρα δεν έμεινε μέσα," παρατήρησε ο Δράκουλας. "Atalantis, δες τι μπορείς να κάνεις."

Η κοκκινομάλλα έσκυψε και παρατήρησε προσεκτικά την πληγή. "Αυτό θα πονέσει," μουρμούρισε προτού την καυτηριάσει. Η Iris έβγαλε μία αγωνιώδης κραυγή προτού λιποθυμήσει στα χέρια του Δράκουλας. Εκείνος έδεσε την πληγή με ό,τι είχε περισσέψει από το πουκάμισό της και στη συνέχεια την τύλιξε με το σακάκι της. 

Όλο αυτό είχε διαρκέσει αρκετή ώρα και είχαν ήδη απομακρυνθεί από τα δύο πλοία, τα οποία είχαν ήδη αναχωρήσει, ακολουθώντας το καθένα την πορεία του. Γύρω τους και σε ακτίνα χιλιομέτρων υπήρχε μονάχα θάλασσα. Ξαφνικά, δύο γεράκια πέταξαν πάνω από τα κεφάλια τους. Το ένα κάθισε στον ώμο της Atalantis και το άλλο στον ώμο του Orion. 

Τα Χρονικά Του Dragonmere: Το Χαμένο Νησί {Book 2}Onde histórias criam vida. Descubra agora