Κεφάλαιο 7

145 29 43
                                    

Η Δανάη περπατάει σκεφτική δίπλα στον παράξενο σωτήρα της. Τα βήματά της γίνονται μηχανικά, καθώς το μυαλό της δεν βρίσκεται πράγματι στην διαδρομή που ακολουθούν μέχρι το αυτοκίνητό του. Η εικοσιτριάχρονη κοπέλα έχει παραχωρήσει την θέση της στο μικρό εκείνο κορίτσι που πριν μιάμιση δεκαετία περίπου αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε μια ζωή που ποτέ δεν ευχήθηκε και το οποίο έκτοτε δεν έχει σταματήσει να νιώθει τις πληγές που της άφησαν τα γεγονότα εκείνης της περιόδου να αιμορραγούν.

Τις σκέψεις της πλημμυρίζουν εικόνες ενός χαμογελαστού άντρα που την σήκωνε αγκαλιά, την πετούσε στον αέρα και έκανε την μικρή να ξεκαρδίζεται στα γέλια, ενώ η μητέρα της έβγαζε κραυγές αγωνίας, έβαζε το χέρι στο στόμα και μάλωνε τον παράτολμο άντρα που έπαιζε έτσι με ένα μωρό παιδί. «Πάλι! Έλα, μπαμπακούλη μου...! Πάλι!», παρακαλούσε το κορίτσι, αγνοώντας τον κίνδυνο και χωρίς να δίνει σημασία στο άγχος της μητέρας της. Και ο χαμογελαστός άντρας, ο επίγειος Θεός για την μικρή Δανάη, έσπευδε να ικανοποιήσει την επιθυμία της. «Πάμε πιο ψηλά, πριγκίπισσά μου!», της έλεγε και το παιχνίδι συνεχιζόταν.

Άλλες εικόνες έρχονται να τυραννήσουν την νεαρή κοπέλα. Αυτή την φορά, ο άντρας της προηγούμενης ανάμνησης δεν υπάρχει πουθενά. Μόνο η μάνα της, μελαγχολική, κλαμμένη, σαν να έχει στερέψει η ζωή από μέσα της. Έτσι είχε γίνει και η μαμά του καλύτερου φίλου τής Δανάης, του Κωστάκη, όταν είχε πεθάνει ο άντρας της. Ο δικός της μπαμπάς, όμως, δεν είχε πεθάνει. Είχε απλώς εξαφανιστεί! Μια μέρα ήταν εκεί, την άλλη δεν ήταν πια... Κι ενώ όταν έχασε ο Κωστάκης τον πατέρα του, όλο το χωριό στάθηκε σαν βράχος δίπλα στην χαροκαμένη οικογένεια, την Δανάη και την μαμά της όλοι τις απέφευγαν. Η κοπέλα ανατριχιάζει στην θύμηση της ακατανόητης απόρριψης που δεν έκανε τίποτα άλλο από το να προσθέτει επιπλέον πόνο στην παιδική ψυχούλα.

- Κρυώνεις; ακούει μια φωνή ενώ νιώθει κάποιον να την σκεπάζει με ένα σακάκι.

Ο άντρας δίπλα της έχει διαισθανθεί το ρίγος που διαπέρασε το κορμί της και της έχει προσφέρει το μπουφάν του. Η ερώτησή του και η κίνηση να την ζεστάνει επαναφέρουν την κοπέλα από την άβυσσο του παρελθόντος στην οποία είχε προς στιγμή βυθιστεί. Τινάζει ενοχλημένη το μπουφάν και ρίχνει ένα βλοσυρό βλέμμα στον άντρα που την κοιτάει παραξενεμένος.

- Οι ιππότες πέθαναν, δεν το έμαθες; τον ρωτάει ειρωνικά.

Ο άντρας πολύ θα ήθελε να της απαντήσει ότι μαζί με τους ιππότες πέθανε και η υπομονή του, αλλά συγκρατείται. Ξέρει ότι αν δεν μάθει να τον εμπιστεύεται ή, τουλάχιστον, να μην τον πολεμάει συνεχώς, η κοπέλα θα μπορούσε να βάλει και τους δυο σε μεγάλους μπελάδες.

Φύλακας ΆγγελοςWhere stories live. Discover now