Κεφάλαιο 6

39.9K 2.8K 455
                                    

Σήμερα είχα ανάγκη από ένα λαχταριστό  σάντουιτς.  Έκατσα σε μια γωνία στο Πανεπιστήμιο έτοιμη να το καταβροχθίσω.

Έγιναν πολλά. Το μόνο το οποίο θα μπορούσε να με παρηγορήσει ήταν το φαγητό. Δεν είχα κοιμηθεί καλά το βράδυ, σκεφτόμουν, ξανά και ξανά τον Χρήστο να γίνεται πιεστικός και τον Μάρκο να του ματώνει τη μύτη. Νιώθω απέχθεια πλέον για τον Χρήστο, την εικόνα του «καλού παιδιού» που σε παρασύρει και σε κάνει να τον εμπιστεύεσαι, γκρεμίστηκε μέσα σε μια μέρα. Μια πρόταση επαναλαμβάνω συνέχεια, τι θα γινόταν αν δεν ήταν ο Μάρκος. Αυτόν που θεωρούσα το καινούριο βάσανο στη ζωή μου, να με σώζει και να με επιστρέφει σπίτι. Δεν έφυγε μέχρι να βεβαιωθεί ότι μπήκα στο σπίτι, τον πρόδοσε η μηχανή, που ξεσήκωσε τη γειτονιά.

«Ωραίο το σάντουιτς;» άκουσα μια γνωστή αντρική φωνή να με διακόπτει. Σαν να το  έχω ξαναζήσει αυτό. 

«Φύγε Μάρκο προσπαθώ να απολαύσω τις μικρές χαρές της ζωής.»  είπα δείχνοντας το σάντουιτς.

«Μήπως ξεχνάς κάτι;» ρώτησε ξανά με ύφος. 

«Όχι, καλά είμαι ευχαριστώ.» του απάντησα με το ανάλογο ύφος.

«Καφέ; Τώρα;» διέταξε μέσα στη ξινίλα. Είμαι ένα βήμα πριν του αγοράσω καφετιέρα να πίνει σπίτι του όσους καφέδες θέλει.
Σηκώθηκα κατσουφιασμένη, τύλιξα το σάντουιτς με ευλάβεια και το άφησα δίπλα στα πράγματα μου για να το φάω μετά με την ησυχία μου. Αν δεν του επαιρνα καφέ, θα με έπρηζε όλη τη μέρα.
«Ορίστε. Θα με αφήσεις να φάω τώρα;» είπα και του έδωσα τον καφέ του, είναι τυχερός που δεν είχα φτύσει μέσα. Τα μάτια μου αναζήτησαν το σάντουιτς.

«Παναγία μου! Που πήγε το σάντουιτς  μου;»
Άρχισα να ψάχνω πανικόβλητη δεξιά και αριστερά. Πουθενά! Τότε ήταν που κατάλαβα.
Σήκωσα ήρεμα ήρεμα τα μανίκια.

«Λέγε, τι έκανες στο φαΐ μου. Λέγε!» Είχα ορμίξει  πάνω στο Μάρκο κυριολεκτικά. Τον κρατούσα από τη μπλούζα φέρνοντας τον κοντά στο πρόσωπο μου.

«Θα σε ρωτήσω για τελευταία φορά. Που είναι; Λέγε!» Με κοιτούσε χωρίς να βγάζει λέξη. Κάποια στιγμή ξεσπάσε στα γέλια.  Γούρλωσα  τα μάτια μου όταν συνειδητοποίησα την κατάσταση και το ποσό κοντά ήταν. Αμέσως απομακρύνθηκα.  Σίγουρα τα μάγουλα μου θα είχαν πάρει ενα ελαφρύ ροζ χρώμα. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. 

«Μην γελάς. Και τέλος πάντων τι έκανες στο σάντουιτς μου;» είπα αναψοκοκκινισμένη.

«Η πληρωμή μου για χτες, μικρούλα.» μου έκλεισε το μάτι έχοντας ένα αλαζονικό γελάκι.
Και τόλμησε να με πει μικρούλα! Ποια εμένα;

Επικίνδυνα Σε Θέλω Where stories live. Discover now