2*

866 57 10
                                    


[2 χρόνια μετά]

Στέκομαι εδώ σε μια φαινομενικά άδεια αίθουσα αεροδρομίου. Ίσως και να έχει πολύ κόσμο, δεν μπορώ να πω. Σκέφτομαι ότι τα αεροδρόμια έχουν δυο πλευρές. Από τη μια μπορούν να φέρουν απερίγραπτη χαρά σε όσους υποδέχονται τους αγαπημένους τους και τόση λύπη σε όσους αποχαιρετιούνται. Σε ποια κατηγορία υπάγομαι εγώ; Ποιος ξέρει... Δεν έχω κανένα να με αποχαιρετήσει και κανένα να με υποδεχτεί. Απλά νιώθω ένα κενό, ένα μούδιασμα σαν κάποιος να μου έχει δώσει την καρδιά μου στα χέρια.

Πριν λίγες μέρες αναγκάστηκα να πακετάρω τη ζωή μου από τη Νέα Υόρκη και να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Η ζωή στην Ελλάδα ποτέ δεν μου ταίριαζε και ας έζησα το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου εδώ. Πάντα έψαχνα ευκαιρίες να φύγω και το έκανα. Σπουδές, προγράμματα, ταξίδια και πάει λέγοντας. Ό,τι ευκαιρία μου παρουσιαζόταν την άρπαζα από τα μαλλιά. Είχα φάει τον κόσμο με το κουτάλι, μα δεν κατάφερα να βρω αυτό που ψάχνω. Ίσως γιατί αυτό ήταν πάντα εκεί. Εκεί που το άφησα. Γι' αυτό αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Στην αρχή. Να βρω το κέντρο μου.

Ανοίγω το κινητό μου. Άραγε πόσο καιρό έχω να χρησιμοποιήσω τον ελληνικό μου αριθμό... Πιθανότατα από εκείνη τη μέρα που έφυγα για τη Νέα Υόρκη. Ήμουν ενθουσιασμένη, θυμάμαι, φοβισμένη μα πολύ χαρούμενη για τα άγνωστα νερά στα οποία ετοιμαζόμουν να σαλπάρω. Όμως αισθανόμουν μισή. Οι αποχαιρετισμοί εκείνο το Σεπτέμβρη δεν είχαν πάει όπως θα ήθελα. Οι φίλοι μου στενοχωρήθηκαν πολύ, αλλά στο τέλος με κατάλαβαν και υποστήριξαν την επιλογή μου. Αν μη τι άλλο χάρηκαν για τα ταξίδια που θα μπορούσαν να κάνουν στη Νέα Υόρκη για να έρθουν να με δουν, καθώς ήταν όνειρο ζωής για πολλούς από αυτούς. Όχι όμως κι εκείνος. Ειρωνία, σκέφτηκα. Όταν εκείνος μου ζήτησε να τα παρατήσω όλα και να τον ακολουθήσω το έκανα με κλειστά μάτια, αλλά όταν ήταν η σειρά του να κάνει το ίδιο, έκανε πίσω.

Τη σκέψη μου διέκοψε ο χαρακτηριστικός ήχος ειδοποίησης του κινητού. Περίεργο, σκέφτηκα. Κανείς δεν ξέρει πως γύρισα, πώς στο καλό γίνεται να έχω μήνυμα; Μάλλον θα είναι το κλασικό μήνυμα χρεώσεων. Το φέρνω πιο κοντά αδιάφορα και κοιτάζω την οθόνη. Κόντεψε να μου πέσει το κινητό με αυτό που είδα. Δεν είναι δυνατόν... "Ίαν" αναγράφεται με μεγάλα γράμματα. Ένιωσα τη βαρύτητα να με τραβάει και έψαξα το πρώτο παγκάκι για να καθίσω. Νιώθω ένα περίεργο σκίρτημα και αποφασιστικά ανοίγω το μήνυμα.

Ήταν ένα ηχητικό μήνυμα και οι πληροφορίες έλεγαν πως στάλθηκε το Σεπτέμβριο. Ακριβώς ένα χρόνο πριν, την ημέρα που πετούσα για μια καινούρια ήπειρο και ξεκινούσα μια νέα ζωή. Μπαίνοντας σε αυτό το αεροπλάνο είχα αποφασίσει να μην κοιτάξω πίσω γι' αυτό και ποτέ δεν είχα ξανανοίξει το ελληνικό μου νούμερο. Τώρα όμως ένα χρόνο μετά κάτι σκίρτησε μέσα μου στο θέαμα αυτού του μηνύματος. Άραγε είναι συνετό να το ακούσω ή μήπως πρέπει να το διαγράψω και να αφήσω τα πράγματα ως έχουν; Ό,τι δεν γνωρίζεις δεν μπορεί να σε πληγώσει, σωστά; Μα η περιέργεια μου κυριαρχούσε κι η καρδιά μου δεν δεχόταν το 'όχι' για απάντηση.

Ο αποχαιρετισμός μας με τον Ίαν ήταν απαράδεκτος αν σκεφτεί κανείς ότι ήμασταν δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν βαθιά κι έζησαν τόσα μαζί. Εκείνη τη μέρα δεν είχε κάνει καμία κίνηση για να μου πει έστω ένα τυπικό αντίο και η πίκρα μου που έφευγα έτσι ήταν ανομολόγητη. Δεν ευχόμουν ποτέ να έρθουν έτσι τα πράγματα μα πληγώθηκα κι εγώ από τη στάση του. Γι' αυτό δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να κοιτάξω πίσω. Ήξερα να αναγνωρίζω πότε μια μάχη έχει χαθεί. Όμως από ό,τι φαίνεται έστω και την τελευταία στιγμή ένιωσε την ανάγκη να πει κάτι... Άραγε πρέπει να το ανοίξω; Δίχως άλλη σκέψη κάλεσα τον τηλεφωνητή. Αυτό το μήνυμα μπορεί να είναι η απάντηση που έψαχνα μπαίνοντας στην πτήση της επιστροφής.

"Σοφία, εγώ είμαι. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό και στους δυο μας.. Πιθανότατα δεν θα φτάσει ποτέ στα αυτιά σου αυτό το μήνυμα, μα έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθήσω. Δεν θέλω να φύγεις γαμώ το κεφάλι σου! Είμαι μεγάλος μαλάκας!! Συγγνώμη... συγγνώμη... Σε βλέπω να επιβιβάζεσαι κι επιτέλους χαμογελάς και πάλι. Είσαι τόσο όμορφη, γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες. Δεν μπορώ να σου το στερήσω αυτό γαμώτο αλλά στέκομαι εδώ και σε κοιτάζω από μακριά και.. και είσαι ό,τι έχω ονειρευτεί... Σ' αγαπάω γαμώ και πονάει... Στα αλήθεια πονάει... μα σ' αφήνω ελεύθερη..."

Ένα δάκρυ κύλισε στο άκουσμα των τελευταίων του λέξεων και ένιωσα πολλά, μικρά αγκάθια να τρυπάνε την καρδιά μου. Τόσο καιρό ένιωθα κενή, άψυχη και τώρα επιτέλους ένιωθα κάτι. Ήταν πόνος, μα μόνο όταν δεις το σκοτάδι να σε ρουφάει και να μην μπορεί να σε αγγίξει τίποτα, εκτιμάς κάθε συναίσθημα...

Chasing the SunsetWhere stories live. Discover now