Κεφάλαιο 47

113 11 11
                                    

Μόλις έχουν περάσει την πόρτα, ο Ιωάννης με συρτά αργά βήματα πλησιάζει το κρεβάτι και κάθεται στο στρώμα. Η Διονυσία μένει παρά πίσω. Τον κοιτάζει από απόσταση, καταλαβαίνει ότι το αγόρι της τρέμει. «Σε ευχαριστώ»

Τον κοιτάζει με απορία. «Για ποιο πράγμα;»

«Που φύγαμε!» Λέει εκείνος.

Η Διονυσία τον πλησιάζει. Κάθεται δίπλα του πιάνοντας του το χέρι. «Εγώ δεν ξέρω τι έγινε. Φύγατε με τον μπαμπά μου και όταν γύρισες, μαζί με τον Λάζαρο ήσουν χάλια. Τι έγινε;» Η ερώτηση της βγαίνει με ανησυχία.

Ο Ιωάννης σφίγγει το χέρι του μέσα στο δικό της παρατείνοντας το κράτημα. Για λίγο ξεφυσά προβληματισμένος. Σκέφτεται λίγο τι έγινε πριν, τι θα συμβεί από εδώ και πέρα. «Ο πατέρας σου, Διονυσία έκανε κάτι που δεν το περίμενα. Νόμιζα ότι θα τον εκπλήξουμε εμείς, αλλά τελικά, μας εξέπληξε αυτός»

Η κοπέλα σμίγει τα φρύδια της. «Δηλαδή; Τι εννοείς;»

Οι διό τους κοιτάζονται στα μάτια. «Εγώ και ο Λάζαρος πριν πολλούς μήνες, θελήσαμε να... βάλουμε ένα τέλος στην κόντρα με την οικογένεια σου και όλο αυτό έγινε, για εσένα, για την Λενιώ, για να είμαστε καλά και ευτυχισμένοι»

Εκείνη γνέφει θετικά. «Ναι...»

Ο Ιωάννης συνεχίζει. «Σκεφτήκαμε, εφόσον κάψαμε τα γραφεία του πατέρα σου, να πληρώσουμε για να φτιαχτούν και να γίνουν καλύτερα από τα προηγούμενα. Να φτιάξουμε το οινοποιείο, με καινούργια μηχανήματα και βαρέλια, ώστε να μπορούν να ξεκινήσουν από την αρχή» Για λίγο τα μάτια του συναντούν το πάτωμα. Η Διονυσία παραμένει αμίλητη, η καρδιά της χτυπάει γρήγορα. Έχει αγωνία αλλά και χαρά. «Όμως, όταν πήγαμε εκεί, ο πατέρας σου δεν μας μίλησε για τα γραφεία, αλλά για κάτι που ταυτόχρονα με εμάς έκανε και εκείνος, με τον ίδιο αρχιτέκτονα και τον ίδιο εργολάβο»

Η Διονυσία απομακρύνει μια τούφα από τα καστανά μαλλιά της. Δεν ξέρει τελικά αν πρέπει να χαρεί ή να ανησυχήσει.

«Έφτιαξε ξανά το σπίτι των γονιών μας. Το έχτισε, το διακόσμησε, το έκανε όπως ήταν τότε και για φινάλε μας ζήτησε συγνώμη...»

Τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη. «Τι;»

«Ναι, και ο Λάζαρος ζήτησε συγνώμη. Εγώ... θυμήθηκα την μαμά μου, τον μπαμπά μου, όλο αυτό που είχαμε πριν πεθάνουν. Δεν μπορούσα να μείνω εκει άλλο...»

Η Διονυσία αποφεύγει να μιλήσει για λίγο. Του αφήνει χρόνο να συνέλθει και ύστερα του πιάνει το χέρι ξανά βάζοντας το μέσα στο δικό της. «Αν ακόμα δεν είσαι έτοιμος, δεν πειράζει. Εγώ είμαι μαζί σου»

Δύσβατος γυρισμóς 3 (Β3)Место, где живут истории. Откройте их для себя