19.

59 7 0
                                    


 Μετά το ωραίο μας γεύμα, με το να νιώθω σαν ηλίθιο σχολιαρόπαιδο ή κανένα μικρό κοριτσάκι που με τάιζε ο Νάμτζουν, σηκωθήκαμε από το πάτωμα. Η βροχή είχε αρχίσει να λιγοστεύει και αν πήγαινα με γρήγορο βήμα, θα έφτανα στο ξενοδοχείο σε καλύτερη μοίρα από όταν θα έφτανα αν έφευγα πιο πριν. Φτερνίστηκα.

 «Είσαι καλά;» με ρώτησε ο Νάτμζουν.

 «Αφού ζω και είμαι εδώ, ναι είμαι καλά» απάντησα.

 Ξεκινήσαμε να περπατάμε. Οι σταγόνες της βροχής ήταν ψιλές και λιγοστές. Ο κόσμος είχε όμως ήδη μαζευτεί στα σπίτια του ή κάπου να προστατευτεί. Μόνο εμείς ήμασταν οι δύο τρελοί που κυκλοφορούσαμε στη βροχή. Και χωρίς ομπρέλες.

 Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα είχε ήδη πάει περασμένες τέσσερις το μεσημέρι. Δεν είχα καταλάβει καν πως πέρασε η ώρα.

 Στη διαδρομή μέχρι το σταθμό ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες. Ένιωθα αμήχανα για όλα όσα είχαν γίνει σήμερα και κάθε φορά που προσπαθούσα να ξεκινήσω μια συζήτηση, η αμηχανία μου φαινόταν πολύ. Γενικά δεν ήμουν άνθρωπος που σιχαινόμουν τη σιωπή. Μου άρεσε. Και για κάποιο λόγο δεν ένιωθα τη σιωπή δίπλα στον Νάμτζουν εκκωφαντική και αμήχανη, όπως θα ένιωθα φυσιολογικά με άτομα που πρωτογνωρίζω.

 Όταν φτάσαμε έξω από το σταθμό σταμάτησα και γύρισα να τον κοιτάξω. «Εγώ θα πάω από εκεί» έδειξα προς την κατεύθυνση του ξενοδοχείου μου. «Από εκεί είναι το ξενοδοχείο μου».

 «Να σε πάω μέχρι εκεί αν είναι».

 «Όχι, όχι ευχαριστώ» αρνήθηκα. «Δεν θέλω να σε δει κανένας και να την πληρώσεις» είπα και έδειξα τον κόσμο που άρχισε να βγαίνει από το σταθμό και να κυκλοφορεί με τις ομπρέλες του.

 «Είσαι σίγουρη;».

 «Απολύτως».

 Ο Νάμτζουν με κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του. Μετά τα έβγαλε. «Ωραία. Εγώ θα πάω από εδώ αν είναι» μου έδειξε την κατεύθυνση αντίθετα από τη διαδρομή μου, προς την πιάτσα των ταξί. Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα έπαιρνε ταξί, αλλά λογικά ίσως θα το περίμενε κάποιος κατά εκεί.

 «Ωραία» έκανα και χαμογέλασα. «Ευχαριστώ σήμερα πάντως για όλα. Αλλά αυτό να ξέρεις ότι δεν σημαίνει ότι μπορείς να με παρακολουθείς στα καλά του καθουμένου και να με ακολουθείς από πίσω».

 «Θα προσπαθήσω» μου απάντησε.

 Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Καλά να περνάς λοιπόν και... χαιρετίσματα στους φίλους σου στο γκρουπ να πω; Όχι ότι με ξέρουν, αλλά ας γίνω ευγενική μια φορά στη ζωή μου. Καλή συνέχεια και καλή σου μέρα» είπα και έκανα μεταβολή να φύγω. Ένιωθα λυπημένη για κάποιο λόγο και τα πόδια μου με το ζόρι με υπάκουαν, αλλά από την άλλη, ένιωθα ότι το είχα χάσει τελείως. Γιατί ήμουν κάπου απομονωμένα με έναν άγνωστο; Θα μπορούσε να μου είχε κάνει οτιδήποτε. Γιατί τα έκανε όλα αυτά; Ήθελε να με γνωρίσει καλύτερα έλεγε. Μπορούσα να τον πιστέψω; Γιατί αψηφούσα τους κινδύνους, παρόλο που ήμουν σε μια ξένη χώρα και θα έπρεπε να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα;

Τι να το κάνω (A Kim Namjoon story)Where stories live. Discover now