Κεφάλαιο 16

37.5K 2.7K 259
                                    

Τα Χριστούγεννα απέχουν μόλις λίγες μέρες και όλοι είναι μέσα στο γιορτινό πνεύμα εκτός από έναν...
«Τα ταν!» είπα πανηγυρικά, δείχνοντας τις σακούλες με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια.

«Ούτε που να το σκέφτεσαι.» είπε κοφτά. 

«Μα γιατί; Κοίτα πόσο άδειο είναι το σπίτι σου! Άσε με να το διακοσμίσω, εσύ δεν θα κάνεις τίποτα!» είπα παραπονιάρικα.

«Δεν θέλω. Δεν μου αρέσουν τα Χριστούγεννα.» απάντησε.

Το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα από αυτό που άκουσα, κόντεψαν να πέσουν οι σακούλες από τα χέρια μου! Μα είναι δυνατόν; Υπάρχει άνθρωπος που δεν του αρέσουν τα Χριστούγεννα; 

«Μα..μα..» τραύλισα.  «Εκανα τόσο κόπο να τα αγοράσω και ξόδεψα ό,τι οικονομίες είχα.»  είπα μελαγχολικά για να τον κάνω να γεμίσει τύψεις που με γειώνει έτσι απότομα.

Με κοίταξε  από πάνω  μέχρι κάτω με ένα επικριτικό βλέμμα, από ότι κατάλαβα δεν τον έπεισα, κι ας ήταν η ερμηνεία μου για Όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου.
«Παρακαλώ. Παρακαλώ. Παρακαλώ!» είπα ναζιάρικα.  
«Καλά. Αλλά αν με ενοχλήσεις θα φύγεις μαζί με τις σακούλες σου.» μου ανακοίνωσε απάνθρωπα.

«Πρόσεξε μην σε επισκεφτούν τρία φαντάσματα το βράδυ.»  απάντησα ειρωνικά. 

Δεν έχω να πω, ξέρει πως να μου χαλάσει τη διάθεση μέσα σε δευτερόλεπτα.
Ήταν έτοιμος να με διώξει αλλά δεν του έδωσα σημασία. Άρχισα να αδειάζω σιγά σιγά τις σακούλες.  Στόλισα  ένα μικρό Χριστούγεννιατικο δέντρο σε μια γωνία και έβαλα διάφορα διακοσμητικά σε όλη τη κουζίνα, την τραπεζαρία και το σαλόνι. 
Δεν παρέλειψα  να τραγουδώ τραγουδάκια που ταιριάζουν στη περίσταση.  Με την άκρη του ματιού μου τον είδα που είχε κάτσει σε γωνία με μια μαύρη αύρα να τον περικλύει.  Ήμουν σίγουρη ότι ήθελε να με σκοτώσει. 
Το καλύτερο το άφησα για το τέλος.  Πλησίασα  το σάκο του μποξ  και έβγαλα από τη τσάντα ένα κουτί με πολύχρωμα λαμπάκια  που βγάζουν και ήχο.  Είχα ένα σατανικο  χαμόγελο ζωγραφισμένο  στο πρόσωπο μου.  Γρήγορα τύλιξα  όλο το σακο με λαμπάκια προσθέτοντας και γιρλάντες. Έκανα ένα βήμα πίσω και απόλαυσα το δημιούργημα μου, όταν ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. 

Αυτό ήταν Ζωή.  Έχε τε γειά βρυσούλες.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Μάρκος με άγριο βλέμμα. 

«Δεν βλέπεις; Το έκανα πιο όμορφο.» είπα.
«Βγάλε τα. Τώρα.»
«Όχι.» είπα χαμογελαστά.
Πριν προλάβει να μιλήσει,  ο Πέτρος μπήκε μέσα.
«Παιδιά, ποιον περιμένετε τον Φλωρινιώτη;»  είπε γελώντας.
Ο Μάρκος άρχισε να γελάει και εγώ να βγάζω καπνούς  από τα αυτιά.

Επικίνδυνα Σε Θέλω Where stories live. Discover now