4 - Κάτι από τα παλιά

Začať od začiatku
                                    

«Καλώς ήρθες Ελεονόρα!» την καλωσόρισε η γυναίκα ζεστά μόλις βγήκε από το αυτοκίνητο της και της χάρισε μια σύντομη ζεστή αγκαλιά.

«Χαίρομαι που σε βλέπω ξανά!» της είπε η Νόρα.

«Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά! Πάνω από δέκα... Ολόκληρη γυναίκα είσαι πια!» της είπε η Μάρω και περνώντας το χέρι της γύρω από τους ώμους της, την οδήγησε στο σπίτι της, δίπλα από αυτό του παππού της.

«Έλα θα σε κεράσω καφέ και μετά μπορείς να δεις το σπίτι.» της είπε χαμογελώντας.

«Είναι πανέμορφο το χωριό αυτή την εποχή!» είπε γεμάτη ενθουσιασμό η Νόρα απολαμβάνοντας τον βαρύ ελληνικό καφέ που της έφτιαξε η Μάρω, μα και τα σπιτικά κουλουράκια από τα χεράκια της.

«Πάντα είναι όμορφα εδώ πάνω. Ακόμα και μέσα στη βαρυχειμωνιά και τους χιονιάδες το χωριό διατηρεί τη μαγεία του! Πως και πήρες τέτοια απόφαση, να έρθεις να ζήσεις εδώ πάνω βρε κορίτσι μου όμως;» τη ρώτησε η Μάρω με πραγματικό ενδιαφέρον.

«Χρειαζόμουν μια αλλαγή στη ζωή μου. Καλή η ζωή στην Αθήνα, αλλά σαν τον καθαρό αέρα του βουνού δεν έχει! Από μικρή έλεγα στον παππού ότι ήθελα να τα παρατήσω όλα και έρθω να μείνω εδώ μαζί του, μα δε βρήκα τα κότσια ως τώρα να αφήσω τις ευκολίες της πόλης. Πλέον όμως είμαι αποφασισμένη να μη γυρίσω πίσω! Το μόνο που εύχομαι είναι να βρίσκεται σε καλή κατάσταση το σπίτι του παππού! Θέλω πολύ να το φτιάξω και να μείνω εδώ.» της απάντησε η Νόρα τελειώνοντας τον καφέ της.

«Κάτσε να σου φέρω τα κλειδιά και πάμε να ρίξεις μια ματιά! Ο κουμπάρος μου είναι αρχιτέκτονας και μένει στην πόλη. Είμαι σίγουρη πως θα χαρεί να βοηθήσει!» της είπε η Μάρω και εξαφανίστηκε κάπου μέσα στο σπίτι, επιστρέφοντας λίγα λεπτά αργότερα, κρατώντας μια μικρή αρμαθιά κλειδιών.

Η Νόρα ξεκλείδωσε με δυσκολία την παλιά ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στην αυλή του σπιτιού και κράτησε την ανάσα της, βλέποντας τον άλλοτε γεμάτο με χρώματα από γλάστρες και φυτά κήπο του παππού της, ρημαγμένο, γεμάτο αγριόχορτα και ξερόκλαδα. Η μεγάλη μουριά από την οποία κρεμόταν κάποτε η αυτοσχέδια κούνια που είχε φτιάξει για εκείνη και την Ανδριάνα ο παππούς, είχε χάσει τη ζωντάνια της και τα κλαδιά της φαίνονταν τσακισμένα από τον αέρα, με το μεγαλύτερο κλώνο της να έχει σπάσει στα δυο.

Οι πήλινες γλάστρες που πάντα λάτρευε η γιαγιά της ήταν σπασμένες και τίποτα γύρω της δε μαρτυρούσε τις άλλοτε ένδοξες μέρες που είχε περάσει η αυλή, γεμάτη κόσμο και παιδιά να παίζουν σκαρφαλώνοντας στα δέντρα.

Όταν ανθίζουν οι αμυγδαλιέςWhere stories live. Discover now