Κεφάλαιο 25

76 7 8
                                    

Η επόμενη ημέρα,


Η Διονυσία ακούγοντας το κουδούνι της πόρτας, αφήνει το τηλεκοντρόλ στο τραπέζι και κοιτάζει προς το παράθυρο. Δεν αναρωτιέται για το ποιος είναι. Ξέρει. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, σηκώνεται και με συρτά βήματα φτάνει στην είσοδο.

«Σε πήρα τηλέφωνο πόσες φορές, γιατί δεν το σήκωσες;»

Έξαλλος μπαίνει ο Ιωάννης μέσα στο σπίτι. Η Διονυσία κλείνω την πόρτα πίσω της αλλά δεν τον ακολουθεί. Κάποια στιγμή εκείνος γυρίζει και την κοιτάζει.

«Ήταν οι θείοι μου επαέ. Δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα» Του λέει.

Ο Ιωάννης καγχάζει!

«Ακόμα πιστεύεις Διονυσία ότι μπορείς να με κοροϊδεύεις; Σήμερα οι θείοι σου ήταν για φαγητό στον Πειραιά. Και εσύ εδώ, μόνη!»

Τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη.

«Μας παρακολουθείς όλους;» Τον ρωτά τρομοκρατημένη. Δεν μπορεί να έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο.

Ο Ιωάννης ωστόσο δεν διστάζει να το παραδεχτεί. «Ναι. Μόνο έτσι μπορώ να σε κρατήσω κοντά μου πλέον. Παρακολουθώ εσένα, τους θείους σου, τους γονείς σου, μέχρι και την οικογένεια της μαμάς σου στο Ρέθυμνο. Τέλειωσαν τα αστεία και τα παιχνίδια Διονυσία. Αφού δεν συμμορφώνεσαι...» Για μια στιγμή σταματά να μιλά, κάνει λίγα βήματα κοντά της. Μόλις φτάσουν αντικριστά, ο Ιωάννης πιάνει μια τούφα από τα μαλλιά της και την περνά από πίσω, αφήνοντας της στο τέλος ένα χάδι στο μάγουλο. «Θα σε συμμορφώσω εγώ» Λέει τελειώνοντας την πρόταση του.

Η Διονυσία στραβοκαταπίνει κοιτάζοντας τον στα μάτια. Όλο αυτό το διάστημα μαζί του έχει βιώσει το συναίσθημα του πάθους, του έρωτα, της αγάπης αλλά μαζί με αυτά, έχει βιώσει επίσης, τον πόνο, τον φόβο και τον τρόμο. Υπάρχουν ώρες που αναρωτιέται που και πως θα σταματήσει αυτό που ζει, όπως επίσης ποιος από τους δύο θα είναι αυτός που θα το σταματήσει, γιατί μια σχέση σαν αυτή δεν είναι υγιής και όταν κάτι δεν έχει υγεία, δεν έχει συνέχεια.

Τα χέρια του αγγίζουν τα τρεμάμενα δικά της και δίχως πολλές αντιστάσεις την ανεβάζει στο δωμάτιο ξαπλώνοντας την στο κρεβάτι. «Αυτό έπρεπε να γίνει εχθές, προχθές. Αυτό έπρεπε να γίνεται πάντα μάτια μου» Της λέει χώνοντας το κεφάλι του στον λαιμό της.

Η Διονυσία συνειδητοποιώντας ότι για ακόμα μια φορά θα πρέπει να πλαγιάσει μαζί του, παγώνει σαν από άμυνα για να αντέξει τον επερχόμενο πόνο. Δεν αντιδρά, δεν μιλά, δεν αρνείται την πράξη, γιατί θεωρεί δεδομένο πως η επιθυμία της δεν θα ακουστεί. Ο Ιωάννης επίσημα πλέον έχει αλλάξει και αυτό είναι κάτι που τώρα μπορεί να το δει καθαρά, στο βλέμμα του, στις κινήσεις του, ακόμα και στην αύρα του. Το γλυκό αγόρι με τις πολλές ανοιχτές πληγές και την μεγάλη καρδιά που ο ίδιος επέλεγε να βάζει μόνο εκείνη μέσα, έχει πεθάνει.

Δύσβατος γυρισμóς 3 (Β3)Where stories live. Discover now