...Μην με αποφεύγεις!...{16}

1.9K 182 35
                                    

Μόνον οι ρηχοί άνθρωποι χρειάζονται χρόνια για να απαλλαγούν από ένα ισχυρό συναίσθημα. Ένας άνθρωπος με αυτοκυριαρχία μπορεί να τερματίσει μια λύπη τόσο εύκολα, όσο και να εφεύρει μια ηδονή.
Ανώνυμος

«Άσε με!»τσίριξε η κοπέλα γελώντας και παραπάτησε στο παγωμένο χορτάρι πέφτωντας στην αγκαλιά του Άντριαν και παρασέρνοντας τον μαζί της στο έδαφος

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

«Άσε με!»τσίριξε η κοπέλα γελώντας και παραπάτησε στο παγωμένο χορτάρι πέφτωντας στην αγκαλιά του Άντριαν και παρασέρνοντας τον μαζί της στο έδαφος.
Κοιτάχτηκαν και βάλανε τα γέλια ταυτόχρονα.
«Σε έπιασα!»της είπε με ένα χαμόγελο να χαράσσεται στα χείλη του.
Η Αλίσια έκανε να κουνηθεί,μα το σώμα του εμπόδιζε το δικό της να κινηθεί.
Το βλέμμα του έπεσε πάνω της και αργότερα από τα μάτια της κατέβηκε στα χείλη της που είχαν χαραγμένο ένα αμυδρό χαμόγελο.
Ήθελε να φιλήσει τόσο πολύ τα χείλη της για άλλη μία φορά και να γευτεί εκείνη.
Εδώ και ένα μήνα,από τότε που είχε βγει από το νοσοκομείο τον απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι.
Ούτε που του μιλούσε το τελευταίο διάστημα!
Φρόντιζε τα άλογα και αμέσως έφευγε από το χωράφι χωρίς να του πει κουβέντα.
Κάθε φορά που προσπαθούσε να την πλησιάσει,εκείνη απομακρυνόταν με μία σκιά στο βλέμμα της που πρώτη φορά είχε δει.
Τι ήταν αυτό που την φόβιζε άραγε;
Κάθε βράδυ έπεφτε στο κρεβάτι με αυτή την απωρία να τον ταλαιπωρεί.
Σήμερα ήταν επιτέλους η ευκαιρία του!
Την βρήκε στον κήπο να μαζέυει τριαντάφυλλα και προσπάθησε να την προσεγγίσει με έναν τρόπο που της ήταν οικείος και άκρως διασκεδαστικός.
Αφού όταν ήταν μικρή,όποτε του θύμωνε άρχιζε να την κυνηγά και όταν την έπιανε την πετούσε στον όμο του σαν σακί και την γαργαλούσε μέχρι εκείνη να παραδωθεί και να τον συνχωρέσει δινοντάς του το πιο γλυκό φιλί του κόσμου.
Χαμογέλασε αχνά με αυτή την σκέψη και έριξε το βλέμμα του πίσω στην Αλίσια που επεξεργαζόταν το πανέμορφο πρόσωπο του σαστισμένη.
«Θυμάσαι που όταν μου θύμωνες,σε κυνηγούσα και όταν σε έπιανα σε γαργαλούσα μέχρι να με συνχωρέσεις;»Της χάρισε ένα πονηρό χαμόγελο και εκείνη γούρλωσε τα μάτια της έντρομη.
«Δεν θα τολμήσεις!»του φώναξε αυστηρά,μα πριν ολοκληρώσει την προτασή της είχε αρχίσει κιόλας να την γαργαλάει.
Εκείνη γελώντας τον παρακαλούσε να σταματήσει να την γαργαλάει μα έκανε πως δεν την άκουγε και απολάμβανε το γάργαρο γέλιο της,που ίσως ήταν το πιο όμορφο πράγμα που είχε ακούσει στην ζωή της.
«Άντριαν σταμάτα,παραδίνομαι!»κλαψούρισε και εκείνος υπάκουσε πέρνοντας τα χέρια του μακριά από την κοιλιά της.
Τα βλέμματα τους κλείδωσαν και έμειναν να κοιτάζονται χαμένοι ο ένας στην ψύχη του άλλου.
Η Αλίσια ένιωθε την καρδιά της που χτυπούσε ξέφρενα στο στήθος της,και νόμιζε πως θα έσπαγε.
«Μην με αποφεύγεις.»ψυθίρισε στο αυτί της και ένιωσε τις τρίχες στον σβέρκο της να ανασηκώνονται.«Κάνε ότι άλλο θες,αλλά μην με αποφεύγεις,με σκοτώνει.»τα μάτια του φανέρωναν πως έλεγε αλήθεια,πίσω από το ταραγμένο γαλανό των ματιών του έκρυβε πόνο,αληθινό πόνο...τόσο αληθινό που της έκοψε την ανάσα.
Ο φόβος μέσα της για μία ακόμη φορά την ταρακούνησε.
Κουνήθηκε έντονα προσπαθόντας να ξεφύγει από το σώμα του.«Άσε με.»ψέλλισε και ο Άντριαν μόλις είδε την τρυκιμια στα μάτια της σάστισε και την απελευθέρωσε από τα δεσμά του.
Η Αλίσια σηκώθηκε και έτρεξε όσο πιο μακριά από εκείνον μπορούσε!Έτρεχε...και έτρεχε προσπαθόντας να σκεφτεί.
Ότι και να σκεφτόταν κατάληγε στα σκουπίδια.
Δεν μπορούσε να αποδεχτεί πως ο Άντριαν,εκείνος ο άντρας που στην κυριολεξία την μεγάλωσε,εκτός από ασφάλεια,εμπιστοσύνη και ευτιχία μπορούσε να την κάνει να νιώσει και αυτό το περίεργο συναίσθημα που έκανε την καρδιά της να χτυπά έντονα και κάθε αγγιγμά του να της προκαλεί μία νέα ταραχή.
Σταμάτησε να σκέφτεται γιατί την πόνεσε το κεφάλι της και μπήκε στο σπίτι της προσπαθόντας να φαίνεται καλά.
Μία γνώριμη φιγούρα της τράβηξε την προσοχή και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα όλο απορία για το ποιος μπορεί να ήταν.
Το χαμογελό της έφτασε μέχρι τα αυτιά μόλις αντίκρισε τον Ντίλαν να κάθεται ήρεμος στην καρέκλα του με μία κούπα καφέ στο χέρι και να συζητά ανάλαφρα με την Ρενέ που φαινόταν εντυπωσιασμένη με τα λόγια του νεαρού.
«Επιτέλους ήρθες!»αναφώνησε και την έσφηξε στην αγκαλιά του ανασηκώνοντας την λίγο από το έδαφος.
«Με περίμενες πολύ;»τον ρώτησε ένοχα μα εκείνος έγνεψε αρνητικά.
«Μην ανυσηχείς αστεράκι εδώ τα έλεγα με την Ρενέ,της έλεγα τις περιπετειές μου στην Ιταλία.»τα μάτια της Αλίσιας έλαμψαν και στρογγυλοκάθησε στην καρέκλα κοιτόντας τον με αγωνία.
«Θέλω και εγώ να μάθω.»ο Ντίλαν γέλασε με την παιδιάστικη συμπεριφορά της.
Πάντα έτσι ήταν η Αλίσια,ένα παιδί που αν και το σώμα του μεγάλωνε,η ψυχή του ποτέ!
«Λοιπόν εγώ πάω στον Νόα μου,πείτε τα με την ησυχία σας.»είπε η Ρενέ και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας τους μόνους.
«Ακόμα είναι ερωτευμένοι αυτοί οι δύο τόσο παθιασμένα!»αναστέναξε και η Αλίσια παρατήρησε ένα κύμα θλίψης να περνά από τα μάτια του σχεδόν αστραπιαία.
«Πιστεύεις στον έρωτα Αλίσια;»εκείνη αναστέναξε νιώθοντας πως είχε χτυπήσει φλέβα.
«Ας τα αυτά,πες μου τώρα για την Ιταλία...θέλω να τα μάθω όλα!»
«Προσπαθείς να αλλάξεις θέμα!Και επειδή το κάνεις αυτό για εκδίκηση θα σου πω για την Ιταλιάνα που μου άλλαξε τα μυαλά και τα φώτα μην σου πω.»της είπε πονηρά και εκείνη κοκκίνισε σαν ντομάτα.
Μετά την διήγηση του για την πανούργα Ιταλίδα που μπήκε με τόσο τσαμπουκά στην ζωή του,η Αλίσια άρχισε να νιώθει μόνη.Είχε ανάγκη και εκείνη το συναίσθημα του έρωτα!
Ο φίλοος της παρατήρησε την λύπη στα μάτια και αναρωτήθηκε τι της συναίβενε.
«Ο Άντριαν τι κάνει;»πέταξε και την είδε να ξαφνιάζεται.Σηκώθηκε απότομα από την θέση της και πήρε ένα ντόνατ μπουκονοντας το μισό στο στόμα της.
Ο Ντίλαν έβαλε τα γέλια με τα φουσκωμένα μάγουλα της και παρέσυρε και εκείνη που προσπαθούσε να μην πνιγεί.
Του έτινε το υπόλοιπο ντόνατ γελώντας μα εκείνος της έριξε ένα αγανακτησμένο βλέμμα και έπειτα χαμογέλασε κάνοντας τα λακάκια στα μάγουλά του εμφανή.«Δεν ξέρεις τι χάνεις!»μούγκρισε απολαμβάνοντας και την τελευταία μπουκιά από το ντόνατ της.
Το κουδούνι χτύπησε ταράζοντας την ηρεμία της και εκείνη κρύφτηκε πίσω από τον όμο του Ντίλαν,βέβαιη για το ότι ο άγνωστος επισκέπτης ήταν πιθανός ο Άντριαν.
Γατζώθηκε πάνω στον Ντίλαν μόλις είδε το γνώριμο πρόσωπο του να προβάλει.
Την έσπρωξε από πάνω του και σηκώθηκε από την καρέκλα και προχώρησε με σίγουρο βήμα προς τον Άντριαν.
Είχε χρόνια να τον δει,αλλά τίποτα δεν είχε πραγματικά αλλάξει πάνω του.Ίσως τώρα το μαλλί του ήταν πιο μακρή,αλλά τα υπόλοιπα ήταν όλα ίδια.
Είχε ακόμα εκείνο το σοβαρό βλέμμα που με την πρώτη ματιά σε τρόμαζε και το ανάλαφρο στυλ του ροκά που συνέπερνε τις Γυναίκες.
«Είχες ήττες στην ζωή σου αμέτρητες αλλά μία έβαλε ένα τέλος στην καργιέρα σου σαν αθλητής.Το γκολ που έβαλα!»είπε ο Ντίλαν αλαζονικά κερδίζοντας το ενδιαφερον του άντρα.
«Ντίλαν!»απάντησε σαν να μην πίστευε στα μάτια του έκαναν μία αντρική αγκαλιά.
Το βλέμμα της είχε καρφωθεί πάνω του και τον παρατηρούσε σιωπηλά από την κουζίνα.
Είχε αλλάξει ρούχα και τώρα φορούσε ένα πουκάμισο σε βουργουνδί χρώμα,ένα απλό τζιν με πολλαπλά σκισίματα στα γόνατα και τα αγαπημένα του μαύρα αρβυλάκια.Τα μαλλιά του ήταν αφημένα κάτω και έπεφταν μπροστά στο προσωπό του με έναν τρόπο που της προκαλούσε δύσπνοια.
Ξαφνικά ένιωθε το πρόσωπό της να καίει,ξεροκατάπιε και πήρε αμέσως το βλέμμα της από πάνω του,αν συνέχιζε να τον κοιτάει πιθανόν σε λίγο θα χρειαζόταν κάποιον γιατρό.
Έβαλε λίγο παγωμένο νερό σε ένα ποτήρι και το ήπιε όλο με μία γουλιά.
Όπως στεκόταν στον νεροχύτη,ένιωσε δύο χέρια να τυλίγονταί γύρω της και μία καυτή ανάσα στο αυτί της να της προκαλεί ξανά εκείνη την περίεργη φλόγα που είχε προηγουμένος καταφέρει να σβήσει.
«Γιατί έφυγες;»η αναπνοή του χάιδεψε τον λαιμό της και ένιωσε όλο της το σώμα να ανατρυχιάζει.
Προσπάθησε να ξεφύγει μα το κράτημα του αυτή την φορά ήταν πιο γερό.
«Άντριααν..»ψέλλισε προσπαθόντας να σκεφτεί λογικά,αλλά εκείνη την στιγμή το μυαλό της είχε θολώσει και έκανε άλλες σκέψεις,ανεπίτρεπτες...

Θα ορκιζόταν πως την άκουσε να αναστενάζει μόλις πίεσε το σώμα του περισσότερο πάνω στο δικό της και ένα χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη του.
Έβαζε το χέρι του,μην πω και όλο του το σώμα στην φωτιά με το να την πλησιάσει ενώ στο απέναντι δωμάτιο βρισκόταν ο Νόα.
Αλλά τώρα που την είχε βρει δεν θα την άφηνε να του ξεφύγει για άλλη μία φορά.
Ήταν όμως κακή ιδέα να την πλησιάσει σε τόση κοντινή απόσταση,δεν είχε σκεφτεί πως μπορούσε να τον επιρρεάσει έτσι.
«Θα μου πεις τώρα γιατί με αποφεύγεις;»ρώτησε για ακόμη μία φορά μα δεν πήρε απάντηση,μονάχα ένα έντονο σπρώξιμο από μεριάς της που προσπαθούσε να του ξεφύγει.
«Αλίσια!»γρύλισε ο Άντριαν και γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει.«Γίνεται να μην τρίβεται πάνω μου.»είπε μέσα από τα δόντια του και είδε το σοκ αμέσως να ζωγραφίζεται στα μάτια της.
«Εμμ...εεε..»την άφησε ελεύθερη και απομακρύνθηκε από κοντά της γελώντας.
Το βλέμμα της ξέφυγε και έπεσε στο παντελόνι του,μόλις είχε καταλάβει τι είχε κάνει έστρεψε έκπληκτη τα μάτια της στο πρόσωπο του.
«Οοο θεέ μου,δεν το πιστεύω πως κοίταξα...»μουρμούρισε και βάρεσε με την παλάμη της το προσωπό της.
«Εε..Εμμ..πάω στο μπάνιο..»είπε ο Άντριαν προσπαθόντας να πνίξει το γέλιο του και η Αλίσια έγνεψε θετικά.

Δεν ξέρω για εςάς πάντως εγώ γέλασα πολύ😂😂😂😂

Σε αγαπώ Άντριαν μοναδική αγάπη της ζωής μου(Μάνθος σταιλ που το εχει πει σε αλλες δεκα χιλιάδες γκόμενες,ετσι και εγω😂😂)

Περιμένω τα σχολιάκια σας😍😍😍τα λεμε 🔞

Σαν την καλή ζωήWhere stories live. Discover now