~Κεφάλαιο 2~

194 15 3
                                    

   Ήμουν σε ένα δάσος και πιο συγκεκριμένα κάτω από ένα πευκό. Φορούσα ακόμα το σκισμένο το τζιν και την μακριμάνικη ροζ μπλούζα. Παρατήρησα τον χώρο γύρω μου. Το τοπία ήταν πολύ ωραίο. Παντού υπήρχαν δέντρα και στο χορτάρι ανθισμένα λουλούδια,ενώ τα πουλιά κελαηδούσαν. Στο κέντρο υπήρχε μια μικρή λίμνη και δίπλα από αυτή ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι.
  Λίγα πιο πέρα από το σημείο όπου βρισκόμουν κάθοταν οι γονείς μου  αγκαλιασμένοι διαβάζοντας ένα βιβλίο. Σηκώθηκα και τους πλησίασα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα ώστε να μην με καταλάβουν.Όταν τους έφτασα η μαμά μου γύρισε προς το μέρος μου χαμογελώντας.
《Γλυκιά μου επιτέλους ξύπνησες!》μου είπε αγκαλιάζοντας με. Την παρατήρησα καλύτερα φορούσε ένα άσπρο φόρεμα μέχρι τα γόνατα με μικρά λουλουδάκια και άσπρες μπαλαρίνες. Τα ξανθά της τα μαλλιά έπεφταν ανάλαφρα στους ώμους της. Ο μπαμπάς μου σηκώθηκε και με κοίταξε. Φορούσε ένα λινό άσπρο πουκάμισο και παντελόνι της ίδιας απόχρωσης.
《Αγάπη μου τί είχες στα ρούχα σου;》διαπίστωσε ο μπαμπάς μου χωρίς να χάσει το ήρεμο βλέμμα και τόνο στην φωνή του.
   Παρατήρησα τον εαυτό μου. Πιο πριν δεν είχα παρατηρήσει ότι τα ρούχα μου είναι ματωμένα και γρατζουνίες ξεχώρισαν στα χέρια μου. Ξαφνικά αναμνήσεις ήρθαν στο μυαλό μου. Θυμάμαι να τρακάραμε και ο ήχος που ακούστηκε κατά τη σύγκρουση ακόμα τον ακούω.
《Πάμε στο σπιτάκι εκέι όλο και κάτι θα υπάρχει ελάτε!》πρότεινε η μαμά μου πηγαίνοντας προς τα εκέι ενώ ο μπαμπάς μου την ακολούθησε. Κοίταξα στο έδαφος το βιβλίο πού είχε αφήσει ο μπαμπάς μου. Προς εκπληξή μου είχε φωτογραφίες των γονιών μου από τις χαρούμενες στιγμές που είχαν περάσει μαζί.
   Κοίταξα στο βάθος πιο πέρα. Οι εικόνας ξεθώριασαν και αυτό που είδα ότι ένα ασθενοφόρο και το αμάξι μας διαλυμένο. Κάποιος εξέτασε τους γονείς μου.
"Δεν υπάρχει ελπίδα."αυτά ήταν τα λόγια του σε έναν περαστικό
Αρχίσα να βαριανασαίνω ενώ προσπαθούσα να βρω την αναπνοή μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι συνέβη.
  Αμέσως άρχησα να τρέχω προς τους γονείς μου.
《Ναυσικά έλα》φώναξε η μαμά ενω βρίσκοταν στην είσοδο του ξύλινου σπιτιού. Μόλις την πλησίασα και επειχήρησα να μπω στο σπίτι ένοιωσα ένα αόρατο  χέρι να με σπρώχνει και να με πετάει το έδαφος.
  Η μαμά προσπάθησε να με πλησιάσει με αποτυχία. Ένας αόρατος τοίχος μας χώριζε.
《Δεν ανήκεις εδώ!》ψηθίρισε μια φωνή και τα πουλία συγκεντρώθηκαν γύρω μου παίρνοντας το καθέν από αυτά ανθρώπινη μορφή.
Με γουρλωμένα μάτια κοίταξα τους γονείς μου.
《Να προσέχεις. Σε αγαπάμε》μου λένε με την απαλή ήρεμη φωνή τους πρίν όλα μαυρίσουν.

__________________________________________

Ξύπνησα.... και αντίκρισα την πραγματικότητα κατάματα.
Καλώδια σύνδεαν το σώμα μου με μηχανήματα. Το περιβάλλον όπου βρισκόμουν ήταν άψυχο ψυχρό. Ένοιωθα ένα φτερούγισμα στην καρδιά και την επιθυμία μα δω τους γονείς μου μεγάλωσε όλο και περισσότερο.
Μετά από λίγο ήρθε ο γιατρός και μου έκανε κάποιες απαραίτητες εξατάσεις.
《Επιτέλους ξύπνησες》διαπίστωσε χαράμενος
《Γιατί τί έγινε》ρώτησα με την ελπίδα ότι δεν θα ακούσω κάτι δυσάρεστο
《Μετά από το ατύχημα που είχες με τους γονείς σου ήσουν σε κόμμα για τέσσερις μήνες》δήλωσε ενώ για κάποιο λόγο απέφευγε να με κοιτάξει.
《Οι γονείς μου;》τον ρώτησα ενώ η καρδία μου χτυπούσε από τον φόβο των σκληρών λέξεων που θα ακούσω
Φοβόμαι ότι αύτο που είδα όταν κοιμόμουν δεν ήταν όνειρο.
Φοβάμαι ότι οι γονείς μου έχουν πεθάνει και ότι όλα στην ζωή μου θα αλλάξουν...

《Οι γονείς  σου δυστυχώς υπέκηψαν στα τραυματά τους》μου απάντησε επαληθεύοντας τους φόβους μου.



ΓΕΙΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣΣΣΣ!!!!!!!!!!!!!!
ΝΕΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Λοιπόν δυστηχώς οι γονείς της Ναυσικάς πέθαναν😢
Τί λέτε να γίνει στη συνέχεια;
Άμα σας άρεσε το κεφάλαιο μην ξαχάσετε να πατήσετε το αστεράκι.

Φιλάκιαα😘  

                          Αριάδνη

HopelessOn viuen les histories. Descobreix ara