15.

2K 246 48
                                    

Είχα παγιδευτεί σε ένα φουρτουνιασμένο ωκεανό. Στο μπλε των ματιών του. Ήταν τόσο βαθύ και έντονο, τόσο τρομακτικά όμορφο που μου έκοβε την πνοή. Δεν ήταν όμως αληθινό, είχα δει την αληθινή του μορφή, και δεν ήταν αυτή που βρισκόταν μπροστά μου.

Στεκόταν λίγο παραπέρα, μόλις ένα μέτρο από το τζιπ του με ένα απαθές βλέμμα, έμοιαζε σαν ένα πέτρινο άγαλμα με το γεροδεμένο κορμί του ακίνητο και σφιγμένο, και τα μπλε ζαφειρένια μάτια του πιο κενά από ποτέ, άδεια και ανέκφραστα θαρρείς και ήταν νεκρός. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να μπει στο τζιπ και να φύγει, εγκαταλείποντας με εδώ έξω, όπως ακριβώς είχα σχεδιάσει να κάνω και εγώ αλλά δεν το έκανε. Πέρασαν αρκετά λεπτά και όμως ποτέ δεν έριξε ούτε μια ματιά στο τζιπ του, ήταν σαν να μην το είχε σκεφτεί καν, σαν να μην είχε περάσει από το μυαλό του μια τόσο δελεαστική σκέψη. Να αφήσει πίσω το κορίτσι στο οποίο είχε επιτεθεί με σκοπό να σκοτώσει.

Όμως δεν ήξερα αν πραγματικά ήταν έτσι. Μα ποιον κορόιδευα... Δεν ήξερα τι μου γινόταν, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω την πραγματικότητα από το ψέμα. Είτε είχα αρχίσει να χάνω το μυαλό μου, είτε ολόκληρος ο πλανήτης συνομωτούσε εναντίον μου.

Άνοιξα το στόμα μου να πω κάτι αλλά δεν βγήκαν λέξεις από τα χείλη μου. Η νεκρική σιωπή ανάμεσα μας με έκανε να νιώθω ευάλωτη μπροστά του και δειλή. Τόσο δειλή που ήθελα να επιστρέψω στη ζεστασιά του κρεβατιού μου, κάτω από την ασφάλεια του παπλώματος μου. Μέσα στο σπίτι μου, με την οικογένεια μου όπου κανένας δεν θα μπορούσε να με βλάψει. Όμως δεν βρισκόμουν εκεί, ήμουν μίλια μακριά από το σπίτι, μίλια μακριά από οποιαδήποτε κατοικημένη περιοχή, εκτός από του Ντίν φυσικά... Το σπίτι του απείχε μόλις δέκα λεπτά, θα μπορούσα να τρέξω μέχρι εκεί και να ζητήσω βοήθεια από κάποιο παιδί, όμως ήμουν σίγουρη πως δεν βρισκόταν πια κανείς εκεί. Είχαν επιστρέψει όλοι στα σπίτια τους. Και εγώ βρισκόμουν στη μέση του πουθενά με μοναδική συντροφιά αυτόν...

Τον κοίταξα με ένα βλέμμα απέχθειας σφίγγοντας τις γροθιές μου, και το μετάνιωσα όταν τον είδα να κάνει ένα διστακτικό βήμα προς το μέρος μου. Σταμάτησε με μάτια αβέβαια όταν ένα μουγκρητό σαν τρομοκρατημένου ζώου δραπέτευσε από το λαρύγγι μου.

"Τι θες;" κλαψούρισα μέσα από τα δόντια μου και έφερα τις υγρές παλάμες στο κεφάλι μου, αδυνατώντας να πιστέψω τι ήταν αληθινό και τι όχι. Έκλεισα τα ματόφυλλα μου ερμητικά και έγειρα το κεφάλι στα μουσκεμένα μου πόδια. "Σε παρακαλώ φύγε", κλαψούρισα απελπισμένη και ένας απαίσιος ήχος σαν τρομαγμένου ζώου βγήκε από το λαρύγγι μου.

Death~On hold~Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