Το παιχνίδι με τις μάσκες

424 65 0
                                    


Οι πρώτες μέρες χωρίς την Αλίνα ήταν μαρτυρικές. Πολλές φορές, ξυπνούσα το βράδυ επειδή έβλεπα εφιάλτες. Ο Γιώργος προσπαθούσε να φανεί δυνατός για να μην καταρρεύσω εντελώς. Προσπαθούσε να με βοηθάει με το μωρό, προσπαθούσε να κρατάει μια ισορροπία. Μα λύγιζε. Το έκρυβε πίσω από μια μάσκα, από την μάσκα του δυνατού, μα λύγιζε.

Μιλούσα πολύ συχνά με το παιδί στο τηλέφωνο. Ετυχώς ο Χένριχ δεν μου το είχε απογορεύσει. Είχα μιλήσει και στην μαμά μου παρακαλόντας την να είναι πάντα σε ετοιμότητα σε περίπτωση που η μικρή την χρειαζόταν.

Στην Ευγενία είχα πει πως απλά η Αλίνα είχε πάει να δει τον μπαμπά της...


Και έφτασε εκείνη η ημέρα της βάπτισης.

Εκεί. Χωρίς την κόρη μου. Χωρίς την μαμά μου. Χωρίς την Μίνα, η οποία έλειπε καθώς ήταν στις μέρες της να γεννήσει... Ευτυχώς είχα δίπλα μου τον μπαμπά μου. Να μου χαμογελάει και να μου θυμίζει πως δεν είμαι μόνη μου. Εκείνη τη μέρα βρισκόμουν στα χαμένα.  Δεν έβλεπα, δεν άκουγα. Όλοι πίστεψαν ότι ήμουν έτσι λόγω της ημέρας. Εγώ ήμουν έτσι λόγω των απουσιών. Ήμουν αναγκασμένη να φοράω την μάσκα με εκείνο το ψεύτικο χαμόγελο. Το πρόσωπό μου ήταν καλά καλυμμένο. Το άφησα να φανεί μόνο την στιγμή που ο παππάς κρατούσε το παιδί μου ψηλά και άκουσα: ''Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Σεραφείμ'' . Μόνο τότε δάκρυα ξέφυγαν από τα μάτια μου. Ήταν η αφορμή, η αφορμή να καθαρίσουν τα μάτια μου από όλα αυτά που είχαν δει τις τελευταίες μέρες. 

Χαιρετούσα τους καλεσμένους που μου ευχόταν μηχανικά. Στις φωτογραφίες χαμογελούσα μηχανικά. Κοιτούσα τον Γιώργο. Έλαμπε ολόκληρος εκείνη τη μέρα. Πόσο θα ήθελα να έκανα το ίδιο... Βαπτίζαμε το παιδί μας. Το παιδί μας που περιμέναμε χρόνια ολόκληρα. Μα είχα χάσει το άλλο μου παιδί. Εκείνο που με έβγαλε από το σκοτάδι. Εκείνο που μου έδωσε δύναμη να παλέψω στην Ελλάδα. Το παιδί μου που με ένα απλό ''Μάμχεν'' έφερνε τον ήλιο στην ζωή και στην καρδιά μου.

Φοβόμουν μήπως με μισήσει. Μήπως με κατηγορίσει που την έστειλα εκεί. Μήπως δεν περνάει καλά... Μήπως αυτή η Γκέρτρουντ την θεωρεί βάρος.  

Ευτυχώς τα βαπτίσια έλαβαν τέλος. Η παράσταση έλαβε τέλος. Τα προσωπία μπορούσαν να πέσουν. Κράτησα τον Σεραφείμ στην αγκαλιά μου όλο το βράδυ. Ξυπνούσα με κάθε του κίνηση. Ένιωθα πως γινόμουν υπερπροστατευτική μαζί του. Ένιωθα πως είναι ότι μου έχει απομείνει. Και δεν ήθελα να μου τον πάρει κανείς και τίποτα.

Το πτυχίο της Ευγενίας ήταν πολύ κοντά. Και εγώ παρόλα αυτά κλεισμένη στον εαυτό μου. Τρείς μέρες έμεινα στο δωμάτιό μου μόνη με τον Σεραφείμ. Μέχρι και τον Γιώργο τον έβλεπα ελάχιστα. Ήξερα ότι ήθελε να με βοηθήσει, παρόλα αυτά του έκλεινα την πόρτα. Έβλεπα την ανησυχία στο βλέμμα του.

Το σταθερό χτυπούσε συνεχώς. Η μαμά μου έπαιρνε τηλέφωνο τουλάχιστον τρεις φορές την μέρα για να δει πως είμαι.

''Καλύτερα μαμά'' έλεγα πάντα. Πάντα το ίδιο ψέμα. Πάντα η ίδια μάσκα.

Αποφάσισα να κάνω μάθημα με την γλυκιά μου. Πίστεψα πως θα μου έκανε καλό. Και είχα δίκαιο. Χαμογέλασα.

Μετά το τέλος του διώρου όμως, κλείστηκα πάλι στο δωμάτιο.

Αποκοιμήθηκα με τον μικρό δίπλα μου όταν το κινητό μου χτύπησε. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου και το βλέμμα μου έπεσε στην οθόνη: ''κύριος Φώτης'' . Κοίταξα το ρολόι δίπλα. Νομίζω έγραφε επτά. Το σήκωσα.

''Κύριε Φώτη! Τι ευχάριστη έκπληξη! '' είπα

''Χριστίνα, καλή μου, είσαι καλά;'' 

''Καλά. Κοιμόμουν λιγάκι. Έγινε κάτι; Δεν σας ακούω καλά''

''Δεν έμαθες τίποτα;''

Τότε ανησύχησα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι προσεκτικά για να μην ξυπνήσω το παιδί.

''Θα έπρεπε να έχω μάθει κάτι;'' ρώτησα

''Δεν σε πήρε κανείς τηλέφωνο από το σχολείο έτσι; Ούτε η Αθηνά;''

''Όχι. Τι συμβαίνει;''

''Χάσαμε τον Μιχάλη''

Ο Μιχάλης για τον οποίον μιλούσε, ήταν ο διεθυντής του λυκείου με το οποίο συστεγαζόμασταν. Ήταν πενήντα πέντε χρονών. Υγιέστατος. Με την καλή λέξη στο στόμα. Με το αίσθημα του δικαίου. Αγαπητός στους μαθητές του. Αγαπητός σε εμάς. Στήριγμα του σχολείου και του κυρίου Φώτη. 

Έχασα την Γη κάτω από τα πόδια μου. 

''Πως;''

''Έφυγε από το σχολείο και γύρισε σπίτι. Πήγε να κοιμηθεί. Δεν ξαναξύπνησε'' 

Έφερα το χέρι μου στο στόμα μου. 

''Αύριο στις 4 το απόγευμα στο χωριό του. Θα του πούμε αντίο''

''Θα ειδοποιήσω όποιον μπορώ''

''Χριστίνα;''

''Ναι''

''Ευχαριστώ κοπέλα μου. Λυπάμαι αν σε ξύπνησα και αν σου χάλασα την μέρα''

Έκλεισα το τηλέφωνο χωρίς να απαντήσω. 

Άνοιξα την πόρτα και πήγα στο γραφείο του Γιώργου. Με κοίταξε μόλις κατάλαβε την παρουσία μου.

''Τίνα, τι συμβαίνει;''

''Ο Μιχάλης''

''Ο λυκειάρχης;''

''Ναι''

''Σε πήρε τηλέφωνο;''

''Πέθανε''

Ειδοποιήσαμε συναδέρφους από μακριά και μαθητές. Έξω άρχισε να βρέχει.

Λες και έκλαιγε ο Θεός...


Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]Where stories live. Discover now