Κεφάλαιο 5- Η βροχή και οι τελευταίες σταγόνες ευτυχίας

942 98 13
                                    


Την επόμενη κι όλας μέρα επισκέπτηκα την μαμά και την Μίνα. Μόλις με είδαν με αγκάλιασαν και οι δύο τόσο σφιχτά... Λες και βρήκαν κάτι, έναν χαμένο θησαυρό, που τόσο σημαντικός ήταν γι αυτές. Η μαμά μου δεν σταμάτησε λεπτό να χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Η Μίνα από την άλλη δεν σταμάτησε να με κοιτάει στα μάτια. 

''Κριστίνε μου. Κοριτσάκι μου... Που χάθηκες; Γιατί χάθηκες;'' είπε η μαμά μου με έντονο το παράπονο στην φωνή της.

''Μάμχεν. Δεν σου έχω πει τίποτα τόσο καιρό, μα πλέον ήρθε η ώρα. Όταν ήμουν στο τρίτο εξάμηνο της σχολής μου μάμχεν, γνώρισα τον Χένριχ, τον μοναδικό άνθρωπο μετά από εσένα και από την μικρή που μπόρεσα να εμπιστευτώ με όλο μου το είναι. Του έχω μιλήσει για όλα μάμχεν. Για εσένα, για τον μπαμπά, τις αδερφές μου, τα παιδικά μου χρόνια. Με ηρεμεί απίστευτα. Είμαστε μαζί από τότε. Χθές μου έκανε πρόταση γάμου. Και δέχτηκα'' είπα με μια ανάσα. 

''Κριστίνε. Είσαι σίγουρη; Θέλω να πω, δεν τον ξέρεις και πάρα πολύ καιρό'' το βλέμμα της σκοτείνιασε απότομα. 

''Ήμουν στην μέση των σπουδών μου Μάμχεν. Και τώρα, σε δύο μήνες παίρνω το πτυχίο μου! Είμαστε μαζί σχεδόν δύο χρόνια. Γιατί να μην είμαι σίγουρη; Με αγαπάει'' 

'' Τον μπαμπά σου τον γνώριζα από τα δώδεκά μου. Ήμασταν συμμαθητές. Και είδες'' είπε με ένα γλυκό παράπονο.

''Επειδή ο γάμος σου με τον μπαμπά απέτυχε δεν σημαίνει ότι θα έχει και ο δικός μου την ίδια μοίρα μαμά! Δεν θέλεις να χαμογελώ; Να είμαι ευτυχισμένη; Με τον Χένριχ είμαι ευτυχισμένη Μάμχεν'' 

'' Γι αυτό σου τα λέω όλα αυτά κόρη μου... Επειδή θέλω να χαμογελάς και να είσαι ευτυχισμένη. Θέλω να τον γνωρίσω τον Χένριχ. Πριν τον γάμο σας'' 

''Αδύνατον. Δουλεύουμε την πτυχιακή μας. Ούτε οι γονείς του με γνωρίζουν. Θα γνωριστούμε στον γάμο.'' είπα βιαστικά. Ήξερα πως αυτό που έλεγα ήταν δικαιολογία. Η πτυχιακή ήταν τρείς ώρες διάβασμα την μέρα. Ο Χένριχ δεν ήθελε να γνωρίσει την μαμά μου και γι αυτό δεν ήθελε να γνωρίσω ούτε εγώ τους δικούς του γονείς. Ήταν κάτι σαν συμφωνία. 

Όταν έφυγα από το σπίτι της μαμάς χάθηκα στις σκέψεις μου. Και αν η μαμά μου είχε δίκαιο τελικά; Όχι. Κούνησα το κεφάλι μου. Τι ανοησίες σκεφτόμουν; Πως μπόρεσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο για τον μοναδικό άνθρωπο που μου είχε σταθεί; Τον αγαπούσα τον Χένριχ. Και αυτός εμένα. Μου το έδειχνε και μου το έλεγε κάθε στιγμή της μέρας. Όχι. Πόσο ανόητη! 

Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz