4 - Κάτι από τα παλιά

Start from the beginning
                                    

Η απογοήτευση της Νόρας δεν μπορούσε να κρυφτεί και η καρδιά της άρχισε να βουλιάζει στο στήθος της από λύπη για την κατάντια του σπιτιού που είχε φιλοξενήσει τις ομορφότερες στιγμές της ζωής της ως παιδί και αργότερα ως έφηβη.

Εξωτερικά οι τοίχοι φαίνονταν γεροί, αν και μερικά σημεία είχαν φθαρεί αρκετά από τις βροχές και σίγουρα χρειάζονταν σοβάντισμα, ενώ το ένα από τα δυο πατζούρια των παραθύρων που βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά από την κεντρική είσοδο του σπιτιού, είχε ξεχαρβαλωθεί και κρεμόταν από έναν σκουριασμένο μεντεσέ.

Η Νόρα ξεφύσησε και προχώρησε στο εσωτερικό όπου την περίμενε ήδη η Μάρω. Της χάιδεψε στοργικά την πλάτη για να της δώσει κουράγιο και πέρασαν μαζί στο χολ.

Η μυρωδιά της κλεισούρας και της μούχλας την χτύπησαν αμέσως μόλις πάτησε το πόδι της μέσα στο σπίτι, κάνοντας το στομάχι της να σφιχτεί και με το ζόρι κατέπνιξε ένα λυγμό που ανέβηκε ως το λαιμό της, βλέποντας την αθλία κατάσταση που επικρατούσε γύρω της.

Κάποια από τα παλιά έπιπλα του παππού και της γιαγιάς της ήταν μισοκαλυμμένα με νάιλον και λευκά σεντόνια, ενώ άλλα που παρέμειναν εκτεθειμένα στην υγρασία και τη σκόνη είχαν αρχίσει ήδη να φθείρονται και να σαπίζουν. Ένα παχύ στρώμα σκόνης κάλυπτε τα πάντα γύρω της και για μια στιγμή ένιωσε τύψεις που είχε να πατήσει τόσα χρονιά σε αυτό το σπίτι. Θα μπορούσε να έχει σώσει τα περισσότερα από τα αντικείμενα του παππού και της γιαγιάς της αν είχε έρθει νωρίτερα.

Θυμόταν ακόμα πολύ έντονα την ημέρα της κηδείας του παππού της. Της είχε φανεί τόσο δύσκολο το να μπει ξανά μέσα σε εκείνο το σπίτι, χωρίς εκείνον να κάθεται στην αγαπημένη του πολυθρόνα διαβάζοντας, όπως έκανε πάντα.

Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της, στην ανάμνηση του να της λέει πως ήταν η μόνη που μπορούσε να καταλάβει την αξία του σπιτιού, η μόνη που θα εκτιμούσε τους θησαυρούς του. Ένιωθε ξαφνικά πως τον είχε απογοητεύσει...

Καταπίεσε τα δάκρυα της με δυσκολία και συνέχισε να εξερευνά το σπίτι, υπολογίζοντας τις ζημιές και τις απώλειες που μπορούσε να διακρίνει με μια πρώτη ματιά.

Ήθελε πολλή δουλειά για να καταφέρει να μείνει εκεί και σίγουρα δεν είχε διαλέξει καλή εποχή για να μετακομίσει. Οι φθινοπωρινές βροχές, το κρύο και η υγρασία δε θα επέτρεπαν στους μάστορες να κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Θα έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον έξι με επτά μήνες μέχρι να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για την ανακαίνιση και σίγουρα μέχρι τότε δε θα μπορούσε να πληρώνει για τη διαμονή της στον ξενώνα του Αχιλλέα, αλλά ούτε και να μείνει εκεί.

Όταν ανθίζουν οι αμυγδαλιέςWhere stories live. Discover now