Κεφάλαιο 37

129 19 35
                                    

Παρά το ανέφελο ξημέρωμα, σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη νύχτα, η ατμόσφαιρα δεν έχει αποβάλει την νοτερή της διάθεση, καλύπτοντας το οδόστρωμα με μια λεπτή υγρή κουβέρτα που αναγκάζει τους οδηγούς να προχωρούν με ιδιαίτερη προσοχή. Στον δρόμο έχει επικεντρώσει το βλέμμα του και ο Άγγελος, κυρίως για να αποφύγει τις ερωτήσεις της Δανάης. Την ερώτηση, δηλαδή... Η κοπέλα έχει αφήσει να αιωρείται στο εσωτερικό του αυτοκινήτου η απορία της για την εμμονή του με τον χώρο στον οποίο κινείται, με την απροθυμία του να τον εγκαταλείψει. Πώς να της εξηγήσει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα όσο εκείνη νομίζει; Η απότομη επαφή της με την άγρια πλευρά της ζωής δεν έχει κατορθώσει να αφαιρέσει από πάνω της την αθωότητα που είχε πριν το Πετρόψαρο σημαδέψει τον κόσμο της.

Από την μία πλευρά, ο Άγγελος νιώθει μια μεγάλη ευχαρίστηση που η μικρή δεν έχει χάσει την αισιοδοξία και την παιδικότητά της. Ανέκαθεν τον ενοχλούσε να βλέπει τις επιπτώσεις των εγκληματικών επιλογών κάποιων ανθρώπων στο περιβάλλον τους, τον ανελέητο τρόπο με τον οποίο τα κοντινά άτομα ενός κακοποιού έχαναν τον εαυτό τους. Από την άλλη, όμως, δεν θα ήταν κακό να συντονιστεί με την πραγματικότητα, η οποία δεν συγχωρεί στην εποχή μας την παιδιάστικη αφέλεια.

- Πολύ ψύχραιμα τα αντιμετωπίζεις όλα όσα έχουν συμβεί, βλέπω..., επιλέγει να μην δώσει απάντηση στην επίμονη ερώτηση της κοπέλας.

Η Δανάη του ρίχνει ένα επικριτικό βλέμμα, που φανερώνει την απογοήτευσή της που εκείνος δεν τόλμησε να της εξηγήσει τους λόγους που τον κρατούν κολλημένο δίπλα στον πατέρα της και, στην συνέχεια, στρέφει ξανά την ματιά της προς τον δρόμο που απλώνεται μπροστά τους.

- Δεν ήταν πάντα τόσο εύκολο... Μετά το συμβάν στο σχολείο, αφού έμαθα τις δραστηριότητες του πατέρα μου, η μητέρα μου αποφάσισε να φύγουμε από το χωριό. Πούλησε όσο όσο το πατρικό της σπίτι και τα μαζέψαμε για την Αθήνα. Τα καλοκαίρια, συνηθίζαμε να κάνουμε διακοπές σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Στην πρωτεύουσα, όμως, είχαμε πάει μονάχα μια φορά. Τότε, νόμιζα ότι ο αγνός τρόπος ζωής του χωριού ήταν απολύτως ασύμβατος με τους φρενήρεις ρυθμούς της μεγαλούπολης. Πού να ήξερα...! Προφανώς, ο αγαπητός μου πατέρας δεν ήθελε να αναμιγνύει τις δουλειές με την οικογενειακή διασκέδαση! Για τους φυγάδες, ωστόσο, όπως είχαμε καταντήσει εγώ και η μάνα μου, η Αθήνα ήταν η τέλεια επιλογή. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Μετά την μικρή κοινωνία του χωριού, όπου όλοι γνώριζαν τους πάντες, από την καλή και από την ανάποδη, μείναμε σε μια πόλη όπου κανείς δεν ξέρει κανένα και ούτε ενδιαφέρεται και να τον μάθει. Φυσικά, το κουτσομπολιό υπάρχει παντού και πάντα, αλλά είχα εκπαιδευτεί πλέον να αγνοώ οποιαδήποτε σχόλια. Οι εικασίες για την μονογονεϊκή οικογένεια που νοίκιασε το μικρό διαμέρισμα στον πρώτο όροφο μια παλιάς πολυκατοικίας στον Κολωνό έδιναν και έπαιρναν. Στο σχολείο, τα υπόλοιπα παιδιά προσπάθησαν να με ψαρέψουν, μα εγώ στρείδι. Τους απομάκρυνα όλους με την συμπεριφορά μου. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήθελα να κάνω φίλους. Τους είχα δει και εκείνους που θεωρούσα φίλους καρδιακούς! Και στα μαθήματα πήγαινα χάλια, αφού δεν ήθελα καν να σηκώνω χέρι. Ανέκαθεν λάτρευα να μαθαίνω πράγματα. Έβλεπα ατέλειωτες ώρες τα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, μαζεύοντας πληροφορίες για κάθε λογής πράγματα. Μπορεί να μην ήξερα να σου πω τους τελευταίους τσακωμούς ή έρωτες ανάμεσα στις διασημότητες, αγαπημένο αντικείμενο συζήτησης όλων των εφήβων, αλλά μπορούσα με ευκολία να σου πω ποιες είναι οι διατροφικές συνήθειες των άγριων ζώων, ποιες ήταν οι συνθήκες που οδήγησαν σε διάφορους πολέμους ανά τους αιώνες και περηφανευόμουν ότι μπορούσα να σώσω κάποιον που πνίγεται με το φαγητό του ή να τον βγάλω έξω από φλεγόμενο κτήριο. Ποτέ δεν σταμάτησα να μελετώ. Ο πατέρας μου ήταν απόλυτος σε αυτό. Όσο περισσότερα πράγματα μαθαίνεις, πριγκίπισσα μου, τόσο πιο πολύ ανοίγεις τα μάτια σου στον κόσμο. Μορφωμένο άνθρωπο, κανείς δεν τον πιάνει κότσο, εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Τα λόγια του ηχούσαν συνεχώς στα αυτιά μου. Παρόλο που ήθελα να κάνω το αντίθετο, από αντίδραση, να σταματήσω να διαβάζω, είτε για το σχολείο είτε για προσωπική ευχαρίστηση, μου είχε γίνει πια δεύτερη φύση. Στην τάξη, όμως, σαν να μην υπήρχα. Γνώριζα τις απαντήσεις σε ό,τι ρωτούσαν οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, αλλά καθόμουν αμίλητη, μόνη μου στο θρανίο. Ευτυχώς, υπήρχαν και οι γραπτές εξετάσεις, γιατί με έβλεπα να παίρνω σύνταξη από το δημοτικό. Όσο κι αν εκνεύριζα, όμως, τους καθηγητές μου, η απόδοσή μου στα διαγωνίσματα, δεν τους άφηνε περιθώριο να με αφήσουν στην ίδια τάξη. Έτσι, περνούσαν τα χρόνια. Αδιαφορία στο σχολείο, αδιαφορία στο σπίτι. Και να πεις ότι δεν προσπαθούσα να ταράξω τα νερά. Έβγαινα και αργούσα να επιστρέψω, με παρέες που η μητέρα μου δεν γνώριζε. Ούτε εγώ δεν τις γνώριζα καλά καλά! Κάτι μικρομέγαλοι, από τους τύπους που μένουν στο σχολείο δήθεν από άποψη, ενώ στην πραγματικότητα είναι ανίκανοι να κάνουν κάτι ουσιαστικό με την ζωή τους. Η μάνα μου, ωστόσο, στην κοσμάρα της. Θα μπορούσα να λείψω από το σπίτι για μέρες και εκείνη να μην πάρει καν χαμπάρι...

Φύλακας ΆγγελοςWhere stories live. Discover now