Κεφάλαιο Δεκαεννέα

671 84 12
                                    

Ο Κάρτερ δεν μπορούσε να περπατήσει πολύ καλά, έτσι χρειάστηκε να τον στηρίζουμε εγώ και ο Κρις από δεξιά και αριστερά, για να μην σωριαστεί κάτω. Τον βάλαμε στο πίσω κάθισμα και κάθισα δίπλα του, προσπαθώντας να τον επιθεωρήσω για τυχόν τραύματα, παρόλο που εκείνος γκρίνιαζε σε όλη τη διαδρομή πως ήταν καλά, απλώς λίγο αδύναμος στο περπάτημα. Το χρώμα του ήταν πιο χλωμό από το κανονικό και μετά από πολύ κόπο και με παρότρυνση του Κρις, δάγκωσε απαλά το εσωτερικό του καρπού μου και ήπιε λίγο, μιας και θεωρούσα πως ήταν πολύ αδύναμος. Τα μάτια του ζωντάνεψαν αμέσως, το χρώμα του έγινε ένα υγιές λευκό. Έριξε το κεφάλι πίσω και έκλεισε τα μάτια. 
"Αν χρειαστεί να πολεμήσουμε με τον Μπρένταν σήμερα..." ξεκίνησε να λέει. 
"Δεν ξέρω τί θα κάνει εκείνος" είπα "αλλά αυτή η κατάσταση πρέπει να τελειώσει το συντομότερο. Είχαμε ένα φίδι στο κόρφο μας τόσο καιρό... δεν το πιστεύω... πώς δεν το καταλάβαμε;"
"Είναι πολύ καλός στη δουλειά του, Ρέιβεν. Αφού να φανταστείς στην αρχή που ήρθε, νόμιζα πως ήρθε για να με ελευθερώσει". 
"Είναι περίεργος τύπος, αλλά χαρισματικός" σχολίασε ο Κρις πίσω από το τιμόνι. "Θεέ μου, τον σιχαίνομαι". 



