Λύπη..

32 7 4
                                    

  Όλα γινόντουσαν μπροστά μου και εγώ ήμουν ανίκανη να τα σταματήσω.

Έτσι νόμιζα τότε.

  Μια κοπέλα αρκετά νέα που έμοιαζε πολύ με εμένα, βρισκόταν σε μια αποθήκη. Τεράστια θα μπορούσα με σιγουριά να πω. Μια γυναίκα ήταν δίπλα της. Κοίταζαν επίμονα μπροστά τους και οι δυο.

  Γύρισα το κεφάλι μου για να δω την υπόλοιπη αποθήκη και παρατήρησα δύο άτομα κρυμμένα πιο πίσω από τις δύο γυναίκες.

  Την προσοχή μου τράβηξε το όπλο που κρατούσε η κοπέλα κρυμμένο πίσω της. Ήταν αρκετά νέα για να οπλοφορει.

  Ένα αμάξι έφθασε στην απέναντι πλευρά της αποθήκης όπου και κοίταζαν όλοι. Δύο άνδρες ξεπροβαλαν. Ένας μεσήλικας και ένας νέος. Στάθηκαν σε αρκετά μακρινή απόσταση. Κοιτάζονταν όλοι μεταξύ τους. Κάτι είπε ο άνδρας που δεν κατάλαβα και η κοπέλα γέλασε ειρωνικά.

  Τότε ο μεσήλικας έβγαλε από το σακάκι του ένα όπλο και στόχευσε τη κοπέλα. Εκείνη τον κοίταξε ανέκφραστη, δε μπορούσα να καταλάβω την έκφραση της. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και ήταν ικανός για να τα τερματίσει όλα.

  Ξύπνησα και άρχισα να κλαίω. Δεν είχα ξανά δει ποτέ μου τόσο κακό όνειρο. Η μαμά με τον μπαμπά μπήκαν στο δωμάτιο μου. Έπεσαν στο κρεβάτι και με αγκάλιασαν για να με ηρεμήσουν.

'Μπαμπά είδα πολύ κακό όνειρο.' Του είπα μέσα από τα αναφιλητά μου. Η μαμά με κοίταξε και σκούπισε τα δάκρυα μου. 'Κοριτσάκι μου θα περάσει, ένα κακό όνειρο ήταν. Κοίτα είναι εδώ ο μπαμπάς και η μαμά τώρα.' Με κοίταξε και μου χαμογέλασε.

Ηρέμησα και αφού καληνυχτισα τους γονείς μου, ξανά κοιμήθηκα.

  Τον εφιάλτη αυτόν τον έβλεπα κάθε μέρα, μέχρι τη μέρα πριν τα 6α γενέθλια μου.

Εκείνη η μέρα ήταν πολύ περίεργη. Όλα γινόντουσαν πιο έντονα ή εγώ τα παρατηρούσα έτσι. Η Ίνκα είχε απομακρυνθεί από μένα από εκείνη τη μέρα που γύρισε από τη φίλη της. Πήγαινα να της μιλήσω αλλά με απέφευγε. Εκείνο το απόγευμα είχε φύγει από νωρίς να πάει για ψώνια.

Την παρακαλούσα να πάω μαζί της και δεν ήθελε. Έκανα τα πάντα για να με πάρει μαζί της, να περάσουμε έστω και λίγο χρόνο μαζί. Δεν την άφηνα να φύγει, είχα πιαστεί από το πόδι της.

'Κλόε σου είπα ξεκόλλα από το πόδι μου, πρέπει να φύγω' Μου είπε για μια ακόμη φορά.

'ΌΧΙ' Της φώναξα εγώ και γαντζωθηκα ακόμα πιο πολύ πάνω της.

'Κλόε παράτα με' Είχε αρχίσει να νευριάζει.

Επικίνδυνα αλλά αληθινάWhere stories live. Discover now