Κεφάλαιο 9- Μεσαίωνας και αναγέννηση

786 99 2
                                    


Ο Χένριχ κατάφερε να κάνει εκείνο που ο χρόνος δεν είχε καταφέρει ως τώρα. Να σβήσει οριστικά κάθε ίχνος αγάπης που είχα γι αυτόν μέσα μου. 

Σηκώθηκα από το πάτωμα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Σιχαινόμουν τον εαυτό μου. Έτρεξα αμέσως στο μπάνιο και χάθηκα στην αγκαλιά του ζεστού νερού. Ντρεπόμουν τόσο που ζήτησα αναρρωτική άδεια από το σχολείο, ακύρωσα τα μαθήματα με τον Γιώργο και δεν βγήκα από το σπίτι μου για μια ολόκληρη βδομάδα. Στην μαμά μου είπα πως είμαι άρρωστη. Στον Γιώργο πως απλά δεν είμαι καλά. 

Πάλευα με τον εαυτό μου όλες εκείνες τις μέρες. Εκείνο το βράδυ είχε γίνει ο εφιάλτης μου. Το έβλεπα σαν ταινία να περνάει μπροστά από τα μάτια μου συνεχώς. Ντροπή και ταπείνωση. Ένιωθα τόσο πληγωμένη. Σαν να είχα γίνει μέσα μου χίλια κομμάτια. Χίλια κομμάτια που πονούσαν. Μέχρι τότε δεν ήξερα ότι ακόμα και ο ''άνθρωπός σου'', εκείνος ο άνθρωπος που μοιραστήκατε τόσα και είστε μαζί τόσα χρόνια μπορεί να σε κάνει να νιώσεις έτσι.

Ένα σκουπίδι ένιωθα. Ένα σκουπίδι. Χωρίς να φταίω σε τίποτα...

Το τηλέφωνο χτύπησε.

''Παρακαλώ'' είπα άτονα

''Κριστίνε. Επιτέλους. Είσαι καλά;'' 

Εκείνη η ήρεμη φωνή του Γιώργου... Χαμογέλασα στιγμιαία...

''Καλύτερα τώρα που σε ακούω''

''Θέλεις να περάσω από εκει; Θέλεις παρέα;''

'' Καλύτερα όχι... Χρειάζομαι λίγο χρόνο με τον εαυτό μου Γιώργο. Μετά θα σου πω. Θα σου τα πω όλα''

''Εντάξει... Να σου ζητήσω μόνο μια χάρη;''

''Ναι''

''Να παίρνεις κάθε μέρα ένα τηλέφωνο... Ακόμα και για πέντε λεπτά. Να βλέπω ότι είσαι καλά''

''Εντάξει... Σε ευχαριστώ...''

''Εγώ σε αγαπώ'' είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Κουλουριάστηκα πάλι στο κρεβάτι μου. Προσπάθησα να διαβάσω ένα λογοτεχνικό βιβλίο για να ξεχαστώ. Μάταια. 

Ένιωσα τα μάτια μου υγρά ξανά. Χωρίς λόγο. Κοιτώντας το κενό... 

Κενό... Έτσι ένιωθα. Κενή. Άδεια από συναισθήματα. 

Την επόμενη μέρα αποφάσισα δειλά-δειλά να πάω μια μικρή βόλτα με το ποδήλατο για να ανοίξει το μυαλό μου.

Σταμάτησα στον Αγγλικό Κήπο και κάθισα δίπλα στο ποτάμι. 

Το υγρό στοιχείο με ηρεμούσε πάντα. Ηρέμησα... Μα στο μυαλό μου ήρθε η πρόταση γάμου του Χένριχ στο σημείο αυτό. Υγρά μάτια ξανά. Μα αυτή τη φορά ήθελα να νικήσω το παρελθόν. Σκούπησα γρήγορα τα μάτια μου και συνέχισα την βόλτα μου. 

Όταν γύρισα σπίτι, βρήκα στην εξώπορτα τον Γιώργο. Μόλις τον είδα έπεσα στην αγκαλιά του.

Τα δάκρυα μου μούσκεψαν την μπλούζα του. 

'' Σε πείραξε. Έτσι δεν είναι;''

Άρχισα να κλαίω με λυγμούς. 

''Κριστίνε. Γιατί το πέρασες όλο αυτό μόνη σου κούκλα μου; Το κάθαρμα!'' 

'' Ντρέπομαι. Ντρέπομαι και φοβάμαι''

Με έσφιξε στην αγκαλιά του. Τόσο δυνατά που για κάποια στιγμή ένιωσα τα χίλια κομμάτια να έρχονται πιο κοντά. Σχεδόν ενώθηκαν. 

Σκούπησε με τα χέρια του τα δάκρυα μου και μου άφησε ένα γλυκό φιλί στα χείλη. 

Είχα ανατριχιάσει ολόκληρη. Δεν το περίμενα. 

Έκανα ένα ζεστό τσάι και για τους δύο και του τα είπα όλα. 

Έβλεπα τις εκφράσεις του προσώπου του. Φρίκη. Αηδία. 

'' Πως τον παντρεύτηκες και πως τον ανέχτηκες τόσα χρόνια; Απορώ μαζί σου''

''Τον αγάπησα. Αυτό είναι όλο''

''Εκείνος; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ αν σε αγάπησε;''

''Αν με ρωτούσες πριν από λίγες μέρες θα σου απαντούσα ναι. Τώρα πια είμαι σίγουρη ότι δεν με αγάπησε. Δεν καταστρέφεις ότι αγαπάς''

'' Ξεκίνα από την αρχή Κριστίνε. Έχεις τόσα χρόνια μπροστά σου. Θα σε στηρίξω.''

'' Σε ευχαριστώ για ότι έχεις κάνει για εμένα'' είπα και χαμογέλασα.

Κοίταξα τα μάτια του. Τόσο ήρεμα. Τόσο ζεστά.

Κοιμήθηκα στην αγκαλιά του σαν μικρό παιδί. Και δεν έφυγε όλο το βράδυ από δίπλα μου. Είμαι σίγουρη πως δεν σταμάτησε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Μέχρι που ο ύπνος πήρε και εκείνον. Και κοιμηθήκαμε μαζί. Και ονειρευτήκαμε μαζί. Ένα καλύτερο μέλλον. Μαζί.

Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα