Κεφάλαιο 17

37.2K 2.6K 178
                                    

«Έλα, πάμε σπίτι μου. Πριν συνέλθουν.» είπε και με βοήθησε να σηκωθώ. 

Σκούπισα τα δάκρυα από το πρόσωπο και ξανά ήρθα σε επαφή με το περιβάλλον γύρω μου. Οι άντρες στο πάτωμα είχα αρχίσει να κουνιούνται ελαφρώς, δείγμα ότι σε λίγο θα έβρισκαν ξανά τις αισθήσεις τους. Γύρω μου υπήρχε ακόμα το σκοτάδι εκτός από το φως του φακού στο πάτωμα. 

«Πρώτα να βρω κάποια ρούχα.» είπα και έκανα μικρά βήματα προς την ντουλάπα. Στο δεύτερο μου βήμα καταλάθος πάτησα τον έναν άντρα, αμέσως κουνήθηκε ελαφρώς. Το αίμα μου πάγωσε και δεν μπορούσα να κουνηθώ. 

«Πάμε να φύγουμε και άσε τα ρούχα. Δεν έχουμε χρόνο. Θα επιστρέψω αύριο και θα πάρω εγώ μερικά.» μου είπε και με άρπαξε από το χέρι. Εννοείται πως δεν πρόλαβα να μιλήσω.  Εντάξει, δεν λέω σήμερα βρέθηκα ένα βήμα πιο κοντά στο θάνατο αλλά το ότι θα βγω στους δρόμους με μια πετσέτα και ένα σακάκι με έκανε να θέλω να αυτοκτονήσω από την ντροπή. 

«Πως θα βγω έξω έτσι;» μουρμούρισα. 

«Δεν έχει κόσμο τέτοια ώρα, κανείς δεν θα σε δει. Θα έρθεις ή να φύγω μόνος;» είπε.

Γουρούνι. 

Λίγα λεπτά αργότερα.

«Βάλε αυτά.» Ο Μάρκος πέταξε μια τυλιγμένη μπλούζα κατευθείαν στη μούρη μου. Ευγενικός όπως πάντα. 

Αλλά γιατί είπε ΑΥΤΑ; 

«Ευχαριστώ.» είπα ειρωνικά και πήγα να αλλάξω στο μπάνιο.

Με είδα στο καθρέπτη και πραγματικά ήμουν σαν την Μοίρα. Τα μάτια μου κόκκινα και μαλλιά μου ανακατεμένα. Φτου μου μην με ματιάξω. Πήγα να βάλω την μπλούζα και κάτι επέσε καθώς την ξεδίπλωνα. Γούρλωσα τα ματιά μου με το που καταλαβαινω τι είναι. Ένα εσώρουχο μου που κατα πάσα πιθανότητα όλον αυτον τον καιρό το έψαχνα στο σπίτι μου ενώ ήταν εδώ! Και το χειρότερο; Είχε πάνω φραουλίτσες. Έπνιξα την κραυγή απελπισίας μου και αφου ντύθηκα γρήγορα γρήγορα, άνοιξα ήρεμα την πόρτα. Έβγαλα λίγο το κεφάλι μου να δω που ήταν. Είχε αλλάξει και εκείνος φορώντας φόρμα και μια μπλούζα, ενώ παράλληλα έστρωνε στεπάσματα στον καναπέ. 

Καθώς έβγαινα προς τα έξω, με μικρά μικρά βηματάκια και σκυμμένο το κεφάλι από την ντροπή, τραβούσα την μπλούζα αμήχανα, λες και θα μάκραινε δια μαγίας. Τα πόδια μου ήταν τελειώς γυμνά και από κάτω το μόνο που φορούσα ήταν λίγο ύφασμα με φράουλες πάνω του.

«Που θα κοιμηθώ;» ρώτησα ντροπαλά.

Σήκωσε το κεφάλι του και με είδε. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με ένα έντονο βλέμμα και αμέσως γύρισε το κεφάλι του από την άλλη.

Επικίνδυνα Σε Θέλω Where stories live. Discover now