1 Μέρα

390 44 41
                                    

-Δεύτερα 7:40-

Ο δρόμος είναι άδειος, άλλωστε δεν περνάει πολύς κόσμος από αυτή την γειτονιά. Φοβούνται· φοβούνται για την ζωή τους. Εγώ όμως δεν φοβάμαι, εξάλλου ο φόβος προστατεύει τον άνθρωπο αλλά εμένα κανένας. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου εκείνος ο καταραμένος ο σταθμός του Leon Park με τα σακατεμένα εργοστάσια και τις ξεχαρβαλωμένες κολώνες ρεύματος που τρίζουν κάθε φορά που φυσάει.

Και εννοείται πως δεν μπορούσε να περιμένει να θαυμάσω έστω αυτήν την θέα· έπρεπε να μου το χαλάσει. "Ξύπνα βλήμα, θα αργήσεις στο σχολείο!" Ακούω την πολλή γλυκιά και απαλή φωνή του μαλάκα που πρέπει να αποκαλώ "θείο" μου και επιστρέφω στην πραγματικότητα. "Τώρα,τώρα σηκώνομαι!" Λέω και σηκώνομαι με δυσκολία από το κρεβάτι μου, ακόμα πονάει όλο μου το σώμα από χθές βράδυ.

Δεν έχω κάνει τίποτα, γιατί να αναγκάζομαι να τον ανέχομαι κάθε βράδυ που γυρνάει μεθυσμένος; Κάθε μέρα τα ίδια, είμαι όλη μέρα μόνος στο σπίτι και όταν γυρνάει στα καλά καθούμενα εισβάλει στο δωμάτιο και με χτυπάει.

Κατευθύνομαι προς την φθαρμένη συρταριέρα, ένα πολύ παλιό έπιπλο που το έχω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κλειδωμένο σε αυτό το δωμάτιο. Όλα τα παιδικά μου χρόνια τι ήταν; Αυτό το δωμάτιο με μόνο τρόπο διαφυγής την μουσική να με ταξιδεύει. Μέρες και νύχτες ολόκληρες σε αυτό το δωμάτιο με το ραδιόφωνο να παίζει. Χαϊδεύω το ελαφρά σκονισμένο ραδιόφωνο χαμογελώντας στραβά. Ανοίγω το συρτάρι και βγάζω ένα μαύρο μακρυμάνικο μπλουζάκι με μια στάμπα των Skillet και μια μαύρη τζιν βερμούδα. Βγάζω την μπλούζα της πιτζάμας μένοντας γυμνός από την μέση και πάνω παντού σημάδια στα   χέρια  μου κάθε σημάδι και μια ανάμνηση. Ακόμα να φύγουν τα σημάδια από την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας μου, αν και θα τα κατάφερνα αν δεν ερχόταν ο θείος. Ήθελα να φύγω, παρόλο που ήμουν μόνο 12 χρόνων μπορούσα να σκεφτώ καθαρά κάτι τέτοιο. Η ζωή μου έχει φέρει μόνο πόνο και δυστυχία. Χαϊδεύω απαλά τα μπράτσα μου νιώθοντας τον πόνο από παλιές και φρέσκες μελανιές που μου έχει κάνει. "Θείε, δεν αντέχω αυτήν την κατάσταση κάθε βράδυ" Ψηθυρίζω προσπαθώντας να μην κλάψω ξανά. Δεν μπορώ να φοράω συνέχεια ρούχα με μακριά μανίκια για να καλύπτω όλα τα σημάδια που μου προκαλεί. Με τρεμάμενα χέρια βάζω τα ρούχα και βγαίνω από το μικρό δωμάτιο μου.

"Επιτέλους κάποιος αποφάσισε να σηκωθει." Λέει με το κλασικό υποτιμητικό ύφος του. «Καλημέρα και σε εσένα Liu» σκέφτομαι ειρωνικά έχοντας το κεφάλι μου σκυμμένο. Αρπάζω ένα κρουασάν με σοκολάτα από το τραπέζι αλλά μόλις παίρνω την πρώτη μπουκιά ακούγεται η φωνή του. "Τι κάνεις εκεί;"
Λέει ενώ το σώμα μου αρχίζει να τρέμει. "Τ-τρώω;" Λέω αλλά η φωνή μου σπάει.
"Δεν νομίζω να σου έδωσα την άδεια." Λέει έχοντας ένα φάντασμα χαμογέλου στα χείλη του. "Μα θείε πρέπει κάτι να φάω, δεν αντέχω· όλο το σαββατοκύριακο δεν έχω φάει τίποτα." Λέω κάνοντας ένα βήμα πίσω αρπάζοντας την τσάντα μου και αρχίζω να τρέχω πριν προλάβει να πει τίποτα. Βγαίνω τρέχοντας από το σπίτι και στρίβω στην γωνία, συνεχίζω να τρέχω όσπου φτάνω στην στάση. Χωρίς να δω ποιο είναι μπαίνω στο λεωφορείο και μόνο όταν κλείνουν οι πόρτες παίρνω μια ανάσα. Βλέποντας ότι έχει σχετικά λίγο κόσμο καταλαβαίνω ότι είμαι στο 557 και ανακουφίζομαι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα πανικοβάλλομαι τόσο πολύ όταν το κάνει αυτό. Στερεώνω την πλάτη μου στον κρύο τοίχο του λεωφορείου. "Αουτς-" Αναφωνώ και μορφάζω από τον ξαφνικό πόνο.

10 DaysWhere stories live. Discover now