Κεφάλαιο 13

42 5 42
                                    

Ήταν απόγευμα και η Μαργαρίτα, κλεισμένη στο ίδιο λευκό δωμάτιο, περίμενε με αγωνία την επίσκεψη της μητέρας της. Στις επτά ακριβώς θα έφευγαν με το τρένο για τον Βορρά, σε μια παραθαλάσσια πόλη απ’ όπου θα τους έπαιρνε η βάρκα για το νησί. Όσο σκεφτόταν το ταξίδι και κυρίως το μετά, τόσο την κατέβαλλε ο πανικός, τόσο ήθελε να κλάψει. Αλλά δεν είχε πια δυνάμεις ούτε δάκρυα για να ξοδέψει. Σκέφτηκε μερικές φορές να το σκάσει, μα φυσικά δεν μπορούσε. Ήταν μικρή, ήταν αδύναμη και ήταν ολομόναχη. Δεν είχε καμία ελπίδα πέρα από το να δεχτεί την τιμωρία της και να προσπαθήσει για το καλύτερο.

Γύρω στις έξι ή και αργότερα, οι φύλακες την πήγαν στο δωμάτιο - ή καλύτερα την αποθήκη - όπου ήταν σύνηθες να γίνονται οι επισκέψεις. Μπήκε μέσα ελπίζοντας να βρίσκεται η Ίριδα εκεί, αλλά έμεινε έκπληκτη όταν αντίκρισε στη θέση της έναν άντρα που τον γνώριζε καλά, αλλά δεν περίμενε με τίποτα την εμφάνισή του σ’ αυτό το μέρος.
«Κύριε Στέργιο;» ψέλλισε απορημένη.
«Ένα τέταρτο• ούτε λεπτό παραπάνω» τους ανακοίνωσε ένας φύλακας κι έκλεισε την πόρτα, αρχίζοντας αμέσως μετά να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο για να ελέγχει τι έλεγαν.
«Χαίρομαι που σε βλέπω, μικρή μου» ξεκίνησε ο πατέρας του Θησέα, παρ’ όλο που η θλιμμένη και κουρασμένη έκφραση στο πρόσωπό του έδειχνε πως μόνο χαρούμενος δεν ήταν.
«Πού είναι η μαμά μου;» ρώτησε η Μαργαρίτα ανήσυχη.
«Δεν την άφησαν να σε δει» αποκρίθηκε ο Στέργιος κουνώντας το κεφάλι απογοητευμένος. «Είπαν ότι η συμπεριφορά της το απαγόρευε. Έτσι μου ζήτησε να έρθω εγώ στη θέση της» και γονάτισε στο ύψος του κοριτσιού, ακουμπώντας την απαλά στον ώμο. Η Μαργαρίτα τον κοίταξε στα μάτια δακρυσμένη. «Ξέρω πως ίσως δεν με θέλεις εδώ, εφόσον φταίει η γυναίκα μου για όλα αυτά, όμως σου ορκίζομαι αυτό που ορκίστηκα και στη μητέρα σου: αν ήξερα τι είχε στο μυαλό της, αν ήξερα ότι αυτό σχεδίαζε τόσο καιρό, θα την είχα σταματήσει.»
«Δηλαδή εσείς δεν πιστεύετε πως είμαι επικίνδυνη; Δεν με φοβάστε; Δεν με θεωρείτε κακιά μάγισσα;» ψέλλισε η Μαργαρίτα διστακτικά.
«Όχι, μικρή μου. Και με συγχωρείς για όλα. Αν ήταν στο χέρι μου δεν θα το περνούσες αυτό τώρα» απάντησε ο Στέργιος σκύβοντας το κεφάλι.

Η Μαργαρίτα έπεσε ξαφνικά στην αγκαλιά του, κρύβοντας το κεφάλι της στο στήθος του. Ο Στέργιος κοίταξε τον φύλακα ανήσυχα, αλλά εκείνος δεν έκανε κίνηση για να τους χωρίσει. Έτσι αγκάλιασε κι εκείνος το κορίτσι διακριτικά.
«Δεν φταίτε εσείς ούτε η γυναίκα σας, κύριε Στέργιο» είπε εκείνη. «Εγώ μόνο. Είμαι μια μάγισσα• μια καταραμένη που παραλίγο να σας σκοτώσει όλους, ακόμα κι αν δεν το ήθελε. Κάνω κακό σε άλλους άθελά μου, πήγα να βλάψω τον Θησέα που ήταν ο καλύτερός μου φίλος!»
«Είναι ακόμα ο καλύτερός σου φίλος» απάντησε ο άντρας και μαλακά την απομάκρυνε από κοντά του για να την κάνει να τον κοιτάξει. «Άκου με, Μαργαρίτα. Δεν πρέπει να μιλάς έτσι για τον εαυτό σου. Έχεις καλοσύνη μέσα σου που πολλοί μεγαλύτεροι και ωριμότεροι από σένα δεν μπορούν καν να φανταστούν. Είσαι ξεχωριστό κορίτσι. Και τώρα που θα φύγεις μακριά μόνη σου, το τελευταίο που θα σε βοηθήσει είναι το να κατηγορείς τον εαυτό σου. Άσε λοιπόν τα κλάματα και τις ενοχές και κοίταξε να μαζέψεις όλο το κουράγιο που έχεις και να το χρησιμοποιήσεις. Το ξέρω ότι μπορείς. Μπορεί να μην είμαι μάγος, αλλά θα σου πω αυτό και θέλω να το θυμάσαι πολύ καλά: το χάρισμα και η κατάρα δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και εσύ και μόνο εσύ είσαι αυτή που αποφασίζει από ποια πλευρά θα ρίξει το νόμισμα. Κάποιοι μπορεί να το βλέπουν ανάποδα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Πάντα θα υπάρχουν κι αυτοί που θα το βλέπουν σωστά, αρκεί εσύ να κάνεις την επιλογή που πρέπει όταν το ρίχνεις. Κατάλαβες τι θέλω να πω;»

ΜαργαρίταWhere stories live. Discover now