Κεφάλαιο 51

4.9K 204 13
                                    

Τον τραβάω από τα μαλλιά του και ενώνω τα χείλη μας βίαια. Τα δόντια του τραβάνε και γλύφουν το κάτω χείλος μου και μετά κατεβαίνει στον λαιμό μου.

Αρχίζει να αφήνει συρτά φιλιά ενώ τα χέρια του μπαίνουν κάτω από το νυχτικό μου και με χαϊδεύει.
"Δεν σε συγχώρεσα." Μου λέει και παγώνω.
"Νόμιζα πως..."
"Κανείς λάθος." Μου λέει διακόπτοντας με και τον σπρώχνω από πάνω μου. Σηκώνομαι πάνω και βγαίνω ντροπιασμένη που τον αφήσα να κάνει ότι έκανε. Μπαίνω μέσα στο δωμάτιο του μόνου πλάσματος που με ηρεμήζει και πλησιάζω το κρεβάτι του.

Δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα μου και δεν κάνω καν τον κόπο να τα σκουπίσω. Γαμώ το Αχιλλέα είσαι μαλάκας! Του χαϊδεύω προσεκτικά το χέρι του και πηγαίνω στο δωμάτιο μου.

Το επόμενο πρωί με ξυπνάει το κλάμα του Μιχάλη και σηκώνομαι χωρίς να το σκεφτώ,μάλλον θα έχει πεινάσει. Μπαίνω μέσα και παγώνω.

Βλέπω τον Αχιλλέα να προσπαθεί να τον ηρεμήσει ενώ δίπλα του στέκεται ένας άγνωστος για εμένα άνδρα. Δεν με έχουν καταλάβει ακόμα οπότε αποφασίζω να κάνω αισθητή την παρουσία μου.
"Φύγε θέλει να φάει." Λέω και αμέσως τα βλέμματα τους πέφτουν πάνω μου. Ο Αχιλλέας σφίγγει τα δόντια του και τα χέρια του ενώ ο άγνωστος άνδρας με κοιτάει σαν να είμαι εξωγήινος.
"Πως είσαι έτσι;" με ρωτάει με εμφανή τον εκνευρισμό του.
"Αχιλλέα άντε μου στο διάολο και φύγετε να ταΐσω τον γιό μου." Λέω και πέρνω τον μικρό στα χέρια μου.
"Θα με δείτε να θηλάζω;" τους ρωτάω και βλέπω τον Αχιλλέα να τραβάει τον άγνωστο άνδρα έξω από το δωμάτιο με νεύρα. Ξίδι!

Κατεβαίνω κάτω πλέον ντυμένη με ένα φλοράλ φόρεμα κρατώντας τον Μιχάλη στην αγκαλιά μου και βγαίνω έξω στον κήπο. Απλώνω κάτω ένα σεντόνι για να μπορώ να βάλω τον μικρό και κάθομαι κάτω.
Αρχίζω να παίζω με τον Μιχάλη και ξαφνικά ακούω την φωνή του Αχιλλέα να ακούγεται.
"Γιατί τον έβαλες κάτω;!" Χριστέ μου! Θα τον πνίξω!
"Σου μιλάω!" Φωνάζει και ξεφυσάω.
"Σήκω φύγε." Του λέω ήρεμα.
"Ρε έχει δίκαιο πάμε να τελειώσουμε τα συμβόλαια." Του λέει ο άγνωστος άνδρας και τον τραβάει πίσω.
"Ανδρέα άσε με!" Του φωνάζει. Ώστε αυτός είναι ο Ανδρέας. Τον βλέπω να πέρνει τον μικρό στα χέρια του και να πηγαίνει πρός τα μέσα. Ξεφυσάω και σηκώνομαι πάνω.
"Χάρηκα." Μου λέει και του γνέφω.

Εδώ και ώρα βρίσκομαι στην κουζίνα με τα νεύρα μου να είναι κρόσια και με τον Αχιλλέα να το παίζει και καλά πατέρας.
"Ακόμα λίγο Αριάνα και θα βγάλεις καπνούς." Μου λέει ο Τζόζεφ και τον κοιτάω απειλητικά.
"Κανόνισε." Του λέω καθώς ακούω την πόρτα να κτυπάει, σηκώνομαι πάνω για να πάω να ανοίξω και βλέπω στο σαλόνι τους άλλους να κάθονται. Ξινήζω και ανοίγω την πόρτα.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαWhere stories live. Discover now