Φτάσαμε έξω από το Σάντοουφορτ Μουρ γρηγορότερα από όσο περίμενα. Ο Κρις παράτησε το αμάξι άτσαλα με το μισό πάνω στο δρόμο και το μισό στο πεζοδρόμιο και βγήκε. Ο Κάρτερ δεν χρειαζόταν τώρα πια βοήθεια για να περπατήσει, είχε δυναμώσει αρκετά. Του έδωσα δύο από τα μαχαίρια που έκρυβα στα ρούχα μου και στάθηκα ανάμεσα στους δύο βρικόλακες. 
"Πάμε" είπα αποφασιστικά και με μεγάλες δρασκελιές πέρασα την καγκελόπορτα και μπήκα στον περιφραγμένο χώρο του Σάντοουφορτ Μουρ. 
Ο Μπρένταν και οι οικογένειά μου, μαζί με τον Βλαντ και μερικούς ακόμα βρικόλακες από τη Ρουμανία και τη Σκωτία ήταν στην αίθουσα συνεδριάσεων. Ο Μπρένταν είχε εξαφανίσει το μεγάλο τραπέζι από εκείνο το σημείο και είχε δεμένους τους πάντες και γονατιστούς μπροστά του. Πίσω από τον Μπρένταν ήταν μερικοί ακόμα βρικόλακες που δεν είχα δει ποτέ - τα μάτια τους ήταν κόκκινα, πρέπει μάλλον να ήταν νεογέννητοι σχετικά - και όλοι κοιτούσαν με ανυπομονησία προς την πόρτα από την οποία και μπήκαμε. Ένα ικανοποιητικό χαμόγελο χαράχθηκε στα χείλη του μόλις μας είδε. 
"Ρέιβεν, Ρέιβεν..." έκανε ατάραχος και άρχισε να κόβει βόλτα γύρω από τους ομήρους του. 
Πήρα μια βαθιά ανάσα και έκανε ένα γεμάτο αυτοπεποίθηση βήμα προς το μέρος του. "Μπρένταν" είπα ανασηκώνοντας το ένα φρύδι. "Έπρεπε να το φανταστώ, τί σιχαμένο σκουλήκι είσαι". 
"Έχεις δίκιο, καλή μου Ρέιβεν, έπρεπε να το φανταστείς. Και θα το φανταζόσουν, αν δεν ήσουν τόσο αφοσιωμένη στον αγαπημένο σου βρικόλακα που δεν έβλεπες μπροστά σου... αλλά δεν το κατηγορώ, γιατί με διευκόλυνε πολύ... μπορούσα να δρω ανενόχλητος, γνωρίζοντας πως εσύ, η μοναδική Μπλακ που μπορούσε να με υποπτευθεί ήσουν στον δικό σου κόσμο. Τους απογοήτευσες όλους, Ρέιβεν". 
Κοίταξα στιγμιαία την οικογένειά μου, τον αδερφό και τους γονείς μου κυρίως που με κοιτούσαν και έγνεφαν αρνητικά. 
"Μην τον ακούς, Ρέιβεν" είπε ο Κάρτερ και έπιασε το χέρι μου. "Θέλει να σε ρίξει". 
Κοίταξα κατάματα τον Μπρένταν. "Λοιπόν, Ρέιβεν; Δεν είχες καν σκεφτεί αυτή την προοπτική, έτσι δεν είναι;"
"Μην κάνεις παιδιάστικες προσπάθειες να κερδίσεις, Μπρένταν. Αν είσαι άντρας, θα με αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπο". 
"Ω, μα δεν μπορώ, αγαπητή μου... είσαι γυναίκα. Και πολλούς αιώνες νεότερή μου. Δεν έχεις την εμπειρία ούτε τα ταλέντα μου". 
"Αυτό θα το δεις όταν αποφασίσεις να αναμετρηθείς μαζί μου". 
Ο Μπρένταν γέλασε. "Αφού το θέλεις τόσο..."
"Άσε ελεύθερη την οικογένειά μου. Εμένα θέλεις". 
"Εν μέρει, ναι" έκανε εκείνος. "Αλλά θέλω και τον μπαμπά σου, οπότε λέω να κρατήσω εδώ τους ομήρους μου, τουλάχιστον για την ώρα και να πιάσω ακόμα δύο, μήπως και φιλοτιμηθείς και ενδώσεις σε αυτά που ζητάω. Παιδιά" έκανε και έγνεψε στους βρικόλακες πίσω του. "Πιάστε τους δύο φίλους της". 
Δοκίμασα να προστατεύσω τον Κάρτερ και τον Κρις, αλλά οι βρικόλακες του Μπρένταν τους έπιασαν και τους έσυραν μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά μου. Τους έδεσαν χειροπόδαρα και τους άφησαν εκεί μπροστά. 
"Ω θα το πληρώσεις τόσο ακριβά αυτό που κάνεις, Μπρένταν". 
"Ανυπομονώ" σχολίασε. 
"Θα σου κοπεί το χαμόγελο σε λίγο, Μπρένταν" σχολίασε θυμωμένος ο Κάρτερ, κουνώντας σπασμωδικά τα χέρια του προσπαθώντας μάταια να χαλαρώσει τα δεσμά του. 
"Κάρτερ Κέιν" έκανε ο άλλος βρικόλακας και με αργά βήματα στάθηκε όρθιος πάνω από τον νεαρό. "Χάρηκα πολύ που εσύ, όπως και ο πατέρας σου πέσατε στην παγίδα μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καλά ένοιωσα όταν κατάφερα και ξεγέλασα εσάς. Εντάξει, η Ρέιβεν μπορεί να έχει πολλά... χαρίσματα" και ο Κάρτερ και ο πατέρας μου του έριξαν ένα θανατηφόρο βλέμμα σε αυτό το σημείο "αλλά εσείς έχετε εμπειρία. Και το να καταφέρω να ξεγελάσω τους Κέιν... Ήταν μεγάλο κατόρθωμα". 
"Σε καταλάβαμε, Μπρένταν" επέμεινε ο Κάρτερ. "Μπορεί να αργήσαμε, να σε αφήσαμε να αλωνίζεις λίγο περισσότερο από όσο έπρεπε, αλλά σε καταλάβαμε".
"Καλέ μου Κάρτερ, δεν έχεις καταλάβει ακόμα τίποτα" σχολίασε. Πήρε μια βαθιά ανάσα αφού σιγουρεύτηκε πως τον ακούγαμε όλοι προσεκτικά - το ότι κάναμε και κέντρο της προσοχής μας αυτόν τον ξιπασμένο ακόμα με κάνει να αηδιάζω - άνοιξε το στόμα και άρχισε να μιλάει. "Δεν υπάρχει προδότης στη μεριά σας, Κάρτερ". 
Οι δύο Κέιν τον κοίταξαν ταυτόχρονα αφού μοιράστηκαν πρώτα μεταξύ τους ένα βλέμμα. 
Ο Μπρένταν συνέχισε. "Ήταν όλα μια δική μου εφεύρεση. Δεν έχετε κανέναν προδότη στη μεριά σας, το μενταγιόν της μικρής ενοχλητικής γάτας ήταν δική μου δουλειά, όπως και πολλά από όλα αυτά που συνέβησαν. Απλώς να... ήθελα να παίξω λιγάκι μαζί σας. Αφού μπορούσα. Γιατί όχι;"
Ο Κάρτερ άλλο λίγο και θα σηκωνόταν όρθιος χωρίς να έχει στηριχτεί πουθενά. Τόσο πολύ έτρεμε από τα νεύρα.  "Όπως καταλάβατε, μόλις απέδειξα πόσο πιο έξυπνος είμαι από όλους σας". 



Του όρμισα σχεδόν αμέσως, τραβώντας ένα μαχαίρι και καταφέρνοντας ένα βαθύ τραύμα - όχι θανάσιμο αλλά υπέροχο για την αυτοπεποίθησή μου - στο στομάχι. Ο Μπρένταν φώναξε αλλά μόλις οι δικοί του έσπευσαν να βοηθήσουν, τους έδιωξε μακριά. 
"Όχι!" φώναξε. "Είναι δικιά μου!"
Έκανα έναν ελιγμό, αποφεύγοντας ένα χτύπημα, έπεσα κάτω και κύλισα με χάρη, όπως μου είχε δείξει ο Ντεβ προς το τζάκι, πίσω από τις δεμένες φιγούρες. Ο Μπρένταν επιτέθηκε, μου έγδαρε το μπράτσο αλλά ανταπέδωσα, με μια κλωτσιά που τον έστειλε στην άλλη άκρη του δωματίου. Οι δικοί μου φώναζαν και ωρύονταν, ο Κάρτερ εκτόξευε όχι και πολύ κομψές κατάρες αλλά ο Μπρένταν χαμογελούσε σαρδόνια. 
"Καλή μου Ρέιβεν, δεν θα γλιτώσεις" είπε. Έπεσα με φόρα πάνω του, οδηγώντας τον - μαζί με μένα - έξω από το παράθυρο, μια καταιγίδα σπασμένων γυαλιών γύρω μας. Πριν πέσω από το παράθυρο, πιάστηκα από το περβάζι, τινάζοντας τον Μπρένταν από πάνω μου λες και ήταν κάποιο ενοχλητικό έντομο, ο οποίος στη μέση της διαδρομής μεταμορφώθηκε σε νυχτερίδα και χάθηκε στον νυχτερινό ουρανό, ενώ πριν αλλάξει έκραζε πως θα επιστρέψει. Οι φίλοι του βγήκαν από το παράθυρο, αγνοώντας με και στη μέση της πτώσης άλλαξαν κι εκείνοι σε νυχτερίδες. Έπιασα και το άλλο μου χέρι στο περβάζι και τράβηξα το κορμί μου πάνω. Μπήκα μέσα από το παράθυρο, δέρνοντας τα σημεία του δέρματός μου που δεν καλύπτονταν με ύφασμα με τα σπασμένα γυαλιά από το παράθυρο και έπεσα φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Έπειτα σηκώθηκα και πήγα προς τους δικούς μου, κρατώντας ένα μαχαίρι για να κόψω τα δεσμά τους. 

Midnight  {GW15}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα