Κεφάλαιο 7

74 6 2
                                    

 Το σπίτι του φτάνει μια ώρα αργότερα με πολλά ερωτηματικά να τον ταλανίζουν. Δεν περίμενε ούτε στα πιο τρελά του όνειρα να την δει ξανά και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αν πράγματι ήταν αυτή.

«Αυτή ήταν...» Ψελλίζει και κάθεται στον καναπέ του ενώ συγχρόνως ξεκουμπώνει δύο από τα κουμπιά του πουκαμίσου του. Έπειτα, φέρνει το σακάκι της πάλι στην μύτη του και το μυρίσει. Χώνεται μέσα σε αυτό.

«Τι ήρθες να κάνεις εδώ, ομορφιά μου;» Αναρωτιέται μόνος κοιτώντας τους άδειους τοίχους του σπιτιού του. «Ποιος και γιατί σε ανέβασε στην Αθήνα;»

Ξεφυσά και μόνο στην σκέψη ότι την είδε. Νιώθει να πνίγεται και μόνο στην σκέψη ότι η Διονυσία είναι στην ίδια πόλη με αυτόν, αλλά δεν έχει την δυνατότητα να την βρει. Η πόλη είναι τεράστια και χαώδης. Μοιάζει αδύνατο να την πετύχει κάπου έστω και τυχαία. «Αν και σήμερα, τυχαία ανταμώσαμε...»

Λίγη ώρα μετά σηκώνεται από τον καναπέ και πηγαίνει προς το κρεβάτι του. Στο μαγαζί δεν κάθισε μέχρι το κλείσιμο. Δεν είχε την δύναμη να δουλέψει μετά από όσα συνέβησαν.

Σβήνοντας τα φώτα του δωματίου, ξαπλώνει στο κρεβάτι κρατώντας το κινητό του στα χέρια. Κοιτάζει τον αριθμό του Μαθιού, σαν να είναι το πολυτιμότερο πράγμα στην γη. Δίχως πολύ σκέψη, πατάει την κλήση.

Χτυπάει, χτυπάει, χτυπάει....

«Ναι; Ιωάννη;»

«Μαθιό;»

«Έχουμε να μιλήσουμε από τότε...»

«Ναι, καλά δεν πέρασαν τόσες μέρες. Ένας μήνας, ούτε!»

Σιωπή από το τηλέφωνο.

«Είσαι καλά;»

Θέλει να βάλει τα γέλια με αυτήν την ερώτηση. Όλοι όσοι τον ρωτούν, φαίνεται πως δεν τον καταλαβαίνουν καθόλου. Πως είναι δυνατόν να είναι καλά μετά από όσα έγιναν; Τι νομίζουν; Ότι με έναν μήνα θα μπορέσει να βγάλει από την ζωή του στιγμές δέκα χρόνων;

«Την παλεύω, δύσκολα αλλά.... Τέλος πάντων. Που είσαι; Δεν μένεις τώρα Σφακιά, έτσι δεν είναι»

«Ούτε για αστείο. Ο Βενεράκης έμαθε και για εμένα. Φυσικά δεν έχει κάνει κάποια κίνηση τόσο καιρό, αλλά αυτή την στιγμή είναι πολύ τεταμένο το κλίμα για να επιστρέψω σπίτι μου. Είμαι Ρέθυμνο. Εδώ δουλεύω»

Ρέθυμνο... Από εκεί που είναι η μάνα της Διονυσίας, σκέφτεται ο Ιωάννης.

«Και ξέρεις κόσμο από εκεί; Γνώρισες κανέναν;»

Δύσβατος γυρισμóς 3 (Β3)Where stories live. Discover now