Κεφάλαιο Δεκαεπτά

707 80 14
                                    

Σε όλο το Σάντοουφορτ Μουρ επικρατούσε ένας πανικός. Προφανώς όση ώρα είχα περάσει με τον Κάρτερ, είχε συμβεί κάτι συνταρακτικό που είχα χάσει. Οι συγγενείς μας έτρεχαν αριστερά και δεξιά, δίνοντας ο ένας στον άλλον όπλα και ξίφη. Ο Κάρτερ μπήκε πρώτος στη τραπεζαρία και έριξε μια ματιά γύρω του. 
"Τί έγινε;" ρώτησε με υπερβολική άγνοια γεγονότων. 
Ο Ντεβ που περνούσε εκείνη την ώρα από δίπλα του, έριξε και στους δυο μας ένα ενοχλημένο βλέμμα. "Ήσασταν... απασχολημένοι γι' αυτό δεν ξέρετε. Η Βασίλισσα ξεκίνησε. Μερικοί στρατιώτες της είναι ήδη τη Χώρα και παλεύουν με τους φίλους του Ρόλαντ και μερικούς δικούς μας". 
Ο Κάρτερ με κοίταξε πανικόβλητος. "Θα έρθουμε κι εμείς" είπε στον αδερφό μου. 
"Ναι, καλά, για δοκίμασε να το πεις αυτό στον πατέρα μου. Ούτε για αστείο δεν θέλει να το ακούσει. Μας θέλει εδώ, να φροντίσουμε όσους γυρίσουν πληγωμένοι". 
"Δεν ήξερα ότι πληγώνονται τα φαντάσματα" έκανε χαμογελαστός, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Μόλις ο Ντεβ του έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα, εκείνος ξερόβηξε διστακτικά. "Μπορούμε πάντως να πολεμήσουμε κι εμείς" είπε. 
"Θα μας χρησιμοποιήσει μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη λύση.Εμάς τους δύο τουλάχιστον και μερικούς ακόμα βρικόλακες στην ηλικία μας που ήρθαν πριν λίγη ώρα για υποστήριξη από τη Σκωτία και τη Ρουμανία". 
"Και σε τί γλώσσα συνεννοούνται;" ρώτησε ξανά ο Κάρτερ. Ο Ντεβ του έριξε ακόμα ένα οργισμένο βλέμμα. "Εντάξει, το παράκανα. Πότε θα μάθουμε αν μας χρειάζονται;" ρώτησε. 
"Θα μας ενημερώσουν. Για την ώρα μένουμε εδώ. Και, Ρέιβεν" μου είπε και γύρισε να με κοιτάξει. "Μην κάνεις όνειρα. Ο μπαμπάς είπε πως εσύ ειδικά δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να βγεις στη μάχη. Στο λέω για να μην έχεις αυταπάτες". 
"Και να αφήσω εσάς τους δύο να παλεύετε με τις Νεράιδες και τους Λύκους; Για κούνησε το κεφάλι σου να δω αν ακούγεται ο εγκέφαλος μέσα, Ντέβερελ. Δεν σας αφήνω μόνους σας". 
"Γυναίκες" σχολίασε ο Κάρτερ χαμογελαστός. Μόλις τον κοίταξα, εκείνος μου έκλεισε συνωμοτικά το μάτι. "Και τέλος πάντων, ο μπαμπάς σου είπε ότι απαγορεύεται. Άρα, θα μείνεις εδώ". 
"Ναι, καλά" σχολίασα. 


Για την ώρα βέβαια, αυτό έκανα. Ο μπαμπάς μου με είχε καθηλώσει στη τραπεζαρία όπου θα μπορούσε λέει να με προσέχει και με έβαλε να κάτσω ανάμεσα στον Ντεβ και τον Κάρτερ. Μου έδωσε μια λίστα με ονόματα φαντασμάτων και βρικολάκων που ήταν ήδη στη μάχη και με έβαλε υπεύθυνη στο να διαγράφω τα ονόματα των βοηθών μας που είχαν τραυματιστεί και έρχονταν στο Σάντοουφορτ Μουρ για φροντίδα, μέχρι να νιώσουν καλά και να ριχτούν ξανά στη μάχη. Κάθε φορά που έκανα να σηκωθώ, δύο ζευγάρια χέρια με έπιαναν από τους καρπούς και με καθήλωναν ξανά στη θέση μου. Όλο το σκηνικό ήταν κάπως παρανοϊκό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Τουλάχιστον για την ώρα. Αν τυχόν χρειάζονταν τον Ντεβ και τον Κάρτερ αργότερα, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μείνω πίσω. 
Ένιωσα καλύτερα όταν σκέφτηκα πως ήμουν ήδη έτοιμη για να ριχτώ στη μάχη. Είχα εκπαιδευτεί καλά. Ο Ντέβερελ με είχε αναλάβει λίγο καιρό μετά τη Μεταμόρφωσή μου και είχε πει πως ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Μετά από λίγες βδομάδες εκπαίδευσης, είχα γίνει πολύ ικανή για μια μάχη. Σταύρωσα τα πόδια μου, πιάνοντας το αόρατο φόρεμα που συνήθως κρεμόταν από τη μέση μου και μετά θυμήθηκα πως αυτή τη  φορά φορούσα παντελόνι. Οι αρβύλες μου ήταν ειδικές για μάχη. Βαριές και έτοιμες να κλοτσήσουν τον οποιονδήποτε εχθρό. Το παντελόνι μου βολικό στις κινήσεις, αν και συνηθισμένο.  Το ίδιο και η μπλούζα με το δερμάτινο που φορούσα από πάνω, στις κρυφές θήκες του οποίου είχα περάσει μερικά στιλέτα για κάθε περίπτωση. 
Δεν διψούσα. Θα έλεγα πως ήμουν πολύ καλά. Ένιωθα πλήρης από όλες τις απόψεις και γεμάτη ενέργεια. Ήθελα πολύ να ριχτώ στη μάχη, δίπλα στην οικογένειά μου και να υπερασπιστώ τη θέση μου, το σπίτι μου, τους συγγενείς μου. 
Είχα σβήσει περίπου πέντε ονόματα από τη λίστα, όταν ο πατέρας μου μας πλησίασε και τους τρεις. "Σας χρειάζομαι" είπε. "Ντεβ, Κάρτερ, ελάτε μαζί μου. Θα πάμε στη Χώρα των Νεράιδων τώρα". 


"Όχι!" φώναξα. Με κοίταξαν και οι τρεις. 
"Τί πράγμα;"
"Όχι, θα έρθω κι εγώ μαζί σας!" 
"Αποκλείεται! φώναξε ο Ντεβ και ο πατέρας μας ταυτόχρονα. 
"Ρέιβεν" ψέλλισε ο Κάρτερ και ήρθε κοντά μου. "Μείνε εδώ, σε παρακαλώ. Είσαι ασφαλής". 
Τον τράβηξα λίγο πιο πέρα. "Δεν πρόκειται να σε αφήσω να πας μόνος σου. Κανέναν σας δεν αφήνω. Θα έρθω, είτε με πάρετε μαζί σας, είτε όχι. Εξάλλου, ξέρω το δρόμο να έρθω και μόνη μου. Και μην δοκιμάσεις να με αποτρέψεις, Κάρτερ Κέιν". 
Ο βρικόλακας χαμογέλασε, διέτρεξε το πρόσωπό μου με το δάχτυλό του και χαμογέλασε, πριν με φιλήσει. "Είσαι πολύ πεισματάρικο πλάσμα, Ρέιβεν Μπλακ". 

Παρά τα παρακάλια του πατέρα μου, τα επικριτικά βλέμματα του Ντεβ και τα σχόλια του Κάρτερ περί πείσματος και ξεροκεφαλιάς, ακολούθησα τους τρεις άντρες έξω από το Σάντοουφορτ Μουρ και μπήκα μαζί του κάμποσο αργότερα στη Χώρα των Νεράιδων. 
Ο πατέρας μου και ο Ντεβ ρίχτηκαν αμέσως στη μάχη, μιας και ήταν οι πρώτοι στους οποίους όρμησαν δύο θυμωμένες Νεράιδες. Δύο από τους Στρατιώτες της Βασίλισσας πλησίασαν εμένα και τον Κάρτερ, αλλά με μια αστραπιαία κίνηση ο βρικόλακας δίπλα μου κατάφερε να ρίξει και τα δύο άτομα στο έδαφος. Με μια προσεκτικότερη ματιά πρόσεξα πως τους είχε κόψει το λαιμό. 
"Εύχομαι να μην ήταν απαραίτητο, Ρέιβεν" σχολίασε, βλέποντας το σοκαρισμένο μου ύφος. 
Ναι, είχαμε πόλεμο. Πώς περίμενα ότι θα αναδεικνυόταν ο νικητής; Με βάση τις περισσότερες πωλήσεις; Αλλά και πάλι, είχα μάθει από τα πρώτα χρόνια της Μεταμόρφωσής μου πως πρέπει να είναι πολύ σημαντικό το ζήτημα για να φτάσω να σκοτώσω άλλο πλάσμα. Ακόμα και αν αυτό ήταν η Βασίλισσα. 
Ακολούθησα τον Κάρτερ στην καρδιά της μάχης, αρπάζοντας το στιλέτο από το μπουφάν μου. 

Ήταν λίγη ώρα αργότερα, όταν για κάποια στιγμή έχασα τον Κάρτερ από τα μάτια μου. Κοίταξα τρελαμένη δεξιά και αριστερά, προσπαθώντας να βρω τη μορφή του ανάμεσα στο ζαλισμένο πλήθος. Εντόπισα μερικούς μακρινούς συγγενείς μας, εντόπισα τον Ντέβερελ να έχει κάτσει στην πλάτη ενός Στρατιώτη και να του δένει τα χέρια, τον πατέρα μου να μάχεται με δύο Νεράιδες ταυτόχρονα. Αλλά ο Κάρτερ δεν ήταν πουθενά. 
Άρχισα να τρέχω ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες, να σπρώχνω κορμιά αριστερά και δεξιά, ψάχνοντας να βρω τον βρικόλακά μου. Πουθενά. 
Απελπισμένη, άρχισα να φωνάζω το όνομά του. Δεν μου απάντησε κανένας, αν και μερικοί στρατιώτες και από τις δύο πλευρές σταμάτησαν για μερικά δευτερόλεπτα να μάχονται και με κοίταξαν. Το λευκό μου δέρμα και τα φυσιολογικά μου αυτιά πρόδιδαν αμέσως ότι δεν ανήκα στις Νεράιδες και αυτό έκανε μερικούς που δεν με γνώριζαν να με κοιτούν παραξενεμένοι. Οι βρικόλακες συνήθως φημίζονται για τις μετρημένες τους αντιδράσεις. Είναι συνήθως "εντοπισμός - προετοιμασία - φόνος". Εγώ δεν είχα εντοπίσει τον Κάρτερ, δεν είχα προετοιμαστεί και είχα σίγουρα μια τρελή επιθυμία να σκοτώσω οποιονδήποτε τον είχε πάρει. Άρχισα σαν τρελή να τρέχω προς το παλάτι της Βασίλισσας, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει. Πριν φτάσω σε απόσταση μικρότερη των τριων μέτρων από την είσοδο, ένιωσα έν αξόρκι να δένει τα πόδια μου μεταξύ τους και ξαφνικά η επιβλητική μορφή της κοκκινομάλλας αρχηγού πρόβαλλε στην είσοδο και με βαριά, στεντόρεια φωνή μίλησε.
"ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ". Όλες οι εχθροπραξίες έπαυσαν απευθείας. Τα μαγικά πλάσματα που είχαν συγκεντρωθεί στη Χώρα για τη μάχη σταμάτησαν αμέσως και έμειναν να κοιτάζουν τη Νεράιδα σαν υπνωτισμένοι. "Θέλω να μιλήσω στη κόρη των Μπλακ. Σταματήστε αμέσως".
Κοίταξα γύρω μου ταραγμένη, χωρίς να μπορώ να ακούσω ξεκάθαρα αυτά που έλεγε η Βασίλισσα. Η φωνή της έμοιαζε σαν να έβγαινε μέσα από ένα τούνελ.  Δύο βρικόλακες με έπιασαν από τα χέρια και με σήκωσαν όρθια. Κοίταξα μπερδεμένα δεξιά και αριστερά μου. Η Βασίλισσα μου άπλωσε το χέρι. "Πέρασε μέσα, Ρέιβεν". 

