Chapter56.

865 166 18
                                    

Τα μάτια της πονούσαν.

Ένιωθε το εγκέφαλο της να την εγκαταλείπει αλλά ήξερε πως αυτό δεν γινόταν, εκτός και αν πέθαινε.

Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό της να σβήνει εντελώς, καθόταν ξανά και ξανά κοιτώντας την μέρα να περνάει.

Όταν ήταν μόνη της, και υπήρχε ησυχία σκεφτόταν πως πέθαινε.

Δεν ήξερε άμα πονούσε,αλλά δεν την ενδιέφερε και ιδιαίτερα.

Πως θα ήταν άμα αυτή πέθαινε;

Θα νοιαζόταν κανείς πραγματικά ή υποτιθέμενη "λύπη" τους θα φαινόταν απο ένα ποστ στο facebook;

Τι να το κάνω το post;Αφού θα είμαι νεκρή.

Πήρε μια ανάσα.
ο αέρας.
Δεν της έφτανε ο αέρας.

Το δωμάτιο άρχισε να γίνεται αποπνικτικά μικρό και ήταν σαν να την πλακωναν οι τοίχοι.

Και τι εάν πνιγόταν;

Όχι,όχι.

Δεν ήθελε να πεθάνει πνιγμένη, μέχρι να έφευγε απο αυτήν την ζωή θα είχε βασανιστεί.

Οι χώροι χωρίς αρκετό οξυγόνο της δημιουργούσαν πολλά νεύρα.

Ένα βράδυ όταν κοιμόταν ο πατέρας της έκλεισε την πόρτα του δωματίου της για να μην μπαίνει μέσα το φως και να την ξυπνήσει.
Την ξέχασε.
Ξέχασε να ανοίξει την πόρτα.

Ένοιωθε στον ύπνο της να κουνιέται, ένοιωθε να τρανταζεται ολόκληρη.

"Μαμά.." είπε σιγανά αλλά ένοιωθε πως μπορούσε να την ακούσει.

Κάποιος έπρεπε να ανοίξει την αναθεματισμενη πόρτα.

Ένοιωθε ματια πάνω της, στον ύπνο της.

"Allison;" φωνές.

"Την πόρτα, παρακαλώ." κλαψουρισε.

Ένοιωθε να αδειάζουν οι πνεύμονες της.
Ένοιωθε ότι θα τρελαινόταν.

Ένοιωθε ένα κάψιμο στα μάγουλα.

Άνοιξε απότομα τα μάτια της και τα άγγιξε.
Έκλαιγε.

Σηκώθηκε, σχεδόν πέταξε απο το κρεβάτι της ως την πόρτα και την άνοιξε.

Βγήκε έξω απο το δωμάτιο και ενέπνευσε οσο περισσότερο αερα μπορούσε.

Μάζεψε τα ανάκατα μαλλιά της σε μια κοτσίδα και κοίταξε γύρω της.

Εκατσε στο σαλόνι.

Αέρας.

Χρειαζόταν περισσότερο αέρα.

Βγήκε στο μπαλκόνι.

04:47 πμ.

Ο ουρανός άρχισε σιγα σιγά απο μαύρος να παίρνει το χρώμα του καθαρού ωκεανού.

Ο άνεμος φυσούσε πάνω της και ένοιωθε περισσότερο ζωντανή απο άλλες φορές.

Ήθελε να πάρει λίγο αέρα.

Crybaby.Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora