Κεφάλαιο 43

4.6K 201 9
                                    

"Χάρηκα που σε είδα." Λέω στο Τζο και φεύγω από εκεί χωρίς να τον κοιτάξω. Προχωράω με γρήγορα βήματα και δεν προλαβαίνω να απομακρύνθω πολύ όταν νιώθω το χέρι του να αρπάζει το μπράτσο μου και με γυρίζει έτσι ώστε να τον βλέπω αλλα εγώ δεν τολμάω να το κάνω.
"Θέλω να σου μιλήσω είναι σοβαρό." Μου λέει και τολμάω να τον κοιτάξω. Χάνομαι στο πράσινο τον ματιών του και μένουμε έτσι για λίγο.
"Τι; είναι δίδυμα;" του λέω μετά από λίγο και η φωνή της Βαλέριας ακούγεται.
"Μωρό μου σε έψαχνα." Του λέει και την κοιτάω με αηδία,παρατηρώ ότι η κοιλιά της έχει φουσκώσει λίγο. Βγάζω ένα ιρωνικό χαμόγελο και φεύγω.

"Όλα καλά;" με ρωτάει ο Άλεξ και του γνέφω θετικά. Ψάχνω την Στεφανία και όταν την εντοπίζω με βλέπει ήδη και μου γνέφει να την πλησιάσω.
"Πάω στην Στεφανία." Τους λέω και αρχίζω να την πλησιάζω. Την αγκαλιάζω και με κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό μου.
"Είσαι θεά!." Μου λέει και χαμογελάω.
"Εσύ μου την έκλεψες;" ακούμε την φωνή του Ίαν να ακούγεται και τον βλέπω να τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση της και να την τραβάει στην αγκαλιά του αφήνοντας ένα φιλί στη βάση του λαιμού της.
"Συγνώμη κουμπάρε δεν θα το ξανά κάνω." Του λέω και μου βγάζει την γλώσσα του.
"Καλός τον." Λέει ο Ίαν και νιώθω το άρωμα του να μπαίνει βίαια στα ρουθούνια μου. Τον νιώθω να στέκεται δίπλα μου και κρατάω την ανάσα μου. Αρχίζουν να μιλάνε άνετα και εγώ νιώθω να είμαι περιττή,σηκώνομαι και φεύγω από κοντά τους και πλησιάζω τους γονείς μου.

"Ο Άλεξ;" ρωτάω και μου δείχνει ένα σημείο. Οι γονείς μου μιλάνε με γνωστούς τους και αρχίζω και βαριέμαι και το στομάχι μου αρχίζει να παραπονιέται.
"Πάω να τσιμπήσω κάτι." Λέω στο αυτί του μπαμπά και φεύγω.
"Αριάνα." Άκουω μια φωνή να με φωνάζει και γυρνάω και κοιτάω τον Διονύση. Με πλησιάζει και στέκεται μπροστά μου.
"Είσαι κούκλα." Μου λέει με χαμόγελο.
"Εμ ευχαριστώ." Του λέω και φεύγω,τον νιώθω να με ακολουθεί. Σταματάω μπροστά από τα γλυκά και αρχίζω να βάζω σε ένα πιατάκι.
"Λιγούρες;"
"Ναι." Του λέω και τον κοιτάω.
"Δεν φαντάζομαι να κατανάλωσες ποτό." Μου λέει σοβαρά και ξεφυσάω.
"Δεν είμαι ηλίθια και σταματά να κάνεις τον γιατρό." Του λέω και πάω να φύγω αλλά με σταματάει.
"Δεν τον κάνω είμαι." Μου λέει και χαμογελάει στραβά.
"Ψώνιο." Του λέω και φεύγω.

"Ποιός ήταν;" με ρωτάει πονηρά η μαμά μου και ρολάρω τα μάτια μου.
"Ο γιατρός μου." Της λέω και την βλέπω να μου γνέφει.
"Να σας πάω στο τραπέζι σας;" ακούμε την Στεφανία να ρωτάει χαρούμενα και της γνέφουμε. Μας πηγαίνει σε ένα τραπέζι και βλέπω τον Αχιλλέα,την Βαλέρια,τον Άλεξ και την Δανάη να κάθονται,την σταματάω διακριτικά και γυρίζει και με κοιτάει.
"Σοβαρά;" της λέω σιγανά.
"Σε παρακαλώ." Μου λέει και φεύγω,κάθομαι ανάμεσα στον Άλεξ και στον μπαμπά μου και καρφώνω το βλέμμα μου στην πίστα αφού το τραπέζι είναι σε ημικύκλιο.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαWhere stories live. Discover now