ΚΕΦΆΛΑΙΟ 9ο

2.4K 309 12
                                    


Ο Λουκάς απολάμβανε την ησυχία της βραδιάς μέχρι που κάποιοι περίεργοι ήχοι έφτασαν στα αυτιά του . Σαν γέλια ακούγονταν και τα πόδια του σαν να είχαν δική τους βούληση τον οδήγησαν σε εκείνο το μέρος της παραλίας από το όποιο ερχόταν ο θόρυβος.

Είδε την φιγούρα μιας κοπέλας να παίζει με το νερό και άκουσε το γέλιο της πιο καθαρά και χαμογέλασε και εκείνος . Πλησίασε λίγο ακόμη και πρόσεξε πως φορούσε τα ρούχα της , τα οποία είχαν κολλήσει πάνω της σαν δεύτερο δέρμα και το φεγγαρόφωτο την έκανε να μοιάζει με νεράιδα.
Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο της, αλλά η αύρα της του έβγαζε κάτι οικείο . Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της . Ήταν σαν μαγνήτης που τον τραβούσε όλο και πιο κοντά της .

Πλησίασε αρκετά και η κοπέλα χωρίς να τον έχει αντιληφθεί ακόμα , έστρεψε το κεφάλι της προς εκείνον και ο Λουκάς έπαθε σοκ .

«Νόρα;» ψέλλισε περισσότερο για να επιβεβαιωθεί εκείνος και όχι για να τον ακούσει και παρέμεινε λιγάκι ακόμα στις σκιές .


Η Νόρα αισθανόταν τέλεια . Είχε τόσο καιρό να νιώσει έτσι... Αν μπορούσε να έχει και τον Λουκά... Αναστέναξε ,γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο και αγκάλιασε το κορμί της που ανατρίχιασε και το απέδωσε στο δροσερό νερό.

Όμως ....μια αίσθηση πως δεν είναι μόνη ,την έκανε να στραφεί προς το μέρος που στεκόταν εκείνος . Δεν μπορούσε να δει καθαρά - θα έπαιρνε όρκο πως κάποιος ήταν εκεί- αλλά η προοπτική δεν τρόμαξε. Η διαίσθηση της ,της έλεγε πως όποιος και αν βρισκόταν  εκεί δεν θα της έκανε κακό.

Βγήκε από το νερό και προχώρησε προς το μέρος που στεκόταν ο άγνωστος. Ήταν σίγουρα άντρας ,αλλά έτσι όπως στεκόταν εξακολουθούσε να μην τον βλέπει καθαρά.

«Μήπως χαθήκατε;» ρώτησε ευγενικά τον άγνωστο όταν είχε πλησιάσει αρκετά και εκείνος βγήκε από τις σκιές κλέβοντας της την ανάσα με την παρουσία του .

«Χαμένος ήμουν ,αλλά όχι πια» της απάντησε ο Λουκάς και την τράβηξε πάνω του σφραγίζοντας τα χείλη της με τα δικά του.

Η Νόρα τα έχασε , αλλά το σώμα της ανταποκρίθηκε άμεσα σε αυτό το φιλί που ξεκίνησε αργά , αναγνωριστικά και μετατράπηκε σε φωτιά που έκαψε και τους δυο.

«Είσαι πράγματι εσύ;» τον ρώτησε η Νόρα με φωνή που δεν αναγνώρισε ούτε η ίδια ,όταν επιτέλους τα στόματά τους χωριστήκαν για να πάρουν ανάσα .
«Το ίδιο αναρωτιόμουν και εγώ .» απάντησε και ο Λουκάς με βραχνή φωνή...

ΠεπρωμένοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα