Κάποιος άλλος

28 2 0
                                    




Και μετά;

Πως;

Γιατί;

Πότε;

Γίνεται;

Αντέχεις;


Δεν ξέρεις τι ακολουθεί μετά. Βρίσκεσαι ξανά σε ένα αδιέξοδο, όπου και να κοιτάξεις είναι σκοτεινά και ψάχνεις έστω ένα μικρό φως, για να νιώσεις την ελπίδα.

Όμως αυτό δεν έρχεται, και τότε τι κάνεις; Ποιανού το όνομα θα φωνάξεις στο σκοτάδι; Ποιανού την μορφή θα αναζητήσεις όταν θα 'σαι σε ένα μέρος κρύο και άγνωστο; Και αν δεν εμφανιστεί κανείς; Παντού ερωτήματα, να σου κλείνουν τον δρόμο σαν μεγάλες τρύπες που στην πρώτη βροχή γεμίζουν με βρώμικο νερό και πρέπει είτε να περάσεις από πάνω τους είτε να ψάξεις καινούργιο μονοπάτι, πιο καθαρό. Και όλα μοιάζουν ξένα, κρύα, απόμακρα. Όμως συνεχίζεις να ψάχνεις τα χέρια τα γνώριμα, εκείνα που σε πονούν και τα πονάς και σε ζεσταίνουν. Αυτά που γνωρίζεις την υφή τους ακόμα και αν η ανάμνηση του δέρματος σου να τα αγγίζουν μοιάζει πλέον μακρινή.

Δεν ήταν μακρινή; Τότε που το γκαζόν είχε χρώμα βαθύ πράσινο και όλα τα λουλούδια τριγύρω μεγάλωναν λες και ήταν μονίμως δίπλα στον ήλιο. Το δέρμα σου άγγιζε τα χέρια που πλέον είχαν γίνει σπίτι σου και η υφή τους ήταν τόσο απαλή σαν το βαμβάκι με μία υποφερτή και γνώριμη ζεστή θερμοκρασία. Ο χρόνος τότε κυλούσε τόσο αργά. Όμως κάθε φορά που κοιτούσες το ρολόι είχαν περάσει ώρες και το μυαλό σου έμοιαζε ζαλισμένο στην σκέψη πως ο χρόνος περνά χωρίς να προλαβαίνεις να αποτυπώσεις κάθε δευτερόλεπτο με τα μάτια σου. Ένιωθες την ευτυχία να κυλάει παντού στο σώμα σου σαν ηλεκτρισμός γιατί ήξερες πως εκεί που βρισκόσουν, ήταν το μέρος που ανήκεις για μια ζωή. Εξακολουθούσε παρόλα αυτά να χτυπάει το κύμα νοσταλγίας όσο τα λεπτά περνούσαν, όσο οι στιγμές περνούσαν. Αλλά πάντοτε το άφηνες πίσω, γιατί ήσουν δίπλα σε εκείνα τα χέρια που τα 'νιωθες σπίτι.

Και όταν γύρισες στο σπίτι με τους ψηλούς ροζ τοίχους, σαν να μαύρισε ο ουρανός. Σαν να κατάλαβες πως έφυγε η άνοιξη, σαν να μην ήξερες αν θα γυρίσει ξανά. Ξαφνικά είχε πιάσει χιονιάς και τα χέρια που χρειάστηκες δεν ήταν εκεί. Δεν ήξερες αν χάθηκαν ή αν έφυγαν επειδή κουράστηκαν, αν πάγωσαν ή αν τα παράτησαν στην προσπάθεια να περάσουν όλη την παγωμένη και σκοτεινή διαδρομή μέχρι να φτάσουν ξανά σε 'σένα. Όλο κοιτούσες στον καθρέφτη και όλο έλεγες «που θα πάει θα τον βρουν τον δρόμο, πάντα τον βρίσκουν, δεν θα μ' άφηναν έτσι». Ώσπου περνούσαν οι μέρες και τίποτε δεν άλλαζε, με τον αέρα που έκανε τα κλαδιά των δέντρων να γρατζουνάνε το παράθυρο στο δωμάτιο σου, και τον χιονιά να θολώνει την όραση σου. Περιμένοντας την ζεστασιά από την οικεία εκείνη επαφή που δεν ερχόταν. Κρύωνες, έτρεμες ασταμάτητα και όσες κουβέρτες και αν κάλυπταν το σώμα σου, δεν ήταν αρκετές. Κι όλο έλεγες πως το κρύο ήταν τσουχτερό, πως σου σκίζει το δέρμα, πως δεν θα το αντέξεις.

ΆνοιξηWhere stories live. Discover now