Kεφάλαιο 31

105 20 31
                                    

Ο Άγγελος κοιτάει παγωμένος την Δανάη που παραμένει ακίνητη, πεσμένη μπροστά του. Τα χέρια της είναι απλωμένα, σε μια εμφανή προσπάθεια να ανακόψει την πορεία του κορμιού της όπως έπεφτε όταν ο νέος την έσπρωξε, προκειμένου να την διώξει από το πεδίο βολής του Στεργίου.

Ο χώρος είναι κατάφυτος από ένα φυτό που φέρνει στο μυαλό του Άγγελου θύμησες από το παρελθόν του. Τότε που η γιαγιά του στο χωριό μάζευε ειδικά για εκείνον τα αγαπημένα του φραγκόσυκα, ένα ιδιαίτερο φρούτο. Όποιος το γεύεται, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς˙ ή θα το λατρέψει ή θα το μισήσει. Δεν υπάρχουν μέσες λύσεις για τα φραγκόσυκα. Ο καρπός δεν μοιάζει σε τίποτα με τα γνωστά σε όλους σύκα. Πέρα από την ομοιότητα στο όνομα, όλα τα άλλα διαφέρουν. Η γεύση, το σχήμα, η υφή...

Θυμάται ένα πρωί, ήταν δεν ήταν επτά χρονών, έκανε διακοπές στο χωριό. Είχε μόλις ξυπνήσει και με τα μάτια ακόμα τσιμπλιασμένα από τον ανέμελο παιδικό ύπνο, είχε τρέξει στην κουζίνα. Ήθελε να περνάει όλες τις στιγμές της ημέρας με την κυρά Φαλίτσα, την λατρεμένη του γιαγιά. Όταν φτάνει στην ηλιόλουστη κουζινίτσα, τι να δει; Η τεράστια πιατέλα με τα μωβ λουλουδάκια ήταν γεμάτη με τον αγαπημένο του καρπό. Η γιαγιά άφαντη. Μάλλον θα τάιζε τις κοτούλες της. Σωστή διαδικασία... Τους μιλούσε, σαν να ήταν άνθρωποι! Έτσι, παιδάκι μου, θα είναι ευχαριστημένες και θα μας κάνουν τα πιο νόστιμα αυγά που θα έχεις φάει ποτέ! Συνήθως, ο μικρός Άγγελος δεν έχανε την συνομιλία της γιαγιάς του με τις κοτούλες της. Τον διασκέδαζε και, πολλές φορές, έπαιρνε μέρος και ο ίδιος στην ιεροτελεστία. Αλλά εκείνο το πρωινό, τα φρεσκοκομμένα φραγκόσυκα τον καλούσαν επιτακτικά, σαν άλλες σειρήνες, και ο μικρός, σαν δεύτερος Οδυσσέας, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό. Τι κι αν η γιαγιά του τον είχε προειδοποιήσει για τα αγκάθια που περιβάλλουν τα φραγκόσυκα; Εκείνος δεν έβλεπε τίποτα απειλητικό. Με μια δρασκελιά, είχε πηδήξει πάνω στο καρεκλάκι από το οποίο παρακολουθούσε την ηλικιωμένη γυναίκα όταν μαγείρευε, είχε απλώσει τα χέρια του και είχε αρπάξει το πιο μεγάλο φρούτο μέσα από την πιατέλα. Η αρχική του λιγούρα έδωσε την θέση της σε μια έντονη δυσάρεστη αίσθηση. Πέταξε το φραγκόσυκο κάτω ασυναίσθητα και κοίταξε τις δυο παλάμες του με παραπονεμένο ύφος. Τα απαλά παιδικά χέρια είχαν κοκκινίσει, ενώ ένα τσούξιμο του είχε φέρει δάκρυα στα μάτια. Βρε, λιχούδη μου..., είχε ακούσει την ανήσυχη φωνή της γιαγιάς του που είχε μόλις μπει στο δωμάτιο ίσα για να δει την σκηνή αλλά πριν προλάβει να παρέμβει. Του είχε περιποιηθεί τις ερεθισμένες παλάμες και τον είχε παρηγορήσει μέσα στην αγκαλιά της. Αγγελούδι μου, το φραγκόσυκο είναι τόσο όμορφο, που ο Θεός το έχει εξοπλίσει με πολύ μικρά αγκαθάκια ολόγυρα στο σώμα του, ώστε να μη φτάνει στην σάρκα του ο οποιοσδήποτε αλλά μονάχα εκείνος που ξέρει να το εκτιμήσει, που μπορεί να πιάσει τον καρπό με τρυφερότητα και υπομονή. Στο ασύνετο μάτι, η φλούδα μοιάζει να έχει ένα απαλό χνούδι. Αλίμονο σε όποιον ξεγελαστεί! Να το θυμάσαι, Αγγελούδι μου. Η ζωή είναι σαν τα φραγκόσυκα. Ακόμα και τις πιο γοητευτικές στιγμές της πρέπει να τις αντιμετωπίζεις με προσοχή. Μόνο έτσι θα την απολαύσεις!

Φύλακας ΆγγελοςWhere stories live. Discover now