Με πήγε σε μια ολόφωτη αίθουσα που δεν είχα δει πριν. Γύρω - γύρω έκοβαν βόλτες μικροσκοπικά ξωτικά, υπηρέτες της Μεγαλειότητάς της, που δεν είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο. 
"Υποθέτω, κατάλαβες γιατί σε φώναξα". Το μυαλό μου είχε πάλι αρχίσει να λειτουργεί κανονικά, οπότε δεν δυσκολεύτηκα και πολύ.
"Εσύ πήρες τον Κάρτερ;" ρώτησα. 
"Όχι ακριβώς. Εκείνοι που τον πήραν είναι οι Λύκοι, εγώ απλώς φρόντισα ώστε να τον πάρουν. Δεν τον έχω εδώ, αν αυτό ελπίζεις". 
"Και πού τον έχεις;" ρώτησα απλά. 
"Ω, καλή μου, αυτά δεν θα στα πω από τώρα. Πρώτα θα με ακούσεις. Ζήτα από τους δικούς σου να απομακρυνθούν από τη Χώρα μου, να πάρουν όλους τους στρατιώτες τους και να ικανοποιήσουν κανά δυο αιτηματάκια. Αλλιώς, αγαπητή μου, μπορείς να μαντέψεις ποιός θα πληρώσει το τίμημα για την ανυπακοή σας". 
Δεν χρειάστηκε να προφέρει το όνομά του. Ήξερε πως ήξερα. Ξέραμε και οι δύο πως αυτός ο πόλεμος ήταν ένα παιχνίδι στρατηγικής. Και θα κέρδιζε στο τέλος, όχι εκείνος που σκότωσε τους περισσότερους, αλλά εκείνος που έπαιξε τα χαρτιά του με τον καλύτερο τρόπο. 
Έπρεπε να πάρω επιτέλους την κατάσταση στα χέρια μου. 

Γύρισα να φύγω, μιας και οι ιαχές της μάχης είχαν καταλαγιάσει, πράγμα που σημαίνει πως η μάχη είχε σταματήσει. Για την ώρα. 
"Και κάτι ακόμα, Ρέιβεν Μπλακ" είπε η Βασίλισσα. "Δες το σαν μια φιλική συμβουλή, για να μπορέσεις πιο ευχάριστα να κάνεις αυτό που σου ζήτησα. Δες το σαν ένα μικρό δωράκι". Έκανε μια παύση πριν συνεχίσει. "Πολλές φορές, ο πραγματικός εχθρός, δεν είναι εκείνος που έχει περισσότερους λόγους να σε μισεί, αλλά εκείνος που έχει μεγάλα σχέδια. Να το θυμάσαι αυτό". 
Το μυαλό μου έκανε κλικ μόνο για μια στιγμή και έπειτα σώπασε. Για μια στιγμή νόμισα πως κατάλαβα για ποιό πράγμα μιλούσε, αλλά μάλλον έκανα λάθος. 
Της γύρισα την πλάτη απογοητευμένη που δεν στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων, απογοητευμένη που δεν προστάτεψα τον Κάρτερ όπως είχα υποσχεθεί. Βγήκα έξω από το παλάτι, όπου βρήκα τους γονείς μου, τον Ντεβ και τον Κρις να με κοιτάζουν,γνωρίζοντας προφανώς τί είχε προηγηθεί. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. 
Έπεσα στα γόνατα φωνάζοντας το όνομά του και ξέσπασα σε κλάματα την στιγμή που τα χέρια του αδερφού μου τυλίχτηκαν προστατευτικά γύρω μου. 

Midnight  {GW15}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα