Κεφάλαιο 18

2.8K 264 49
                                    

Η ανάσα μου κόβεται και νιώθω τα μάτια μου να κλείνουν ασυναίσθητα. Προσπαθώ να αντιδράσω, να φύγω, να ελευθερωθω αλλά αυτό είναι αδύνατο. Κάτι με κρατάει να μείνω. Νιώθω την ανάσα του να χτυπάει τα χείλη μου, και η καρδιά μου χτυπάει ανεξέλεγκτα. Θα με φιλήσει. Δεν το πιστεύω, ο Αχιλλέας θα με φιλήσει. Ανοίγω τα μάτια μου και έρχομαι αντιμέτωπη με τα πράσινα δικά του. Κοιτάζει τα χείλη μου, χωρίς να μου αφήσει περιθώρια να μιλήσω. Ξέρω ότι θα με φιλήσει. Ξέρω ότι δεν μπορώ να αντισταθώ. Παραδινομαι λοιπόν και κλείνω τα μάτια μου περιμένοντας την στιγμή που θα ενωθούν τα χειλη μας.

Ο ήχος μιας πόρτας να ανοίγει, κάνει τον Αχιλλέα να τιναχτεί από πάνω μου και εγώ να ανοίξω αυτόματα τα μάτια μου. Βλέπω μια γυναίκα να βγαίνει από μια τουαλέτα, και να κατευθύνεται προς τον νιπτήρα. Κοιτάζω τον Αχιλλέα, και φαίνεται τελείως ξενερωμενος. Η γυναίκα χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία μας, ανοίγει τον νιπτήρα και πλένει τα χέρια της. Καθώς προσπαθώ να αντιληφθώ τι ακριβώς γίνεται και να βάλω σε μια σειρά τα γεγονότα, βλέπω τον Αχιλλέα να βγαίνει νευριασμένος από την τουαλέτα και να κοπανάει δυνατά την πόρτα. Νομίζω τον άκουσα να βρίζει, αλλά δεν είμαι και σίγουρη.

Η γυναίκα τρομαγμένη γυρίζει προς το μέρος μου και από ότι φαίνεται, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία μου.

"Τι ήταν αυτό;" φαίνεται αρκετά τρομαγμένη, μάλλον θα την τρόμαξε ο δυνατός ήχος της πόρτας.

"Δεν ξερω" λέω ξερά και κατευθύνομαι προς τον καθρέφτη για να μαζέψω τα πράγματα μου. Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, και γελάω με τον εαυτό μου με το ποσό άτσαλα έχω βάλει το ρουζ.

Μισό λεπτό. Εγώ δεν έβαλα ρουζ. Αντιλαμβάνομαι ότι τα μάγουλά μου δεν είναι κόκκινα από το ρουζ, αλλά από την αδρεναλίνη για αυτό που πήγε να γίνει. Νομίζω είμαι αναψοκοκκινησμενη. Τέλεια.

Βγαίνω από την τουαλέτα προσπαθώντας να ηρεμήσω, κάτι που καταφέρνω ώσπου βλέπω τον Αχιλλέα καθισμένο σε ένα τραπέζι αγκαλιά μαζί με μια κοπέλα. Το αίμα μου ανεβαίνει στο κεφάλι και προσπαθώ να αγνοήσω αυτο που είδα προ ολίγου και συνέχισα να προχωράω.

"Αργησες κοντουλα. Τα φαγητά έχουν έρθει" ακούω την φωνή του Δημήτρη και τύψεις αρχίζουν να με διακατέχουν.

Πριν λίγη ώρα, ήμουνα με το αγόρι μου και περνάγαμε υπέροχα και πριν κάτι δευτερόλεπτα, ήμουν έτοιμη να φιληθω με τον Αχιλλέα. Γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε. Αν δεν μας είχε διακόψει αυτή η ηλίθια, τώρα πιθανότατα να φιλιομασταν. Γιατί πάντα καταφέρνω να τα κάνω όλα σκατα;

Και μετά ήρθες εσύ.Τόσο απλά.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα