Κεφάλαιο 9

55 5 79
                                    

Η νύχτα είχε πάρει εδώ και ώρες τον λόφο στην αγκαλιά της, τον είχε τυλίξει μέσα στα ρούχα της, που ήταν απαλά και κατάμαυρα, μ’ ένα μισό λευκό φεγγάρι κι ένα σμάρι αστέρια που φεγγοβολούσαν κεντημένα πάνω τους. Βασίλευε σιωπή. Μονάχα τα φύλλα των δέντρων θρόιζαν ελαφρά στον ήπιο άνεμο. Τα λουλούδια της Μαργαρίτας κοιμούνταν κι εκείνα, καθώς λικνίζονταν στον ρυθμό του νανουρίσματός του. Τα φώτα των σπιτιών ήταν όλα κλειστά, εκτός από το φως στο υπόγειο του σπιτιού του Θησέα, που έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να το δει κανείς να φέγγει. Στον λόφο ηρεμία, ακινησία. Στα σπίτια, ύπνος. Όλα έμοιαζαν άκακα και φυσιολογικά. Κανένας δεν υποψιαζόταν ούτε αισθανόταν κάτι σκοτεινό και υποχθόνιο να σέρνεται στον ολάνθιστο λόφο τους, σαν σκιά που άγγιζε τα πέταλα των λουλουδιών με τα δάχτυλά της, τα εξέταζε για λίγο κι έπειτα προχωρούσε, διασχίζοντας τον λόφο χωρίς κανείς να ξέρει πού στόχευε να φτάσει.

Μονάχα η Μαργαρίτα, χωμένη στο κρεβάτι της εδώ και ώρες, ένιωσε κάποια στιγμή κάτι να ταράζει τον ήρεμο ύπνο που την είχε πάρει. Με τα ματιά κλειστά και το σώμα ακίνητο, είδε στη φαντασία της εντελώς ξαφνικά κάτι απρόσμενο και παράξενο. Σε μια κατάμαυρη σκοτεινή επιφάνεια που εμφανίστηκε μπροστά της, άνοιξε μια γκρίζα σχισμή, που ξεχείλωσε, μεγάλωσε και τελικά κάλυψε τα πάντα. Τα πάντα έγιναν γκρίζα, κι αυτό το γκρίζο άπλωσε μια δυσάρεστη, τρομακτική αίσθηση σ’ όλο της το σώμα. Μαζεύτηκε σαν να κρύωνε, μισοσκεπασμένη όπως ήταν με την κουβέρτα της, και το πρόσωπό της άλλαξε έκφραση. Έγινε ανήσυχο. Τα γόνατά της μαζεύτηκαν κοντά στο στήθος της καθώς άκουγε μια φωνή να της ψιθυρίζει έντονα και καθαρά:

Μαργαρίτα...

Δεν φαινόταν κανείς, τα πάντα παρέμεναν γκρίζα. Η καρδιά του κοριτσιού ανέπτυξε ταχύτητα κι ο ιδρώτας ξεκίνησε να κυλάει πάνω στο δέρμα της. Η φωνή μίλησε ξανά.

Το ξέρω ότι μ’ ακούς, Μαργαρίτα.

Ήταν εφιάλτης, το ήξερε, αλλά δεν είχε ιδέα πώς να ξυπνήσει. Μα δεν πρόλαβε να κάνει αυτή τη σκέψη και ένα παγερό γέλιο την έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμη. Άφησε έναν φοβισμένο λυγμό χωρίς καν να το καταλάβει και το σώμα της σφίχτηκε ακόμα περισσότερο. Η φωνή γελούσε κι ήταν σαν μέταλλο που το έτριβαν πάνω σε τοίχο, κάνοντας το αίμα να ψυχρανθεί στις φλέβες της.

Μη φοβάσαι, δεν είναι εφιάλτης. Εγώ είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Είσαι φίλη μου, Μαργαρίτα. Σε γνωρίζω καλά. Ξέρω για τις δυνάμεις σου. Ξέρω πόσο χαρισματική είσαι. Κι ακόμα ξέρω πόσο πολύ σε αδικούν όλοι...

ΜαργαρίταWhere stories live. Discover now