Κεφάλαιο 15

59 5 46
                                    

«Λέτε να μας ακούει;»
«Μπα, φαίνεται να κοιμάται βαθιά.»
«Είναι πολύ όμορφη, δεν είναι;»
«Και το ρωτάς, Έρση; Δεν βλέπεις που ο Νικόλας δεν έχει ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της;»
«Βλακείες! Έτσι κι αλλιώς, εμένα δε...δε μου αρέσουν τα κορίτσια που είναι...που έχουν τόσο...τόσο κόκκινα μαλλιά!»
«Ψεύτη, ψεύτη!»
«Έι, Θύμιο, Νικόλα, κόφτε το, εντάξει; Θα την ξυπνήσετε.»
«Εντάξει, κυρία μαμά, ό,τι πεις.»
«Αχ, είστε τόσο χαζοί και οι δύο!»

Για λίγο, καθώς οι αχτίδες του πρωινού ήλιου έπεφταν στο κρεβάτι της γλιστρώντας μέσα από το παράθυρο και την τραβούσαν απαλά έξω από τον γαλήνιο ύπνο της, η Μαργαρίτα νόμιζε πως οι φωνές που αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι της ανήκαν στο όνειρό της. Απόρησε• ήταν φωνές παιδικές, αλλά της ακούγονταν τελείως άγνωστες, φωνές προσώπων που μάλλον η φαντασία της είχε δημιουργήσει. Καθώς όμως άρχισαν να ξεκαθαρίζουν όλο και περισσότερο στα αυτιά της, της ήρθε η σκέψη πως δεν ήταν όνειρο τελικά.
Μισάνοιξε διστακτικά το ένα της μάτι• δεν ήθελε να καταλάβουν τα παιδιά πως είχε ξυπνήσει. Μέσα στην ομίχλη που της είχε αφήσει ο ύπνος ξεχώρισε τις μορφές δύο αγοριών κι ενός κοριτσιού, στην ηλικία της μάλλον, που στέκονταν λίγο πιο πέρα από το κρεβάτι της και συζητούσαν. Μιας και έμοιαζαν να μην την προσέχουν πια, άνοιξε λίγο ακόμα τα μάτια για να τα κοιτάξει καλύτερα.

Το ένα αγόρι είχε καθίσει στην πολυθρόνα σαν βασιλιάς στον θρόνο του, κι έμοιαζε όντως σαν τέτοιος, μιας κι ήταν ψηλός για την ηλικία του, με σκουρόξανθα μαλλιά και μεγάλα γαλάζια μάτια. Το κορίτσι, μελαχρινό με μια μακριά αλογοουρά και μια αέρινη λουλουδάτη φούστα, εκείνη τη στιγμή περιεργαζόταν αφηρημένα την πίπα που είχε αφήσει στο τραπέζι ο φαροφύλακας.
Μήπως είναι παιδιά του κυρίου Παύλου; σκέφτηκε η Μαργαρίτα.
Της είχε πει όμως ότι είχε μονάχα ένα παιδί, ένα αγόρι. Στράφηκε ξανά στο αγόρι στην πολυθρόνα, προσπαθώντας να ανακαλέσει στη μνήμη της την φωτογραφία που είχε δει χθες με τον Παύλο και τον γιο του. Όχι, αυτός δεν έμοιαζε με εκείνο το παιδί. Αντίθετα, ο άλλος...
Και μόλις η Μαργαρίτα στράφηκε και τον κοίταξε, ένα καστανό αγόρι με μάτια σπινθηροβόλα κι ένα τεράστιο χαμόγελο να 'χει εμφανιστεί στο πρόσωπό του καθώς γελούσε με τον ξανθό φίλο του, εκείνος κατάλαβε το βλέμμα της και γυρνώντας προς το μέρος της αναφώνησε:
«Κοιτάξτε, ξύπνησε!»

Βιαστικά, η Μαργαρίτα κουκουλώθηκε ως το κεφάλι με την κουβέρτα της, νιώθοντας την καρδιά της να ξεκινάει να τρέχει, όπως όταν φοβόταν. Η ανάσα της έγινε γρήγορη και προσπάθησε να την ηρεμήσει για να αφουγκραστεί τι έκαναν και έλεγαν τα παιδιά.
«Μπράβο σου, Νικόλα! Την τρόμαξες!» άκουσε το κορίτσι να λέει θυμωμένο, μιλώντας μάλλον στο καστανομάλλικο αγόρι.
«Τα έκανες πάλι θάλασσα!» είπε και το ξανθό αγόρι κοροϊδευτικά.
«Μα δεν το ήθελα!» διαμαρτυρήθηκε ο Νικόλας κι ύστερα χαμήλωσε τη φωνή του, τόσο που η Μαργαρίτα χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να ακούσει τι θα έλεγε: «Ίσως πρέπει να της ζητήσουμε συγγνώμη.»
«Ζητήσουμε; Εσύ την κατατρόμαξες!» πετάχτηκε το άλλο αγόρι.
«Θύμιο, έχει δίκιο. Στο κάτω κάτω ήταν ήδη ξύπνια και φταίμε και οι τρεις για αυτό» τους είπε το κορίτσι.

ΜαργαρίταΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα