Κεφάλαιο 1

114 12 128
                                    

10 χρόνια αργότερα

Το κόκκινο τρένο γλιστρούσε σβέλτο - σαν κεφάτο - στις ράγες, κάτω από τον τριανταφυλλί ουρανό της μέρας που γλυκοχάραζε, σπάζοντας την απόλυτη σιωπή της νυσταγμένης φύσης. Μέσα από τα ανοιχτά του παράθυρα, μια μεγάλη παρέα από παιχνιδιάρικες ηλιαχτίδες τρύπωσε στα τρία βαγόνια. Λαμπερές κι ανυπόμονες να ξυπνήσουν τους κουρασμένους ταξιδιώτες, άρχισαν να σκορπούν παντού το φως τους• ήταν κρίμα άλλωστε για τα μάτια των επιβατών να χάσουν το θέαμα του ήλιου, που είχε σχεδόν βγει και καλοκαθίσει στον όλο και πιο φωτεινό ουρανό, των καταπράσινων πεύκων που ακόμα κι από μακριά μοσχοβολούσαν, αφού ο αέρας έφερνε μέσα από το παράθυρο το άρωμά τους, και των πελώριων βουνών που σαν φύλακες στέκονταν στο βάθος και παρατηρούσαν όλα τ’ άλλα από ψηλά. Μύριζε άνοιξη• ακόμα και μέσα από το τρένο, όπως είπαν ευχαριστημένοι οι πρώτοι άνθρωποι που ξύπνησαν και έριξαν μια ματιά στα παράθυρά τους.

Γεμάτο σχεδόν, το τρένο φυσούσε και ξεφυσούσε τον ατμό του διασχίζοντας τα μοναχικά μα θαυμαστά τοπία της εξοχής της χώρας. Η κίνηση άρχισε να μεγαλώνει στο βαγόνι. Κάποιοι, αφού συνέρχονταν λιγάκι από τον ύπνο, άρχισαν ανυπόμονα την κουβέντα με όποιον άλλον πετύχαιναν ξύπνιο. Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά έπιασε το πλεκτό της. Άλλοι, πεινασμένοι μάλλον, έκαναν παραγγελία για το πρωινό τους στον ευγενικό σερβιτόρο που είχε φροντίσει να κάνει την εμφάνισή του την κατάλληλη στιγμή.

Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε πίσω του και ο ελεγκτής, φρέσκος σαν να είχε κοιμηθεί ολόκληρες μέρες• κι ας είχε κλείσει τα μάτια του μόνο για λίγες ώρες.
Χαιρέτησε βγάζοντας το καπέλο του.
«Καλημέρα σε όλους! Τα εισιτήριά σας, παρακαλώ.»

Ξεκίνησε περιοδεία σε όλα τα καθίσματα, το ένα μετά το άλλο. Πόσο του άρεσε να παρατηρεί το ξύπνημα των επιβατών μέσα στο τρένο, αυτή τη νωχελική πρωινή κίνηση που τη θόλωνε η ζάλη του ύπνου κι η απορία του πώς είχες περάσει ξαφνικά από το όνειρο που έβλεπες σ’ έναν γνώριμο και εντελώς διαφορετικό κόσμο. Περίμενε υπομονετικά τους ανθρώπους να βρουν τα εισιτήριά τους, τα τρυπούσε με σβελτάδα κι επιδεξιότητα και προχωρούσε ύστερα παρακάτω αναστενάζοντας. Ένα ακόμα ταξίδι έφτανε σιγά σιγά στο τέλος του κι εκείνος ευχόταν να μπορούσε να κρατήσει για πάντα.

Είχε γυρίσει ολόκληρη σχεδόν τη χώρα με τα τρένα• θα μπορούσε αυτό το «ολόκληρη» μάλιστα να το πει απολύτως κυριολεκτικά, αν δεν ήτανε εκείνο το νησί, μια σταλιά, ριγμένο στη θάλασσα και κολλημένο στην ηπειρωτική χώρα, όπως γαντζώνεται πάνω στη μάνα του ένα φοβισμένο μικρό παιδί. Τόσο ανεπιθύμητο όμως ήταν αυτό το φοβισμένο παιδί για όλους τους κατοίκους από την ήπειρο, που ούτε για να κερδίσει τον τίτλο του ταξιδεμένου σε ολόκληρη τη χώρα δε θα έπαιρνε το καράβι για κει ο κεφάτος μας ελεγκτής.

ΜαργαρίταΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα