Κεφάλαιο 55

5.1K 202 3
                                    

Το επόμενο πρωί ξυπνάω και ψάχνω τον Αχιλλέα τον οποίο δεν εντοπίζω. Σηκώνομαι πάνω και μπαίνω στο μπάνιο,ανοίγω το νερό και περιμένω να ζεστάνει.

Όταν τελειώνω τυλίγω γύρω μου μια πετσέτα και ανοίγω την ντουλάπα μου. Βάζω ένα λευκό παντελόνι, μια μαύρη μπλούζα με τιράντες και ένα αμάνικο καρό πουκάμισο και μετά βρίσκω εσώρουχα.

Είμαι πλέον ντυμένη και αρχίζω να καλύπτω τις πιπιλιές του μίας και δεν έχουν φύγει εντελώς. Όταν τελειώνω πέρνω το τηλέφωνο μου και βγαίνω έξω,πηγαίνω στο δωμάτιο του Μιχάλη και βεβαιώνομαι πώς είναι εντάξει.

Κατεβαίνω κάτω και πηγαίνω στην κουζίνα. Βλέπω τον Αχιλλέα να κοιτάει κάτι χαρτιά και μένω και τον χαζεύω. Φοράει μαύρο κουστούμι και άσπρο πουκάμισο. Ο Τζο κρατάει στα χέρια του καφέ και η Λάουρα ετοιμάζει πρωινό.
"Καλημέρα." Λέω και μου απαντάνε πίσω. Ο Αχιλλέας ανοίγει τα χέρια του και μπαίνω στην αγκαλιά του.

Πέρνω μία γερή δόση από το άρωμα του και τυλίγω τα χέρια μου γύρω του. Με απομακρύνει ελαφρώς και με φιλάει πεταχτά στα χείλη και μετά πηγαίνω και κάθομαι στο σκαμπό που βρίσκετε δίπλα του.
"Ο μικρός;" με ρωτάει και τον κοιτάω.
"Κοιμάται." Του λέω και μου γνέφει. Σηκώνεται πάνω και με πλησιάζει. Με φιλάει ήρεμα στα χείλη μου και μετά με κοιτάει.
"Θα προσπαθήσω να έρθω γρήγορα." Μου λέει και του γνέφω.

Εδώ και ώρα βρίσκομαι στον κήπο με την Στεφανία και τον Μιχάλη.
"Ανυπομονώ και ταυτόχρονα φοβάμαι." Μου λέει.
"Θα φας ξύλο κανόνισε μεθαύριο να σε πιάσει ο πανικός." Της λέω και με κοιτάει με αθώο βλέμμα.
"Θα έρθεις να κοιμηθούμε αγκαλίτσα;" με ρωτάει με παιδική φωνή και κρυφογελάω. Αυτό έκανε και η ίδια οπότε της το χρωστάω.
"Θα έρθω." Της λέω και κτυπά τα χέρια της χαρούμενα.
"Ποτέ θα πάμε για το φόρεμα;" με ρωτάει και η αλήθεια το έχω ξεχάσει.
"Εμμμ όταν θα κοιμηθεί ο μικρός;" λέω και με κοιτάει με μισό μάτι.
"Με ρωτάς;" με ρωτάει και της βγάζω την γλώσσα.
"Πάω να τον αλλάξω." Της λέω και σηκώνομαι πάνω.
"Οχί θα πάω εγώ." Μου λέει και μου πέρνει τον μικρό από τα χέρια μου.
"Πάμε να σε αλλάξουμε πρίγκιπα." Του λέει και τον φιλάει στο μάγουλο. Σε λυπάμαι μικρέ μου.

Μπαίνουμε μέσα και η Στεφανία πηγαίνει πάνω ενώ εγώ κάθομαι στον καναπέ,πέρνω το τηλέφωνο μου και καλώ τον Αχιλλέα. Δεν μου απαντάει οπότε το κλείνω ξεφισόντας.
"Μικρή σε λίγο είναι έτοιμο το μεσημεριανό." Μου λέει η Λάουρα και γνέφω. Κοιτάω την ώρα και βλέπω πώς είναι δώδεκα το μεσημέρι.
"Αριανααά." Ακούω την φωνή της Στεφανίας και τρέχω πάνω,ανοίγω την πόρτα του δωμάτιο και μπαίνω μέσα.
"Κλαίει." Μου λέει και ρολάρω τα μάτια μου.
"Είσαι ηλίθια." Της λέω και την πλησιάζω και της πέρνω τον μικρό,κάθομαι στην κουνηστή καρέκλα που υπάρχει στο δωμάτιο και αρχίζω να τον ταΐζω.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαWo Geschichten leben. Entdecke jetzt