Κεφάλαιο 6

6K 265 17
                                    

Πάγωσα.

"Μην το κάνεις." Αν με φιλούσε το πιο πιθανό να καλούσα μαζί του και αυτό δεν το ήθελα.

"Είσαι γυναίκα μου και δεν σε έχω φιλήσει ακόμη."
"Και ούτε πρόκειται να με φιλήσεις,βγάλτο από το μυαλό σου."
"Αυτό θα το δούμε μωρό μου."
"Αυτά τα μωρό μου στην Βαλέρια,όχι σε εμένα."
"Είσαι ζηλιάρα,μου αρέσει."
"Θα σε σκοτώσω."
"Και άγρια,ακόμα καλύτερα." Ειλικρινά θα τον σκοτώσω. Καταπολέμησα τον θυμό μου. Ακόμη με έσφιγγε και άρχισα να πονάω.

"Χαλάρωσε τα χέρια σου,με πονάς."
"Θα με αφήσεις να σε φιλήσω;" άντε πάλι.
"Σου απάντησα είδη Αχιλλέα."
"Ανυπομονώ να ακούσω το όνομα μου από τα χείλη σου όταν θα αναστενάζεις από κάτω μου και θα με παρακαλάς."Είπε και μου έκλεισε το μάτι και ανώμαλος ο σύζυγός. Χωρίς να το καταλάβω το έκανα εικόνα. Ανατρίχιασα στη σκέψη.

Όχι Αριάνα μην τα σκέφτεσαι αυτά σταματά! Η μουσική σταμάτησε και επιτέλους απομακρυνθήκαμε.

"Με εμένα δεν θα χορέψεις;" γύρισα και είδα τον πεθερό μου.

"Αν το θέλετε εγώ δεν έχω πρόβλημα."
Μου άπλωσε το χέρι και εγώ του το έδωσα και αρχίσαμε να χορεύουμε.

"Είμαι πεθερός σου,γιατί μου μιλάς στον πληθυντικό,Αριάνα μου πλέον είσαι της οικογένειας." Είχε δίκιο.
"Συγνώμη απλά συνήθισα τόσα χρόνια που σε έβλεπα στο σπίτι να σου μιλάω στον πληθυντικό."
"Δεν πειράζει κορίτσι μου." Σιγή έπεσε μεταξύ μας.

"Νιώθεις κάτι για τον γιο μου έτσι;" τι του λέμε τώρα;
"Δεν είναι αυτό,δεν τον γνωρίζω καν και πρίν λίγη ώρα τον είδα στις τουαλέτες με την πρώην του οπόταν όχι δεν αισθάνομαι τίποτα για αυτόν."
"Ότι πείς,εγώ αλλά είδα όταν χορεύετε ασχέτως αν ο Αχιλλέας ήταν με την Βαλέρια πριν στις τουαλέτες και ξέρω επίσης οτι σε καίει κατά βάθος αυτό." Μου χαμογέλασε πονηρά και όχι δεν με καίει γιατί να με καίει;

Δεν απάντησα. Ο χορός τελείωσε και εγώ προχώρησα στο τραπέζι που καθόταν οι συγγενείς μου.

"Γειά." Τα βλέμματα στράφηκαν σε εμένα.

"Τι κάνεις αγάπη μου; ελα κάθισε εδώ." Ο θείος μου,μου έκανε νεύμα για να καθήσω και εγώ κάθησα.
"Μια χαρά θείε μου."
"Που είναι ο άντρας σου;άντε πάλι με τον Αχιλλέα.
Πρίν απαντήσω με πρόλαβε η φωνή του.
"Εδώ είμαι." Χαμογέλασε στον Θείο μου.
"Αντρέα σήκω να  καθίσει ο Αχιλλέας δίπλα από την Αριάνα σε παρακαλώ." Όχι δεν είναι ανάγκη. Ο ξάδερφος μου υπάκουσε και ο Αχιλλέας κάθησε δίπλα μου.
"Ταιριάζετε τόσο πολύ." Είπε η θεία μου με ένα χαμόγελο στα χείλη.
"Ευχαριστούμε." Απάντησε ο Αχιλλέας και αυτός με ένα χαμόγελο. Χριστέ μου εγώ γιατί θέλω να τον φιλήσω πάλι;

Συζητούσαν όλοι και εγώ ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου.

"Τι σκέφτεσαι μωρό μου;" η φωνή του Αχιλλέα με ξύπνησε.

"Τι είπες;"
"Τι σκέφτεσαι;"
"Τίποτα." Μείναμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον. Αχ αυτά τα μάτια του,δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από τα μάτια του.

"Γκουχουμ." Ξεκολλήσαμε τα μάτια μας και γυρίσαμε να κοιτάξουμε την οικογένεια μου, που μας κοιτούσε με ένα πονηρό χαμόγελο.

Ο Αχιλλέας έμπλεξε τα χέρια μας μεταξύ τους και ο γνωστός ηλεκτρισμός εμφανίστηκε, προσπάθησα να απομακρύνω το χέρι μου αλλά άδικος κόπος.

Μετά από ώρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει και απόμειναν μόνο οι γονείς μας.

"Ώρα να πηγαίνουμε στο σπίτι μας μωρό μου" Μου ψιθύρισε στο αυτί μου. Ανατρίχιασα."και εκεί δεν θα ξεφύγεις από εμένα." Είπε και άφησε ένα φιλί στον λαιμό μου.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα