Κάθε λεπτό μου φαινόταν σαν ψέματα. Πήρα το μωρό στο δωμάτιό μου και ζήτησα να μείνω λίγο μόνη μαζί του. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και το ξάπλωσα πάνω μου.
''Σε περίμενα χρόνια ολόκληρα μικρέ μου'' είπα και έβαλα τα κλάματα. Χάιδευα απαλά το κεφαλάκι του. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και ευχαρίστησα τον Θεό που μου το έστειλε.
Ο ύπνος με πήρε με το μωρό στην αγκαλιά. Άκουσα όμως την πόρτα του δωματίου που άνοιξε. Ήταν ο Γιώργος. Χωρίς να με ξυπνήσει πήρε το μωρό από πάνω μου και το ακούμπησε στο κρεβάτι, ξάπλωσε και εκείνος μαζί μας. Στις άκρες εμείς και στην μέση το παιδί μας. Το πρωί ήρθε και η Αλίνα στο δωμάτιο και ζήτησε να ξαπλώσει δίπλα από τον αδερφό της.
''Δεν θα αφήνω κανέναν να τον πειράζει μαμά'' είπε
Εμείς γελάσαμε.
''Ούτε την γιαγιά και τον παππού;'' την ρώτησε ο Γιώργος
''Ούτε. Μόνο εμείς οι τρείς θα τον παίρνουμε αγκαλιά γιατί είναι δικός μας'' είπε
Δεν μπορούσα να φανταστώ πιο ευτυχισμένη ζωή εκείνη τη στιγμή από εκείνη που ζούσα τότε. Αποφασίσαμε να κατέβουμε στην Αθήνα. Η μαμά μου είχε κατέβει από το Μόναχο στην Αθήνα και περίμενε το εγγόνι της. Ο μπαμπάς μου το ίδιο. Η αδερφή μου το ίδιο. Τα αδέρφια του Γιώργου επίσης.
Φτάσαμε στην Αθήνα βράδυ. Τα παιδιά κοιμόταν. Πρώτη έτρεξε η Μίνα. Έτρεξε και μας αγκάλιασε και τους δύο.
'''Εχω να σας δώ τόσο ευτυχισμένους από την μέρα του γάμου σας!'' είπε
Χαμογελάσαμε.
''Έλα να τον δεις'' της είπα
Η Μίνα πλησίασε τον μικρό που κοιμόταν. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της.
''Είναι πανέμορφος! Είναι πανέμορφος! Να σας ζήσει! Μόνο χαμόγελα να σας χαρίζει!'' είπε με μια ανάσα
Πήρα αγκαλιά το μωρό και ο Γιώργος την Αλίνα και μπήκαμε στο σπίτι. Μας περίμεναν όλοι εκεί. Η μαμά μου είχε βάλει τα κλάματα. Ο μπαμπάς μου ήταν φωτισμένος από έναν ήλιο που έβγαινε από την καρδιά του. Κοιτούσα τον Γιώργο συχνά. Μπορεί να μην είχα καταφέρει να του χαρίσω ένα βιολογικό παιδί όμως στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένος ο απόλυτος ορισμός ενός ευτυχισμένου ανθρώπου. Έτσι, ένιωθα πως είχα πετύχει τον σκοπό μου.
Ο δεύτερος γύρος δακρύων έφτασε όταν η Μίνα μας ανακοίνωσε την δική της εγκυμοσύνη και μάλιστα σε δίδυμα.
Πόσο απλά γράφεται η ευτυχία τελικά. Λίγες στιγμές είναι. Πρέπει να την νιώθεις την ευτυχία. Μερικές φορές την νιώθεις αλλά δεν την καταλαβαίνεις. Ευτυχία, είναι εκείνες οι μικρές στιγμές που νιώθεις ''γεμάτος'' , εκείνες οι μικρές στιγμές που το χαμόγελο δεν μπορεί να σβήσει από τα χείλη σου, εκείνες οι στιγμές που είσαι με αγαπημένα πρόσωπα. Εκείνες οι στιγμές που όλα εξαφανίζονται και υπάρχουν μόνο αυτοί. Αυτοί, εσύ και η αγάπη σας.
Οι μέρες στην Αθήνα πέρασαν υπέροχα. Υπέροχα μα ταυτόχρονα γρήγορα. Όλοι γελούσαν με την ψυχή τους όταν η Αλίνα πήγαινε δίπλα στον μικρό και δεν άφηνε τους άλλους να πλησιάσουν λέγοντας ότι ''αυτός είναι δικός μας. Δικός μου, της μαμάς και του δεύτερου μπαμπά μου'' . Λόγια βγαλμένα από μια παιδική ψυχούλα. Λόγια που συγκινούν από το πόσο ώριμα μπορεί να βλέπει ένα παιδί την πραγματικότητα. Από ένα παιδί που είχε μάθει καλύτερα από όλους ότι η αγάπη δεν συνδέει μόνο ανθρώπους, οι οποίοι έχουν κοινό μια ομάδα αίματος. Η αγάπη ενώνει όλους τους ανθρώπους.
Επιστρέψαμε στην Καστοριά δεκαπέντε μέρες αργότερα. Η πρώτη δουλειά που έκανα ήταν να κάνω αίτηση για άδεια ανατροφής. Δεν μπορούσα να αφήσω το μωρό μόνο του. Ο Γιώργος δούλευε. Δεν μπορούσα και δεν ήθελα. Ήξερα πως αν δούλευα το μυαλό μου θα ήταν κολλημένο στο παιδί και πως δεν θα απέδιδα όπως θα ήθελα. Η άδειά μου εγκρίθηκε σχεδόν αμέσως. Ο μόνος περιορισμός ήταν ότι έπρεπε να είμαι στο σχολείο για λίγες μέρες μέχρι να έρθει η αναπληρώτριά μου. Κανονικά θα έπρεπε να χαρώ για την τόσο γρήγορη ανταπόκριση. Για έναν καθηγητή που αγαπάει την δουλειά του και τα παιδιά όμως, το να αφήνει την τάξη είναι κάτι τραυματικό.
Την ημέρα του αγιασμού ένιωσα ακριβώς τα ίδια συναισθήματα που είχα νιώσει όταν είχα μάθει για τον διορισμό μου τότε στο Μόναχο. Έβλεπα τα παιδιά και τα ένιωθα τόσο μακριά μου. Αυτό το συναίσθημα έκανε πιο δύσκολη την θέση μου. Όλοι είχαν μάθει για το παιδί μου. Άκουσα πολλά εκείνη τη μέρα. Ότι το γέννησα, ότι το υιοθέτησα. Μα δεν έδωσα καμία απάντηση. Έκανα πως δεν άκουγα. Παρόλο που ήξερα ότι τα παιδιά γνώριζαν για το μωρό και πιθανότητα για την άδεια που θα έπαιρνα, κανένα δεν ήρθε να με χαιρετήσει. Μετά τον αγιασμό και το μοίρασμα των βιβλίων στα παιδιά άκουσα μια φωνή πίσω μου.
''Κυρία''
''Παιδί μου. Είσαι καλά;'' την ρώτησα
''Μια χαρά εσείς;''
''Πολύ καλά. Με χρειάζεσαι κάτι;''
''Όχι... Δηλαδή ναι. Θέλω να σας δώσω κάτι''
''Τι είναι;''
Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα λιλά πουγκάκι και μου το έδωσε. Το άνοιξα και είδα ένα διακριτικό βραχιόλι με μαύρο σχοινί και μια καρδούλα που έμοιαζε με γυάλινη.
''Δεν μπορώ να το δεχτώ! Είσαι μικρή, δεν έχεις δικά σου λεφτά, δεν μπορείς να ξοδεύεσαι για εμένα'' είπα
''Κυρία σας παρακαλώ '' είπε
''Τελευταία φορά όμως ναι;''
''Εντάξει'' είπε και χαμογέλασε
Φόρεσα το βραχιόλι και την αγκάλιασα.
''Ήθελα να σας πάρω ένα ίδιο που είχε ένα δάκρυ αντί για καρδιά''
''Όχι! Καλύτερη η καρδιά! Καλύτερα να αγαπιόμαστε παρά να κλαίμε δεν νομίζεις; '' είπα
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και είδα τα μάτια της που ήταν έτοιμα να δακρύσουν. Την αγκάλιασα ξανά. Δεν άντεχα να δω τα δάκρυά της.
Γύρισα σπίτι με βαριά καρδιά. Έτρεξα κατευθείαν στο μωρό. Μέσα σε πέντε λεπτά είχα γαληνεύσει.
Κοίταξα το πρόγραμμα του σχολείου. Μιάμιση βδομάδα. Μιάμιση βδομάδα για να προετοιμάσω τα παιδιά....